Της Αλεξάνδρας Μαρκεζίνη,
Πρόσφατα πήγα στο κομμωτήριο και, καθώς περίμενα τη σειρά μου, μπήκε μια μητέρα με ένα παιδί και έκατσαν δίπλα μου. Η γυναίκα είπε στο παιδί «κάτσε εδώ και μη κουνηθείς μέχρι να τελειώσουμε». Έτσι και έγινε. Μέχρι να φύγω, το παιδί δεν είχε μιλήσει, δεν είχε σηκωθεί. Παρέμενε καθισμένο σαν αγαλματάκι. Ταυτόχρονα, σε όλη τη διάρκεια, οι υπάλληλοι του κομμωτηρίου έδιναν συγχαρητήρια στη μάνα που έμαθε στο παιδί της να είναι ήσυχο και επαινούσαν το παιδί που δεν ενοχλούσε. Εκ πρώτης όψεως, η εικόνα ενός ήσυχου παιδιού πρέπει να είναι η χαρά κάθε γονέα. Τι πιο ιδανικό από ένα παιδί που δεν σε «ενοχλεί» κάθε λίγο και λιγάκι, που δεν σκουντάει, που δεν τρέχει, που δεν φωνάζει, που δεν γκρινιάζει;
Μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, δημιουργεί ορισμένους προβληματισμούς ως προς την «ιδανική» αυτή ηρεμία. Τα παιδιά είναι παιδιά, που σημαίνει ότι πρόκειται για μια «αστείρευτη πηγή» ενέργειας, την οποία κάπως πρέπει να διοχετεύσουν. Έτσι, την εκτονώνουν σωματικά τρέχοντας, χοροπηδώντας… Ταυτόχρονα, όμως, αποτελούν και μια πολυποίκιλη πηγή συναισθημάτων, τα οποία, λόγω του τρυφερού της ηλικίας τους, δεν ξέρουν πώς να τα διαχειριστούν.
Η απαίτηση ησυχίας ισοδυναμεί με απαίτηση «αποσιώπησης» του συναισθήματος. Για παράδειγμα, όταν το παιδί τρέχει μέσα στο σπίτι μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας τρόπος να τραβήξει την προσοχή του γονέα, με στόχο να ασχοληθεί μαζί του. Άρα, αυτή η συμπεριφορά θα μπορούσε να εκληφθεί ως ανάγκη για ενδιαφέρον και στοργή. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, η ελλιπής επεξεργασία κι ερμηνεία της συμπεριφοράς του παιδιού, θα μπορούσε να οδηγήσει τον γονιό στο να πει τη χαρακτηριστική ατάκα «κάτσε ήσυχα», ακυρώνοντας την ανάγκη για αποδοχή. Σε ένα επόμενο βήμα, η επιβράβευση του συναισθήματος, που «τέθηκε σε σίγαση», επιφέρει και την καταπίεσή του. Με άλλα λόγια, στο πλαίσιο της τελειότητας που προβάλλουν οι γονείς στα παιδιά, η παιδικότητά τους χάνεται, προσπαθώντας να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά των μεγάλων.
Έτσι, αυτό το ήσυχο παιδί μεγαλώνει ήσυχα, σιγανά, ήρεμα και γίνεται ένας εξίσου ήσυχος ενήλικας που δεν έχει μάθει ή μάλλον που φοβάται να εκφραστεί, γιατί του έμαθαν κάποτε ότι αυτό είναι ενοχλητικό. Και γίνεται ένας ενήλικας που είναι αποστασιοποιημένος συναισθηματικά, που δεν τολμάει να νιώσει από φόβο να μην τον εκδηλώσει. Και γίνεται ένας ενήλικας που επιζητά διαρκώς την αποδοχή και την τρυφερότητα που δεν του έδωσαν κάποτε. Και γίνεται ένας ενήλικας που αμφιβάλλει διαρκώς για τον εαυτό του. Και γίνεται ένας ενήλικας που, πιθανώς, θα κρίνει τους —όχι τόσο ήσυχους— άλλους… Και γίνεται ένα μεγάλο παιδί που φοβάται να μιλήσει!
Η συναισθηματική «καταπίεση» που μπορεί να βιώσει ένα παιδί από τους γονείς του μπορεί να επέλθει με διάφορους τρόπους. Από τη διαρκή ενασχόληση του γονέα με την εργασία του ή με το κινητό έως και απλές φράσεις όπως «μην κλαις», «δεν πιστεύω να σε φόβισε αυτό». Πολλές φορές η προσπάθεια των μεγάλων να «μειώσουν» το συναίσθημα, υποτιμώντας το ή εκδηλώνοντας δυσφορία προς αυτό, δημιουργεί στρες στα παιδιά και καθιστά δύσκολη τη διαχείριση, κυρίως των αρνητικών συναισθημάτων τους.
Προφανώς, γίνεται κατανοητό ότι μετά από μια κουραστική μέρα στη δουλειά, κάθε εργαζόμενος γονέας θα ήθελε λίγες στιγμές χαλάρωσης. Ο τρόπος, όμως, που το ζητούν από τα παιδιά διαδραματίζει καίριο ρόλο στην ψυχοσύνθεσή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, ένα παιδί μεγαλώνοντας χρειάζεται τη συνεχή υποστήριξη και ενθάρρυνση της οικογένειας, με σκοπό να αποκτήσει αυτοπεποίθηση και δυναμικότητα στην ενήλικη ζωή του!