Της Άννας Μάρκου,
Το τελευταίο διάστημα, τα αλλεπάλληλα νομοθετήματα της κυβέρνησης έχουν θέσει στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το ρόλο και τη σημασία του Συντάγματος. Κι ενώ μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε πως το Σύνταγμα αποτελεί τον υπέρτατο νόμο του κράτους, και ως τέτοιον οφείλουμε -τόσο οι πολίτες όσο και τα κρατικά όργανα- να τον σεβόμαστε και να τον τηρούμε με «θρησκευτική ευλάβεια», φαίνεται πως, μάλλον, αυτή η πραγματικότητα τείνει να αλλάξει δραματικά. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει την ύψιστη σημασία του Συντάγματος, όπως αυτή προκύπτει από τα όρια ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεών του.
Κατ’ αρχάς, ιστορικά ο κλάδος του συνταγματικού δικαίου αναπτύχθηκε με την εμφάνιση του τυπικού Συντάγματος, δηλαδή ενός κειμένου γραπτού και κανονιστικού. Ως κανονιστικό, ορίζεται το Σύνταγμα, το οποίο λειτουργεί σαν «θεμέλιος λίθος» όλης της έννομης τάξης, ρυθμίζοντας, μεταξύ άλλων, και την πολιτική διαδικασία, με διατάξεις επιτακτικού-δεσμευτικού χαρακτήρα, οι οποίες ωστόσο, συνήθως διατυπώνονται αφαιρετικά και ελλειπτικά. Αυτός ακριβώς ο αόριστος πολλές φορές τρόπος διατύπωσης ορισμένων διατάξεων εκκινεί το όλο ζήτημα της ερμηνείας του Συντάγματος, αφήνοντας περιθώρια -άλλοτε στενότερα κι άλλοτε ευρύτερα- στον κοινό νομοθέτη να προσαρμόσει το κείμενο στις εκάστοτε ισχύουσες ιστορικές και κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.
Καθώς, όμως, πρόκειται για τον ανώτατο νόμο του κράτους, η ερμηνεία του Συντάγματος αποκτά ζωτική σημασία για όλη την έννομη τάξη, αλλά και για τον ίδιο το χαρακτήρα του πολιτεύματος. Για αυτόν τον λόγο, στη διάρκεια των αιώνων αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες και ερμηνευτικές μέθοδοι, οι οποίες οριοθετούν και προσδιορίζουν την εξουσία του κοινού νομοθέτη στη διαμόρφωση της συνταγματικής πραγματικότητας, της πρακτικής δηλαδή εφαρμογής των συνταγματικών διατάξεων από τα αρμόδια κρατικά όργανα. Για όσους υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας συγκριτικά ορθότερης ερμηνείας, η συνταγματική αυτή πραγματικότητα θα πρέπει να αντιστοιχεί στο αληθινό νόημα του Συντάγματος, όπως αυτό διαμορφώνεται μέσω της συγκεκριμένης ερμηνείας. Η αντίθετη άποψη αρκείται στην ερμηνεία που κάνουν ή επιλέγουν τα αρμόδια κάθε φορά κρατικά όργανα, υποβαθμίζοντας, όμως, έτσι, την κανονιστική ποιότητα του Συντάγματος.
Σε κάθε περίπτωση, η ερμηνεία που κρίνεται ορθότερη δεν είναι και δεν μπορεί να είναι διαχρονικά σταθερή, λόγω της συνεχούς μεταβολής της κοινωνικών συνθηκών και των θεσμών στη διάρκεια του χρόνου. Αυτή η ρευστή κοινωνική πραγματικότητα οδήγησε τη νομική επιστήμη στη δημιουργία μια συνταγματικής θεωρίας, η οποία αποτελεί τη σταθερή αφετηρία και τελικά, το καθοριστικό κριτήριο ερμηνείας του Συντάγματος. Ένα δεύτερο σημαντικό κριτήριο για την επιλογή της ορθότερης ερμηνείας, είναι η συναίνεση. Προκρίνεται, δηλαδή, η ερμηνευτική εκδοχή που χαίρει της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης. Σε αυτό το σημείο, αναπτύχθηκαν και οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται από τους ερμηνευτές του δικαίου, με σημαντικότερες τη γραμματική και την τελεολογική.
Η πρώτη εστιάζει στο «γράμμα» του νόμου, στη διατύπωση και στους όρους δηλαδή που χρησιμοποιεί η συνταγματική διάταξη. Αν πρόκειται για νομικούς όρους, προτιμάται η ερμηνεία, στην οποία συναινούν οι περισσότεροι νομικοί, ενώ, αν πρόκειται για εμπειρικές έννοιες, τότε εξετάζεται η ευρύτερη δυνατή συναίνεση της κοινωνίας. Η τελεολογική ερμηνεία προσπαθεί να εντοπίσει το ρυθμιστικό σκοπό της εκάστοτε ερμηνευόμενης διάταξης, βάσει της λειτουργίας που αυτή επιτελεί μέσα στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, χωρίς να ενδιαφέρουν οι όποιες υποκειμενικές προθέσεις του συντακτικού νομοθέτη.
