Της Στέλλας Κίζυλη,
Όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, είτε γιατί μία πράξη είναι ανυπόστατη, δηλαδή μη υπάρχουσα στο νομικό κόσμο, είτε ελαττωματική, εγείρεται θέμα δικονομικής ακυρότητας. Έτσι, στις περιπτώσεις αυτές, καθώς και σε εκείνες κατά τις οποίες πρόκειται για παραβίαση του τύπου ή της διαδικασίας της εκτέλεσης καθεαυτής, οι ελαττωματικές πράξεις μπορούν να προσβληθούν από τον καθ’ ου η εκτέλεση με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Στο άρθρο αυτό ορίζεται ότι «αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος, έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο, σε κάθε άλλη περίπτωση».
Η ανακοπή του άρθρου αυτού αποτελεί ένδικο βοήθημα και μέσο άμυνας, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον βλαπτόμενο να προσφύγει στη δικαστική εξουσία και όχι ένδικο μέσο, δεδομένου ότι δεν στρέφεται κατά δικαστικής απόφασης. Ωστόσο, ο νόμος αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό και σε κάθε τρίτο, ο οποίος βλάπτεται από την αναγκαστική εκτέλεση. Ειδικότερα, στο άρθρο 936 ΚΠολΔ, προβλέπεται ότι «τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης, αν προσβάλλεται δικαίωμά του επάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση». Οι προϋποθέσεις, λοιπόν, της ενεργητικής νομιμοποίησης είναι αφενός να πρόκειται για τρίτο πρόσωπο και αφετέρου το πρόσωπο αυτό να επικαλείται ορισμένο ουσιαστικό δικαίωμά του στο αντικείμενο της εκτελέσεως, το οποίο μπορεί να αντιτάξει κατά του καθ’ ου η εκτέλεση. Βάσει του δικονομικού κριτηρίου, τρίτο πρόσωπο θεωρείται εκείνο, το οποίο δεν απέκτησε δικονομικά ρόλο υποκειμένου της εκτελεστικής διαδικασίας.
Ως προς τη νομική φύση της ανακοπής του τρίτου, οι απόψεις διίστανται. Αναλυτικότερα, οι λεγόμενες «ουσιαστικές θεωρίες» υποστηρίζουν ότι κύριο αντικείμενο της δίκης της ανακοπής είναι το προσβαλλόμενο ουσιαστικό δικαίωμα του τρίτου, η αναγνώριση του οποίου επιτάσσει ο δανειστής να άρει, αλλά και να παραλείψει στο μέλλον την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Από την άλλη, κατά την ορθότερη δικονομική θεωρία, η ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ είναι αυτή καθεαυτή ένδικο βοήθημα με διαπλαστικό χαρακτήρα. Το κύριο και υποχρεωτικό αντικείμενο της δίκης δεν είναι η αναγνώριση του ουσιαστικού δικαιώματος του τρίτου αλλά και η εναντίωση κατά των πράξεων εκτέλεσης, οι οποίες υπόκεινται σε ακύρωση κατά την έκταση που το δικαίωμα του τρίτου υπερισχύει έναντι του δικαιώματος του καθ’ ου η εκτέλεση.
Ο τρίτος νομιμοποιείται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, αν το δικαίωμά του στηρίζεται σε έννομη σχέση που έχει ήδη συσταθεί. Συνεπώς, κατά την επιχείρηση της πράξης εκτέλεσης, το δικαίωμα πρέπει να έχει αποκτηθεί και όχι να είναι μελλοντικό και αβέβαιο. Μάλιστα, κρίσιμος χρόνος για την κτήση του δικαιώματος είναι ο χρόνος μέχρι την κατάσχεση, αφού μετά από αυτήν απαγορεύεται και είναι άκυρη η διάθεση του κατασχεμένου πράγματος σε τρίτο. Φυσικά, αυτό ισχύει για την περίπτωση όπου το δικαίωμα έχει μεταβιβαστεί από τον καθ’ ου η εκτέλεση. Αντίθετα, αν ο τρίτος έχει αποκτήσει το δικαίωμα επί του αντικειμένου της εκτέλεσης με πρωτότυπη κτήση, όπως για παράδειγμα με χρησικτησία ή κατόπιν μεταβίβασης από άλλο πρόσωπο -όχι του καθ’ ου η εκτέλεση-, αρκεί να έχουν πληρωθεί οι όροι κτήσης κατά το χρόνο συζήτησης της ανακοπής.
Επιπλέον, όσον αφορά στην παθητική νομιμοποίηση, η ανακοπή, βάσει του άρθρου 936 παρ. 2 ΚΠολΔ, πρέπει επί ποινή απαραδέκτου να στρέφεται τόσο κατά του επισπεύδοντος δανειστή όσο και κατά του καθ’ ου η εκτέλεση. Ειδικότερα, κατά την επικρατούσα άποψη στη θεωρία και στη νομολογία, μεταξύ των δύο τελευταίων προσώπων δημιουργείται δεσμός αναγκαίας ομοδικίας, τηρουμένων και των προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 76 ΚΠολΔ. Ο λόγος της νομοθετικής αυτής επιταγής δεν είναι άλλος, προφανώς, από τη σκοπιμότητα συμμετοχής στη δίκη όλων των προσώπων, τα οποία ενδιαφέρονται για την τύχη του επίδικου πράγματος. Έτσι, από τη μια πλευρά ο οφειλέτης έχει συμφέρον να αντικρούσει εκείνον που διεκδικεί τα περιουσιακά του δικαιώματα, αφού η ανακοπή αποσκοπεί στην αφαίρεση των τελευταίων από την περιουσία του, ενώ, από την άλλη πλευρά, ο δανειστής έχει συμφέρον στην απόρριψη της ανακοπής, αφού, σε αντίθετη περίπτωση, υποχρεούται να επαναλάβει τη σχετική διαδικασία επιβάλλοντας κατάσχεση σε άλλα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη που τυχόν υπάρχουν.
Εν κατακλείδι, η έννομη προστασία του τρίτου, έναντι των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης, δεν εξαντλείται στην ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔ, την οποία μπορεί αυτός να ασκήσει, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι αναφερθείσες προϋποθέσεις αλλά περιλαμβάνει και την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων του ουσιαστικού δικαίου. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα του ενδίκου βοηθήματος της ανακοπής, αφού η ευδοκίμησή της πλήττει συθέμελα την εκτέλεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019