Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με διάφορα ζητήματα, τα μέτωπα των οποίων δεν φαίνεται να κλείνουν. Ακρίβεια, αγρότες, παιδεία είναι μόνο μερικά από αυτά που προβληματίζουν τους πολίτες και παρά τις υποσχέσεις του κυβερνώντος κόμματος για την εξομάλυνσή τους η απογοήτευση του εκλογικού σώματος είναι δεδομένη.
Τουλάχιστον αυτό διαπιστώνουμε από τις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα, βάσει των οποίων η γαλάζια παράταξη μετρά απώλειες. Μπορεί η μείωση του ποσοστού που εμφανίζεται να συγκεντρώνει στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου να μην απειλεί την πρωτοκαθεδρία της, εντούτοις πρέπει να προβληματίσει τα στελέχη της Πειραιώς, ώστε να κινητοποιηθούν και να δράσουν έτσι ώστε να περιορίσουν τη διασπορά των ψηφοφόρων.
Ένα στοιχείο που χρήζει προβληματισμού είναι αυτό της ψήφου διαμαρτυρίας, η οποία προκύπτει είτε από τη δυσαρέσκεια των πολιτών για τη γενικότερη εικόνα είτε κάποιας κυβέρνησης είτε κάποιου προσώπου και μπορεί να ανατρέψει τις προσδοκίες μια «μάχη». Άλλωστε, πρόσφατα γίναμε μάρτυρες της δύναμης αυτού του είδους της ψήφου, όταν τον Οκτώβριο κατά τη διενέργεια των Δημοτικών Εκλογών ο Χάρης Δούκας κατάφερε να επικρατήσει του Κώστα Μπακογιάννη στον δεύτερο γύρο, παρά το γεγονός ότι η διαφορά μεταξύ των δύο συνδυασμών την πρώτη Κυριακή άγγιξε το 27% υπέρ του Μπακογιάννη. Οι δημότες των Αθηνών, όμως, είχαν αποφασίσει να τιμωρήσουν τον απερχόμενο Δήμαρχο κι έτσι αναζήτησαν ένα νέο πρόσωπο.
Με βάση τα παραπάνω, είναι πολύ πιθανό να συμβεί κάτι αντίστοιχο τον Ιούνιο, αν και δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για ήττα της Ν.Δ., καθώς παρά τη δυσαρέσκεια που υπάρχει για τον χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση που να ικανοποιεί τους πολίτες, γι’ αυτό και η διαφορά με τα κόμματα της Αντιπολίτευσης βρίσκεται σταθερά σε διψήφιο νούμερο.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στην εκλογική τους συμπεριφορά, εκφράζεται με δύο τρόπους: είτε με την αποχή, η οποία στην Ελλάδα είναι μεγάλη από το 2009 και έπειτα, είτε με την ψήφο διαμαρτυρίας.
Πέρα από την «τιμωρία» ενός προσώπου ή την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος εν γένει, η ψήφος διαμαρτυρίας μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνα μονοπάτια. Στο παρελθόν, όταν ο δικομματισμός βρισκόταν στο ναδίρ του, οι ψηφοφόροι κατά κύριο λόγο επέλεγαν να τιμωρήσουν το ένα από τα δύο κόμματα ενισχύοντας το άλλο, ενώ η επιλογή ενός μικρότερου σχηματισμού δεν ήταν συχνή. Από το 2009 και μετά, έχουμε δει πολλές φορές να ενισχύονται «μικρά» πολιτικά κόμματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ο οποίος το 2007 εισήλθε μετά βίας στη Βουλή, το 2012 κατέλαβε τη 2η θέση και το 2015 τα ηνία του κράτους. Η ψήφος των δυσαρεστημένων πολιτών μπορεί να κατευθυνθεί και στα κόμματα εκείνα που ανήκουν στην Ακροδεξιά, κάτι που εντοπίζεται και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα κατά την προηγούμενη δεκαετία, όταν λόγω της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής της οικονομικής λιτότητας, μερίδα του εκλογικού σώματος στράφηκε στη Χρυσή Αυγή, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία, να περάσει το κατώφλι του ελληνικού Κοινοβουλίου.
Η επόμενη εκλογική διαδικασία θα λάβει χώρα σε λιγότερο από 3 μήνες και οι Ευρωεκλογές δεν κέντριζαν το ενδιαφέρον των πολιτών συγκριτικά με τις Εθνικές Εκλογές, με αποτέλεσμα η συμμετοχή να ήταν χαμηλή. Το ίδιο αναμένεται να συμβεί και φέτος, όμως πλέον στον ορίζοντα υπάρχει και η ψήφος διαμαρτυρίας, η οποία αν λάβει μεγάλες διαστάσεις, θα δώσει ένα μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση και για τις Βουλευτικές Κάλπες.