15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΟ «κυριαρχών» στην ποινική δίκη

Ο «κυριαρχών» στην ποινική δίκη


Της Εβελίνας Μάστουρα,

Στην πολιτική δίκη, εν αντιθέσει με την ποινική, οι διάδικοι κατέχουν εξορισμού αυξημένη εξουσία «επιρροής» της διαδικασίας της δίκης. Στη νομική επιστήμη, αυτή η ευχέρεια των διαδίκων, αποτυπώνεται με την «αρχή της κυριαρχίας των μερών» και τις επιμέρους εκφάνσεις αυτής. Κατά την ανωτέρω αρχή, τα διάδικα μέρη της πολιτικής δίκης, έχουν τη δυνατότητα να «διαθέτουν» το αντικείμενο της δίκης, με άλλα λόγια, να αποφασίζουν οι ίδιοι περί του αν θέλουν να παραιτηθούν από το εισαγωγικό δικόγραφο, αν θέλουν να προσφύγουν στον δικαστικό συμβιβασμό, να αποδεχθούν την αγωγή κτλ.

Η αποκαλούμενη, λοιπόν, ως άνω εκτεθείσα, «αρχή της διαθέσεως» κατοχυρώνεται στο άρθρο 106 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά το οποίο «το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά». Συμπληρωματικά με την «αρχή της διαθέσεως», η «αρχή της επιμελείας», που υποδηλώνει την υποχρέωση των διαδίκων να φροντίζουν οι ίδιοι για την πορεία της υποθέσεώς τους, προβαίνοντας στις απαραίτητες επιδόσεις, προσδιορίζοντας την δικάσιμο κτλ., αποτελεί μια ακόμη εκδήλωση της αυτόνομης δράσης των διαδίκων στην πολιτική δίκη.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: donald tong

Ωστόσο, στην ποινική δίκη, η κατάσταση διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό. Εδώ εξαιρουμένων ελαχίστων περιπτώσεων, όπως του θεσμού της ανάκλησης της υποβληθείσας έγκλησης, η άσκηση της ποινικής δίωξης και η μετέπειτα δημιουργία της ποινικής δίκης, προχωρούν ανεξάρτητα από την βούληση τόσο των διαδίκων, όσο και του Εισαγγελέα. Άπαξ και δημιουργηθεί ποινική δίκη, η υπόθεση δύναται να περατωθεί μόνο με την έκδοση δικαστικής απόφασης.

Θα έλεγε κανείς ότι στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, αυξημένα καθήκοντα διαλαμβάνει ο δικαστής, υπό την ιδιότητά του ως διευθύνων την συζήτηση. Η διεύθυνση της συζητήσεως διακρίνεται με την σειρά της σε τυπική και ουσιαστική. Η τυπική, αφορά όλες εκείνες τις ενέργειες που είναι συνυφασμένες με την πρόοδο της διαδικασίας και δεν θίγουν την ουσία της υποθέσεως. Ενδεικτικά, σε αυτές συγκαταλέγονται, η εκφώνηση της υποθέσεως, η ανάγνωση του καταλόγου των μαρτύρων και η σειρά εξέτασης αυτών, η διακοπή της δίκης λόγω ανάπαυσης και αναψυχής, καθώς και η υποχρέωση διασφαλίσεως του ευρύθμου της διαδικασίας.

Όλες οι παραπάνω ενέργειες του δικαστή, που θα μπορούσαν να περιγραφούν με τον όρο «καθήκον αστυνόμευσης του δικαστή», δεν υπόκεινται σε έλεγχο από τα υπόλοιπα πρόσωπα που μετέχουν της ποινικής δίκης και δη από τους διαδίκους. Εντούτοις, η ουσιαστική διεύθυνση, που χαρακτηρίζεται από ενέργειες, θίγουσες την ουσία της υποθέσεως, όπως η αφαίρεση του λόγου από κάποιον από τους διαδίκους, η απόρριψη ή η παραδοχή των ενστάσεων και ο τρόπος εξέτασης του κατηγορουμένου και των μαρτύρων, μπορούν, σε κάθε περίπτωση, να ελεγχθούν από τους διαδίκους, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να προσφύγουν κατά των ανωτέρω πράξεων.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: sora shimazaki

Εκτέθηκε, λοιπόν, η περιορισμένη εξουσία διαθέσεως των διαδίκων στην ποινική δίκη. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί, ότι ξενόφερτοι θεσμοί, όπως εκείνος της ποινικής διαπραγμάτευσης και της ποινικής συνδιαλλαγής, αναμορφώνουν τον ρόλο του διαδίκου, ανάγοντάς τον πλέον σε κύριο ρυθμιστή της υποθέσεως. Πιο συγκεκριμένα, στην ποινική διαπραγμάτευση (άρθρο 303 επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), ο κατηγορούμενος συμφωνεί να παραδεχτεί την ενοχή του σε ανταλλαγή με μειωμένες και συχνά πιο ελαφριές ποινές ή κυρώσεις. Ως θεσμός, η ποινική διαπραγμάτευση συμβάλλει στην εξοικονόμηση χρόνου και πόρων στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας. Ωστόσο, υποστηρίζεται έντονα από τους κριτικούς του θεσμού ότι, αφενός ενδέχεται να οδηγήσει σε δικαστική ανομία και σε ανισότητες στη δικαιοσύνη και αφετέρου παρά την ενεργή σύμπραξη του κατηγορουμένου στην έκβαση της υποθέσεώς του, ελλοχεύει ο κίνδυνος πρόκλησης πίεσης στους κατηγορούμενους να αποδεχτούν συμφωνίες ακόμη και επί μη ενοχής τους, προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο μιας βαρύτερης ποινής σε μια δίκη.

Εξάλλου, ας μην ξεχνάμε ότι στην ποινική δίκη καθήκον του δικαστή αποτελεί η διάγνωση της αντικειμενικής αλήθειας και όχι η στάθμιση των συμφερόντων των διαδίκων. Επίσης, ο θεσμός της ποινικής συνδιαλλαγής, σαν ένα είδος έμπρακτης μετάνοιας του κατηγορουμένου απέναντι στο θύμα, με την διαμεσολάβηση φυσικά του Εισαγγελέα, απαλλάσσει τα μέρη από μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες και δύναται να εξυπηρετήσει στο μέγιστο τα συμφέροντά τους, δεν παύει όμως, να υποβαθμίζει την ποινική δίκη σε μια μορφή «ιδιωτικής συναλλαγής», διασαλεύοντας έτσι την ιδέα της ποινικής δικαιοσύνης.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2020

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εβελίνα Μάστουρα
Εβελίνα Μάστουρα
Είναι τελειόφοιτη Νομικής. Είναι αρκετά ευαισθητοποιημένη σε θέματα της επικαιρότητας που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αγαπημένοι τομείς δικαίου αποτελούν το ιδιωτικό και δημόσιο διεθνές δίκαιο, με εστίαση στο μεταναστευτικό δίκαιο. Αγαπά την εκμάθηση ξένων γλωσσών, καθώς γνωρίζει ήδη αγγλικά και γαλλικά και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με τον κινηματογράφο και τη μουσική.