Του Νίκου Αντωνάκη,
Δύο είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ελληνικών νομοθετικών κειμένων: η πληθώρα τους και η άστοχη διατύπωσή τους. Πράγματι, στην ελληνική πραγματικότητα ένας καινούριος νόμος ψηφίζεται κάθε τρεις και λίγο (έχουν ψηφιστεί πάνω από 5.000 νόμοι από το 1975 και μετά) και εμπεριέχει τόσο μυστηριωδώς διατυπωμένες διατάξεις, ώστε να μην μπορεί κανείς να καταλήξει με ασφάλεια στην πραγματική βούληση του νομοθέτη. Για άλλους, αυτό αφήνει ευρέα ερμηνευτικά περιθώρια στον εφαρμοστή του δικαίου, για άλλους πάλι αποτελεί γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία ασαφειών και αμφισβητήσεων. Και αυτό το τελευταίο κρίνεται αποφευκτέο ειδικά στο κομμάτι του Ποινικού Δικαίου που επεμβαίνει με τον πιο δραστικό τρόπο στη ζωή των πολιτών.
Δεν υπάρχουν διαφωνίες ότι πολλές από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα χρήζουν αναπροσαρμογής και νομοτεχνικής βελτίωσης. Προσπερνώντας, όμως, κανείς τις πρώτες διατάξεις, δε θα μπορούσε να μη σταθεί στο άρθρο 348Α ΠΚ: το έγκλημα της πορνογραφίας ανηλίκων. Η διάταξη αυτή τιμωρεί ένα ειδεχθές έγκλημα, ιδιαίτερα όταν αυτό λαμβάνει τη μορφή της παραγωγής του πορνογραφικού υλικού, το οποίο μάλιστα αποφέρει τεράστια κέρδη τόσο στους παραγωγούς όσο και στους διακινητές του. Πριν, ωστόσο, υπεισέλθουμε στην κριτική προσέγγιση του εν λόγω άρθρου είναι αναγκαίο να αποσαφηνίσουμε τι συνιστά πορνογραφία ανηλίκων. Τον ορισμό δίνει η τρίτη παράγραφος του άρθρου 348Α ΠΚ: «Υλικό παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων συνιστά η αναπαράσταση ή η πραγματική ή η εικονική αποτύπωση σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα των γεννητικών οργάνων ή του σώματος εν γένει του ανηλίκου, κατά τρόπο που προδήλως προκαλεί γενετήσια διέγερση, καθώς και της πραγματικής ή εικονικής γενετήσιας πράξης που διενεργείται από ή με ανήλικο». Ο νόμος εδώ είναι ξεκάθαρος: ως ανήλικος νοείται το άτομο κάτω της ηλικίας των 18 ετών και δεν παίζει κανέναν ρόλο η συμπλήρωση του ορίου της σεξουαλικής συγκατάθεσης, ήτοι τα 15 έτη (α. 339 ΠΚ).
Ήδη δημιουργούνται τα πρώτα ερωτηματικά: τι θέλει να προστατεύσει ο νομοθέτης με τη συγκεκριμένη διάταξη, την ανηλικότητα ή κάτι άλλο; Με άλλες λέξεις, ποιό είναι το έννομο αγαθό που κατοχυρώνει το άρθρο 348Α ΠΚ; Όσο παράξενο κι αν αυτό ακουστεί σε πολλούς, με τη συγκεκριμένη διάταξη δεν προστατεύεται η ανηλικότητα. Αυτό προκύπτει εξ αντιδιαστολής από το άρθρο 339 ΠΚ: από τη στιγμή που ο νομοθέτης δε θεωρεί αποπλάνηση ανηλίκου τη σεξουαλική επαφή ενός παιδιού άνω των 15 ετών άπαξ και αυτό διαθέτει πλέον έγκυρη εξουσία αυτοδιάθεσης και μπορεί να συναινέσει σε γενετήσιες πράξεις, δεν είναι δυνατό να αναιρεί την άποψη του αυτή και να θεωρεί κάθε ανήλικο σεξουαλικά «ανώριμο» στο άρθρο 348Α ΠΚ.
