Της Μαρίας Σαράφη,
Σήμερα, όλοι γνωρίζουμε ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας διαγράφεται με «ιλιγγιώδεις» ρυθμούς, αξιοποιώντας καθημερινά τα επιτεύγματά της. Συνεχώς, αυξάνεται η ανάγκη ένταξης ηλεκτρονικών συσκευών στην καθημερινότητά μας, ενώ παράλληλα όλο και περισσότεροι είναι οι χρήστες των social media. Ένας νέος κόσμος, ο κόσμος της οθόνης, έχει «εγκατασταθεί» με επιτυχία. Χιλιάδες σχόλια δημοσιεύονται, με σκοπό να κριτικάρουν, επιβραβεύοντας ή ακόμα και εξυβρίζοντας. Χιλιάδες άνθρωποι εκμεταλλεύονται την ασφάλεια που τους προσφέρει η απρόσωπη χρήση των μέσων, με σκοπό να «σημαδέψουν» κάποιον. Η νοοτροπία αυτή, που ανέκαθεν παρατηρούνταν και στον κόσμο «έξω από την οθόνη», φαίνεται πως, πλέον, έχει ενταχθεί και έχει καθιερωθεί ως φυσιολογική, κυρίως στις μικρότερες ηλικίες. Μια τέτοια νοοτροπία θα μπορούσε, άραγε, να συμβάλλει στην εξέλιξη μιας άλλης κοινωνίας, μιας κοινωνίας πολύ διαφορετικής: «της κοινωνίας των σημαδεμένων»;
ΤΜΗΜΑ Δ-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ-ΑΡΘΡΟ 65-Το δέρμα του είναι γυαλιστερό κάτω από τον ήλιο. Γυαλιστερό, σκληρό και γλοιώδες. Κοντά στην ουρά είναι τόσο λεπτό όσο το μικρό δάχτυλο του ποδιού μου, ενώ κοντά στο κεφάλι είναι χοντρό και καμία σχέση δεν έχει με το δικό μου κεφάλι. Δηλαδή, έχει δυο στρόγγυλα μάτια, δυο μεμβράνες σαν αυτιά, δυο τρύπες σαν ρουθούνια και ένα στόμα με μια γλώσσα, αλλά καθόλου δε μοιάζει με το δικό μου κεφάλι. Δεν έχει τα χείλη μου, ούτε τις βλεφαρίδες ή τα μαλλιά μου, παρά μια γλώσσα κομμένη στην άκρη, χωρισμένη σε δυο μικρότερες ανατριχιαστικές καταλήξεις. Και αυτοί οι δύο κοφτεροί κυνόδοντες πόσες φορές ακόμη θα μου τρυπήσουν τη σάρκα και θα αφήσουν το αίμα μου να καλύψει το κενό; Γιατί δεν το αφήνουν να κυλήσει και σαν χείμαρρος να βγει από τις φλέβες μου και να χυθεί παντού, να καλύψει κάθε επιφάνεια, κάθε άκρη αυτού του φιδιού, κάθε πράξη παράνομη και κάθε προδοσία; Αν μια σταγόνα μου μονάχα έβγαινε και τράβαγε και τις άλλες…
Τι φρίκη να κυκλοφορώ στους ίδιους δρόμους και στις ίδιες γειτονιές, κρατώντας αυτή τη λεπτή ασημένια αλυσίδα. Τι φρίκη να μας ενώνει ένας τόσο λεπτός, αλλά, ταυτόχρονα, τόσο δυνατός δεσμός, εμένα και ένα φίδι. Ένα μαύρο, μη δηλητηριώδες, αλλά εξίσου επικίνδυνο φίδι, το οποίο αποτελεί το μέσο διάκρισής μου από όλες τις υπόλοιπες στη κοινωνία. Όλες εκείνες τις σεμνές, σωστές και πιστές γυναίκες που κανένας δεν θα στραβοκοιτάξει, κανένας δεν θα φτύσει, κανένας δεν θα αμφισβητήσει την αξία τους. Το μαύρο στίγμα μου, ένα φίδι για κατοικίδιο. Ένα φίδι, για να βγάζω βόλτα κάθε ημέρα. Ένα φίδι που αν πεθάνει και δεν το δηλώσω ή αν το σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια, μου στερείται το δικαίωμα της ψήφου.
Μου στερείται η έκφραση της γνώμης, η ιδιότητά μου ως μέλος του συνόλου, ως πολίτης. Εμένα και όλων εκείνων των αντρών και των γυναικών που πρόδωσαν τον γάμο τους και αμάρτησαν, που γεύτηκαν το κατά κόκκινο μήλο του διαβόλου, που στάθηκαν ανάξιοι μπροστά στην αιώνια αγάπη που είχαν ορκιστεί να διατηρήσουν. Ένα φίδι για τιμωρία λοιπόν. Ένας νόμος για ένα φίδι για τιμωρία. Ένα φίδι για εμάς τα ερπετά. Έτσι μας φωνάζουν πλέον, άλλοτε από μέσα τους, άλλοτε από έξω τους. Δεν νομίζω πως τους νοιάζει το πώς θα το προφέρουν ή με ποιόν τόνο ή με πόσο μίσος. Απλά το λένε. Απλά ανοίγουν ελαφρώς τα χείλη τους και εκεί που νομίζεις πως επιθυμούν να γεμίσουν ή να αδειάσουν τα πνευμόνια τους, απλά το λένε. Και το λένε σαν να σε βρίζουν, δίχως να ξέρουν τον λόγο. Δίχως να ξέρουν αν όντως σου αξίζει.
Σχεδόν κανένας μας δεν προχωράει είναι η αλήθεια. Μένουμε στάσιμοι σαν τα θεμέλια των σπιτιών μας, μόνο που εμείς «σαπίζουμε». Όχι μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά σαν παλιές αποθήκες γεμάτες κατσαρίδες και ποντίκια ή σαν το κατά κόκκινο δαγκωμένο μήλο γεμάτο σκουλήκια που τρώνε τον γλυκό καρπό. Δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από ένα σάπιο μήλο, που κάποτε είχε δαγκωθεί και, έπειτα, πετάχτηκε στο έδαφος. Δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από αυτό, μέχρι να καταλάβουμε ότι, ίσως, και αυτό μας αρκεί. Κοντά στο έδαφος μπορεί κανείς να ριζώσει, μπορεί να τραφεί και να δροσιστεί. Μπορεί να συρθεί, όπως το μαύρο φίδι, και να κρυφτεί ή να στηριχτεί και κάποια στιγμή να ξανασηκωθεί. Έτσι και έκανα. Σηκώθηκα και ξεκίνησα να μαθαίνω να περπατάω από την αρχή. Έβαζα το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, προσέχοντας να μην πατήσω τη λεπτή μαύρη ουρά, και σήκωνα το κεφάλι, ευθυγραμμίζοντας τα μάτια μου με τον ορίζοντα. Εκεί έβλεπα το μετά. Ένα διαφορετικό μετά, ένα μετά, χωρίς μαύρα φίδια, ένα μετά όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για εμάς τα «ερπετά».