Της Ιωάννας Μέγα,
Τα ψυχικά τραύματα αποτελούν μια «μάστιγα» για την εποχή μας, καθώς, ως γνωστόν, το ποσοστό των ανθρώπων που βιώνουν ή εκτίθενται σε τραυματικά γεγονότα αυξάνεται. Τρανταχτά παραδείγματα τραυματικών γεγονότων μπορούν να θεωρηθούν ένα ατύχημα, μια φυσική καταστροφή, οι πολεμικές συγκρούσεις κ.ά. Παρόλα αυτά, ακόμα και στην καθημερινή μας ζωή, είναι πιθανό να βιώνουμε τραυματικές εμπειρίες σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη τραυμάτων. Πιο συγκεκριμένα, ένα τραύμα μπορεί να προκληθεί είτε από σωματική βία είτε από σεξουαλική βία, είτε ως απόρροια της κακοποίησης κ.ο.κ. Επιστημονικές μελέτες έχουν ερευνήσει τους πιθανούς επιγενετικούς μηχανισμούς για να εξηγήσουν πώς μια περιβαλλοντική έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκή αλλαγή στη λειτουργία του DNA, που μετέπειτα μπορεί να κληρονομηθεί και στις μετέπειτα γενιές.
Μια ματιά στο παρελθόν…
Η έννοια του τραύματος μεταξύ των γενεών εισήχθη στη βιβλιογραφία μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι απόγονοι των επιζώντων του Ολοκαυτώματος παρουσίαζαν σοβαρή ψυχιατρική συμπτωματολογία. Παρόμοιοι τύποι συμπτωμάτων περιγράφηκαν αργότερα στα παιδιά βετεράνων του Βιετνάμ, ένα φαινόμενο που ονομάστηκε «δευτερογενής τραυματισμός». Εκείνη την εποχή, λόγω έλλειψης γνώσεων σχετικά με τους βιολογικούς μηχανισμούς, οι επιστήμονες θεωρούσαν πως οι επιζώντες τραύματος εξωτερίκευαν τα μετατραυματικά συμπτώματά τους μέσω των μη λεκτικών συμπεριφορών τους και των ασυνείδητων αναπαραστάσεων φόβου και θλίψης, με αποτέλεσμα οι απόγονοι να γίνουν δέκτες αυτών των ανεπιθύμητων και ανησυχητικών εμπειριών του γονέα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησαν έρευνες, με στόχο την εύρεση των βιολογικών συσχετίσεων των επιπτώσεων των τραυμάτων μεταξύ των γενεών. Από τότε μέχρι σήμερα η πρόοδος στη μοριακή βιολογία, συμπεριλαμβανομένης της κατανόησης των αλληλεπιδράσεων γονιδίου-περιβάλλοντος και της συμβολής των αλλαγών που προκαλούνται από το περιβάλλον στην επιγενετική ρύθμιση των γονιδίων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επιστήμη, θέτοντας τις βάσεις για μετέπειτα μελλοντικές μοριακές μελέτες.
Πώς, όμως, οι εμπειρίες της ζωής μας μπορούν να τροποποιήσουν τον εγκέφαλό μας, αλλά και τα γεννητικά μας κύτταρα;
Οι τραυματικές εμπειρίες μπορεί να έχουν πολλαπλές επιπτώσεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η σοβαρότητα των επιπτώσεων, βέβαια, εξαρτάται και από το είδος και τη διάρκεια του τραύματος, καθώς, επίσης, και από την ηλικία κατά την οποία το τραύμα προκλήθηκε. Οι επιστήμονες, ύστερα από μελέτες, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ένα τραύμα μπορεί να αφήσει ένα «χημικό σημάδι» στα γονίδια ενός ατόμου και, κατ’ επέκταση, στα γεννητικά του κύτταρα, το οποίο στη συνέχεια μπορεί να μεταβιβαστεί στις επόμενες γενιές. Το «χημικό αυτό σημάδι» δεν συνεπάγεται με κάποια μετάλλαξη στα γονίδια, αλλά με αλλαγή στον μηχανισμό της έκφρασης των γονιδίων, τον τρόπο, δηλαδή, κατά τον οποίο το γονίδιο μετατρέπεται σε λειτουργικές πρωτεΐνες. Η αλλαγή, λοιπόν, αυτή δεν είναι γενετική, αλλά οφείλεται στην επιγενετική.