Με απλά λόγια, δε γίνεται να πει κανείς πως ο νομοθέτης θεωρεί ώριμο έναν ανήλικο ηλικίας 16 ετών να προβεί σε συνουσία, αλλά ανώριμο να κάνει sexting, γιατί θέλει να τον προστατεύσει. Ένα τέτοιο επιχείρημα θα έπεφτε σε λογικές αντιφάσεις. Για τον λόγο αυτό, είναι ορθότερο να θεωρήσουμε πως το άρθρο 348Α ΠΚ απαγορεύει την πορνογραφία ανηλίκων, όχι για να προστατεύσει τους ανηλίκους, αλλά γιατί τέτοιο πορνογραφικό υλικό είναι «τοξικό» και μπορεί να ενθαρρύνει διάφορους ανθρώπους με παιδοφιλικές τάσεις να τελέσουν γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους, και, σε πολλές περιπτώσεις, ούτε καν συναινετικές (μιλάμε, δηλαδή, για βιασμούς παιδιών).
Πάντως, η νομοθετική αυτή επιλογή οδηγεί πολλές φορές σε άτοπα. Για παράδειγμα, δεν είναι ποινικά κολάσιμη η συναινετική σεξουαλική συνεύρεση ενός 50χρονου με μία 16χρονη (είναι πάντως, σίγουρα, προβληματική και ηθικά μεμπτή), αλλά μπορεί να διωχθεί ποινικά ο 18χρονος που κάνει sexting (δηλαδή σεξουαλικές συνομιλίες μέσω ίντερνετ, φαινόμενο της σύγχρονης εποχής) με 17χρονη και ανταλλάσσει μαζί της γυμνές φωτογραφίες. Το παράδειγμα αυτό γίνεται ακόμη πιο παράλογο, αν αναλογιστούμε πως στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει καν κίνδυνος διάδοσης του υλικού εκ μέρους των δύο μερών, αλλά και πάλι απειλείται ποινή φυλάκισης 2-5 έτη (α. 348Α παρ. 2 ΠΚ)! Την ίδια δε στιγμή, η πραγματική σεξουαλική συνεύρεση του 18χρονου με τη 17χρονη δεν ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, είναι καθόλα νόμιμη. Τιμωρείται δηλαδή το έλασσον και όχι το μείζον.
Καθίσταται σαφές, λοιπόν, πως ο νομοθέτης πρέπει να παρέμβει προκειμένου να μην υπάρξουν στο μέλλον τέτοιες αξιολογικές αντινομίες. Στη θεωρία, πάντως, διατυπώθηκαν σε τέτοιες περιπτώσεις απόψεις περί λόγου άρσης του (τελικού) αδίκου της πορνογραφίας ανηλίκων, που, ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι θα βρουν και νομολογιακή απήχηση. Προς το παρόν στην περίπτωση αυτή η μόνη λύση είναι μάλλον η δικαστική άφεση της ποινής (άρθρο 104Β ΠΚ).
Ένα άλλο πρόβλημα της εν λόγω διάταξης είναι ότι «τσουβαλιάζει» εξαντλητικά όλους τους πιθανούς τρόπους τέλεσης του εγκλήματος, οι οποίοι μάλιστα εμφανίζουν και διαφορετική απαξία και άρα περιέχουν αναλόγως αυξημένο ή μειωμένο άδικο, απειλώντας μάλιστα σε κάθε περίπτωση την ίδια ποινή. Έτσι, κατά την παρ. 1 του άρθρου 348Α ΠΚ: «Όποιος με πρόθεση παράγει, διανέμει, δημοσιεύει, επιδεικνύει, εισάγει στην Επικράτεια ή εξάγει από αυτήν, μεταφέρει, προσφέρει, πωλεί ή με άλλον τρόπο διαθέτει, αγοράζει, προμηθεύεται, αποκτά ή κατέχει υλικό παιδικής πορνογραφίας ή διαδίδει ή μεταδίδει πληροφορίες σχετικά με την τέλεση των παραπάνω πράξεων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή». Η τοποθέτηση στην ίδια απαξιακή κλίμακα τόσο της παραγωγής όσο και της διάθεσης και της απλής κατοχής πορνογραφικού υλικού ανηλίκων προσβάλλει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), αφού καταντά να απειλεί με την ίδια ποινή αυτόν που αποπλανά ένα ανήλικο παιδί και το βιντεοσκοπεί την ώρα που τελεί μαζί του γενετήσιες πράξεις με εκείνον που κατέχει πορνογραφικό υλικό ανηλίκων σε έναν ξεχασμένο υπολογιστή στο υπόγειό του που βρίσκεται σε αχρησία.
Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να είναι νομικά αποδεκτό, αφού πρόκειται για διαφορετικές συμπεριφορές: η πρώτη περιέχει κατά πολύ αυξημένο άδικο σε σχέση με τη δεύτερη και άρα θα έπρεπε να απειλείται και με μεγαλύτερη ποινή. Ορθότερο θα ήταν ο νομοθέτης να οργανώσει τρεις κατηγορίες συμπεριφορών: την παραγωγή, τη διάθεση-διάδοση και την κατοχή του πορνογραφικού υλικού. Μέσα σε αυτές θα μπορούσαν να ενταχθούν εννοιολογικά και οι λοιποί περιγραφόμενοι στην παρ. 1 του άρθρου 348Α ΠΚ τρόποι τέλεσης του εγκλήματος. Συνακόλουθα, θα έπρεπε να προβλέπεται ένα κλιμακούμενο σύστημα ποινών, ανάλογα με το πού θα εντασσόταν η συγκεκριμένη κάθε φορά συμπεριφορά του δράστη. Έτσι, τη μεγαλύτερη ποινή θα έπρεπε να επιφυλάσσει ο νομοθέτης στην παραγωγή του υλικού, που θα ακολουθούταν από τη διάδοση και, τέλος, από την απλή κατοχή του πρώτου.
Τα πράγματα, πάντως, γίνονται ακόμη χειρότερα στις επόμενες παραγράφους του άρθρου. Συγκεκριμένα, κατά την 4η παράγραφο του άρθρου 348Α ΠΚ: «Οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τιμωρούνται με κάθειρξη και χρηματική ποινή: α. αν τελέσθηκαν κατ’ επάγγελμα, β. αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της ψυχικής ή της διανοητικής ασθένειας ή της σωματικής δυσλειτουργίας, λόγω οργανικής νόσου ανηλίκου ή με την άσκηση ή απειλή χρήσης βίας ανηλίκου ή με τη χρησιμοποίηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος ή αν η παραγωγή του υλικού της παιδικής πορνογραφίας εξέθεσε τη ζωή του ανηλίκου σε σοβαρό κίνδυνο και γ. αν δράστης της παραγωγής του υλικού παιδικής πορνογραφίας είναι πρόσωπο στο οποίο έχουν εμπιστευθεί ανήλικο για να τον επιβλέπει ή να τον φυλάσσει, έστω και προσωρινά».
Κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, οι ποινές αυτές επιβάλλονται τόσο στον παραγωγό όσο και στον διαθέτη και τον κάτοχο του παιδικού πορνογραφικού υλικού, με το αιτιολογικό ότι αυτό προκύπτει από το γράμμα του νόμου και, πάντως, σε κάθε περίπτωση, ανταποκρίνεται στην πραγματική βούληση του νομοθέτη. Κόντρα στην προβληματική αυτή θέση της νομολογίας υποστηρίχθηκε στη θεωρία με πολύ πειστικά επιχειρήματα η άποψη πως, κατά συσταλτική του νόμου ερμηνεία, πρέπει οι ποινές αυτές να αφορούν μόνο στον παραγωγό του υλικού, αλλιώς πλήττεται σοβαρά η αρχή της αναλογικότητας. Η γνώμη αυτή είναι και η ορθότερη: δεν μπορεί η όποια νομοθετική βούληση να υπερακοντίζει συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές και την εσωτερική συνάφεια και συστηματικότητα που πρέπει να διαπνέει το Ποινικό Δίκαιο.
Με βάση, επομένως, τα παραπάνω κρίνονται απολύτως αναγκαίες η νομοθετική επέμβαση στο εν λόγω άρθρο, δεδομένου ότι ρυθμίζει και ένα πολύ σοβαρό έγκλημα, και η αναπροσαρμογή του, προκειμένου να μη δημιουργούνται αξιολογικές αντινομίες και, κυρίως, νομολογιακές «ακροβασίες».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου, Εγκλήματα κατά προσωπικών αγαθών- άρθρα 299-369 ΠΚ, 5η έκδοση, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2023
- Βαϊανή Πολυζωίδου, Το αξιόποινο της πορνογραφίας ανηλίκων – άρθρο 348Α ΠΚ, Διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη, 2015