Θα πρέπει, βέβαια, να τονιστεί πως η σημερινή πραγματικότητα συνδιαμορφώνεται και επηρεάζεται από τη διεθνή και ευρωπαϊκή έννομη τάξη, με τον Έλληνα νομοθέτη να καλείται να εναρμονίσει το κείμενο του Συντάγματος με τα όσα προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, στις οποίες έχει προσχωρήσει η χώρα, αλλά και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ε.Ε. (άρθρο 28 Συντάγματος). Αυτό, όμως, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση πως το υπερεθνικό δίκαιο μπορεί να επικαλύψει ή πολύ περισσότερο να υποκαταστήσει το εθνικό, αφού η αρμοδιότητα της Ε.Ε. είναι δοτή, επικουρική και αναλογική, άρα περιορισμένη (άρθρο 4§1 και άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ε.Ε.).
Ειδικότερα σε ό, τι αφορά το ελληνικό Σύνταγμα, αυτό κατατάσσεται στα σχετικώς αυστηρά, υπό την έννοια πως προβλέπει ειδικές και απαιτητικές προϋποθέσεις για την αναθεώρησή του, καθώς και έναν «σκληρό πυρήνα» διατάξεων που δεν επιτρέπεται να αναθεωρηθούν. Με αυτά τα χαρακτηριστικά, ο ερμηνευτής καλείται να αντιμετωπίζει καταρχήν όλες τις συνταγματικές διατάξεις ως έχουσες κανονιστικό περιεχόμενο, δηλαδή ως γενικά δεσμευτικούς κανόνες («αρχή του κανονιστικού Συντάγματος», άρθρο 1 παράγραφος 3 του Συντάγματος). Ακόμη, προβλέπεται μια σειρά θεμελιωδών συνταγματικών αρχών (άρθρα 1§1, 25§1α΄, 26 Συντάγματος), οι οποίες μπορούν να χρησιμεύσουν ως κριτήριο ερμηνείας των λοιπών ειδικότερων διατάξεων, αλλά και να περιορίσουν τα περιθώρια επιλογής του κοινού νομοθέτη κατά την ερμηνεία κάποιας διάταξης.
Κατά τα λοιπά, όλες οι συνταγματικές διατάξεις έχουν την ίδια ποιοτική ισχύ. Έτσι, ακόμη κι αν υπάρχει αντίθεση μεταξύ μιας θεμελιώδους συνταγματικής αρχής και μιας ειδικότερης διάταξης, η τελευταία θα ερμηνευθεί στενά, χωρίς, όμως, να πάψει να ισχύει. Το ίδιο συμβαίνει και με το ενωσιακό και διεθνές δίκαιο. Εάν ένα άρθρο του Συντάγματος αντιτίθεται για παράδειγμα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τότε ο αναθεωρητικός νομοθέτης θα πρέπει να παρέμβει, προκειμένου να εναρμονίσει τις αντικρουόμενες διατάξεις, χωρίς, βέβαια, η εθνική διάταξη να καθίσταται ποτέ αυτομάτως ανίσχυρη. Ομοίως, αν υπάρχουν άρθρα που αλληλοεπικαλύπτονται μέσα στο ίδιο το κείμενο του Συντάγματος, τότε πάλι ο ερμηνευτής του δικαίου καλείται να τα εναρμονίσει, διατηρώντας την ισχύ και των δύο διατάξεων.
Συμπερασματικά, κράτος δικαίου θεωρείται μόνο το συνταγματικό κράτος, το κράτος δηλαδή που διαθέτει κανονιστικό Σύνταγμα. Επομένως, σκοπός του συντακτικού νομοθέτη είναι η θεμελίωση ενός συνταγματικού κράτους, με τη θέσπιση ενός κανονιστικού Συντάγματος μέσα από αντιπροσωπευτικές, δημοκρατικές διαδικασίες, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 110 του Συντάγματος, προσδίδοντας στο τελευταίο και δημοκρατικό χαρακτήρα. Έτσι, οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία και στην κοινωνία δεν πρέπει ποτέ να παραβιάζουν το γενικό πλαίσιο της κρατικής δραστηριότητας, όπως ακριβώς αυτή καθορίζεται από το Σύνταγμα. Ειδάλλως, προβλέπονται διάφορες εγγυήσεις τήρησης του Συντάγματος, με σημαντικότερη από αυτές, το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2014