Τι είναι, όμως, η επιγενετική;
Σε αντίθεση με τις περισσότερες κληρονομικές παθήσεις, η μεταφορά μιας τραυματικής εμπειρίας στην επόμενη γενιά έχει διαπιστωθεί πως δεν προκαλείται από μεταλλάξεις στον ίδιο τον γενετικό κώδικα. Αντίθετα, οι ερευνητές μελέτησαν έναν πολύ πιο σκοτεινό τύπο κληρονομικότητας, που ονομάζεται επιγενετική. Η επιγενετική κληρονομικότητα αποτελεί μια μορφή μετάδοσης επίκτητων χαρακτηριστικών. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρεται σε ένα σύνολο δυνητικά κληρονομήσιμων αλλαγών στο γονιδίωμα που μπορούν να προκληθούν από περιβαλλοντικά γεγονότα. Αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν τη λειτουργία του γονιδιωματικού DNA, τις σχετιζόμενες με αυτό πρωτεΐνες ιστόνης και τα μη κωδικοποιητικά RNA, που συλλογικά αναφέρονται ως χρωματίνη, αλλά δεν συνεπάγονται με αλλαγή της αλληλουχίας του DNA. Από τους πολλούς πιθανούς μηχανισμούς επιγενετικής ρύθμισης που έχουν περιγραφεί, η μεθυλίωση του DNA στη θέση της κυτοσίνης, μια διαδικασία που να αναλυθεί περαιτέρω μετέπειτα, έχει μελετηθεί καλύτερα στο γονιδίωμα των θηλαστικών.
Τι είναι η μεθυλίωση του DNA;
Η μεθυλίωση του DNA είναι μία διαδικασία που αφορά την προσθήκη ή την αφαίρεση μικρών «χημικών ομάδων» από το DNA μας ως απόκριση σε αλλαγές του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε. Υπάρχουν και άλλα γνωστά είδη επιγενετικών μηχανισμών που είναι ακόμη ελάχιστα μελετημένα σε σχέση με τη διαδικασία της μεθυλίωσης που είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη.
Συμπερασματικά, η ιδέα ότι κουβαλάμε κάποιο βιολογικό ίχνος του πόνου των προγόνων μας έχει έντονο ενδιαφέρον. Προς το παρόν, η έρευνα στην επιγενετική υπολείπεται στο να αποδείξει με συνέπεια το γεγονός πως οι τραυματικές εμπειρίες των γονέων μπορούν να μεταβιβαστούν στους απογόνους. Παρόλα αυτά, ποικίλες επιστημονικές μελέτες έχουν ερευνήσει τους πιθανούς επιγενετικούς μηχανισμούς για να εξηγήσουν πώς μια περιβαλλοντική έκθεση μπορεί να οδηγήσει σε μια διαρκή αλλαγή στη λειτουργία του DNA που μπορεί να περάσει στις μελλοντικές γενιές. Περαιτέρω μελέτες και πειράματα απαιτούνται με σκοπό να κατανοηθεί σε βάθος η επιγενετική κληρονομικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- How trauma’s effects can pass from generation to generation, Nature. Διαθέσιμο εδώ
- Intergenerational transmission of trauma effects: putative role of epigenetic mechanisms, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Can We Really Inherit Trauma?, The New York Times. Διαθέσιμο εδώ
- Can the legacy of trauma be passed down the generations ?, BBC. Διαθέσιμο εδώ