Της Δανάης Γαζή,
Οι δουλείες αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο του εμπράγματου δικαίου, καθώς αφενός χρειάζονται ιδιαίτερη μελέτη αφετέρου υπάρχουν αρκετές διακρίσεις της έννοιας που καθιστούν ακόμη πιο δύσκολη την κατανόησή της. Σαφέστερα, οι δουλείες συνιστούν ένα είδος περιορισμένου εμπράγματου δικαιώματος, το οποίο σε αντίθεση με άλλα τέτοια δικαιώματα προσφέρει στον δικαιούχο ένα δικαίωμα ουσίας. Ο δικαιούχος, δηλαδή, της δουλείας μπορεί να επωφεληθεί από τη χρήση του πράγματος, χωρίς, όμως, να μπορεί να προβεί σε άλλες ενέργειες όσον αφορά την υπόσταση του πράγματος. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να προβεί σε πλειστηριασμό του ακινήτου μέσω της διαδικασίας της κατάσχεσης και να λάβει ως όφελος το ποσό του πλειστηριάσματος.
Αρχικά, θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι δουλείες, όπως είναι φυσικό μιας και αποτελούν εμπράγματο δικαίωμα, διέπονται από κάποιες αρχές, οι οποίες εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τον σκοπό του νομοθέτη, τη δυνατότητα να αποκομίζει οφέλη ο δικαιούχος από το πράγμα. Θα έλεγε κανείς ότι κυριότερη εξ αυτών είναι αυτή της σύστασης της δουλείας μόνο πάνω σε πράγμα, η έννοια του οποίου εντοπίζεται στο άρ.947 ΑΚ. Δουλεία, με λίγα λόγια, δεν μπορεί να συσταθεί πάνω σε δικαίωμα, με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που προβλέπει ο νόμος για την επικαρπία δικαιώματος και απαίτησης. Παράλληλα, οι δουλείες συστήνονται μόνο πάνω σε ακίνητα πράγματα, καθώς αυτά, σε αντίθεση με τα κινητά που είναι ευκόλως αναλώσιμα, μπορούν να προσφέρουν ωφέλεια στον δικαιούχο, αν επιβαρυνθούν με δουλεία.
Ακόμα, σύμφωνα με την αρχή “remini res sua servit”, οι δουλείες μπορούν να συσταθούν μόνο πάνω σε πράγμα που είναι ξένο, ο δικαιούχος, δηλαδή, δε θα πρέπει να είναι κύριος του ίδιου πράγματος. Η αρχή αυτή, άλλωστε, απορρέει και από το γεγονός ότι από τη στιγμή που κάποιος έχει εξουσία πάνω σε ένα πράγμα δεν υπάρχει λόγος να συσταθεί δουλεία επί του ίδιου, καθώς δεν αποφέρει κανένα ουσιαστικό πλεονέκτημα σε αυτόν. Ταυτόχρονα, όπως έχει ήδη καταστεί σαφές, η κύρια λειτουργία του δικαιώματος της δουλείας είναι η απόδοση οφέλους στον δικαιούχο, άρα η ωφέλεια αυτή θα πρέπει να προκύπτει είτε άμεσα είτε έμμεσα από την άσκηση του δικαιώματος. Δεν αρκεί, δηλαδή, απλά και μόνο η εξουσίαση του πράγματος.
Όσον αφορά τώρα τις διακρίσεις που δέχονται οι δουλείες, αυτές είναι κατά κύριο λόγο δύο. Η πρώτη αφορά τη διάκριση των δουλειών με κριτήριο το πώς προσδιορίζεται ο δικαιούχος της δουλείας. Υπάρχουν, λοιπόν, οι προσωπικές δουλείες, σύμφωνα με τις οποίες δικαιούχος είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο ωφελείται άμεσα από την άσκηση του δικαιώματος. Επομένως, όπως εκφράζει και η ίδια η έννοια της λέξης, κριτήριο για την ύπαρξη των προσωπικών δουλειών συνιστά το πρόσωπο του δικαιούχου και όχι το ακίνητο πάνω στο οποίο υφίσταται η δουλεία. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, εντοπίζονται οι πραγματικές δουλείες, οι οποίες είναι και οι συχνότερες, κριτήριο των οποίων αποτελεί το ακίνητο πάνω στο οποίο θα συσταθεί η δουλεία. Ο δικαιούχος, δηλαδή, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, ενώ το ακίνητο πάνω στο οποίο θα αντλεί οφέλη αυτός, θα είναι συγκεκριμένο.
Ανακεφαλαιώνοντας, εύκολα προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι δουλείες είναι ένα περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, το οποίο συναντάται συχνά στην καθημερινότητα. Πρόκειται για ένα δικαίωμα, το οποίο μπορεί να εξασφαλίσει αρκετά οφέλη στον οφειλέτη κάποιου δανειστή, τον οποίο θα μπορεί να ικανοποιήσει ο πρώτος μέσω της σύστασης δουλείας από τον δεύτερο πάνω στο ακίνητό του. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα δικαίωμα που μπορεί να προσπορίσει πολλά οφέλη στον δικαιούχο, εφόσον γίνεται εύλογη και σωστή χρήση και δεν απαιτεί κάποια δικαστική διαδικασία. Όσον αφορά, βέβαια, την ίδια τη νομική έννοια του δικαιώματος οι δουλείες συνιστούν ένα μεγάλο κεφάλαιο του εμπραγμάτου δικαίου και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, όχι μόνο λόγω της καίριας σημασίας τους, αλλά και λόγω της νομικής περιπλοκότητάς τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Γεωργιάδης Σ. Απόστολος, Εγχειρίδιο Εμπράγματου Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2012