Της Χριστίνας Κοντόγιωργα,
O Πολιτισμός φαίνεται να εδραιώνεται σαν λέξη περίπου τον 18ο αιώνα. Αναγνωρίζεται ως καθρέπτης της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας, όντας ο ίδιος η ταυτότητα ενός κοινωνικού συνόλου, και προσφέρεται, αψηφώντας διεθνικά και διακρατικά σύνορα. Η ύπαρξη της έννοιας της εξουσίας και του κράτους συμπορεύονται με αυτή του πολιτισμού κι ο δεσμός τους είναι εξίσου δυνατός για αιώνες. Τα κράτη δίνουν βαρύτητα στη διαφύλαξη και την προβολή του πολιτισμού τους, ενώ συχνά εκείνος έχει αποτελέσει τόσο το μήλο της έριδος σε διακρατικές διενέξεις όσο και ειρηνευτικό τους μέσο, με πρόσχημα την αδιαμφισβήτητη αξία του.
Η απόλαυση του ιερού πολιτισμικού αγαθού είναι συνώνυμη της ενότητας εντός της ανθρωπότητας κι είναι η κατευθυντήριος γραμμή για την πεμπτουσία της πνευματικής και ψυχικής καλλιέργειας κι ευεξίας. Η πρόσβαση στον πολιτισμό είναι ένα από τα απαραβίαστα δικαιώματα του ανθρώπου. Πλέον, σ’ αυτόν στηρίζεται σημαντικό μέρος της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών, καθώς κι επενδύσεων μεταξύ των κρατών που αφορούν έργα πολιτιστικής υποδομής. Το Μουσείο είναι από τους πλέον κύριους εκπροσώπους του πολιτισμού και, σε αντίθεση με το καθεστώς του παρελθόντος, πλέον ακολουθεί πολιτική καθολικής πρόσβασης.
Το Μουσείο δεν φιλοξενεί μόνο σπουδαία έργα τέχνης, αλλά αποτελεί, ταυτόχρονα, σημαντικό κέντρο μελέτης και έρευνας. Πλέον, έχει αποτελέσει σημαντικό κομμάτι τίτλου σπουδών μέσα από τμήματα Μουσειολογείας ή Συντήρησης Έργων Τέχνης, ενώ η συνεισφορά του ως συμπληρωματική εκπαίδευση παράλληλα με τον θεσμό του σχολείου μέσα από εκδρομές και προγράμματα μουσειακής αγωγής είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη.
Μέσα στην πάροδο της ιστορίας, η φυσιογνωμία του μουσειακού θεσμού ήρθε αντιμέτωπη με ριζικές εξελίξεις όσον αφορά την προσφορά του. Κατά την αρχαιότητα, η έννοια του Μουσείου διαφοροποιείται αισθητά από τη σημερινή. Θεωρούταν ο χώρος που αφιερώθηκε στις Μούσες, πράγμα που δικαιολογεί την ετυμολογία της λέξης του. Υπήρξε ο ναός κι ο χώρος που τις προστάτευε, καθώς και χώρος αφιερωμένος σε συζητήσεις γύρω από τη Φιλοσοφία και την Επιστήμη κι όχι μέρος όπου μπορούσε κανείς να συναντήσει έργα τέχνης. Η Πινακοθήκη ήταν εκείνη που υπηρετούσε τα χρόνια εκείνα την Τέχνη, κατά κανόνα μέσα από τη ζωγραφική απεικόνιση. Τα μετέπειτα μεσαιωνικά χρόνια, αντικείμενα υψίστης αξίας βρίσκονταν φυλασσόμενα στο εσωτερικό εκκλησιαστικών και μοναστηριακών χώρων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος πολύτιμων αγαθών που βρίσκεται υπό την κατοχή της Δύσης στηρίζεται στις Σταυροφορίες.
Τα πρώτα σημάδια της συνεισφοράς του Μουσείου ως χώρου προαγωγής της γνώσης και του πολιτισμού, όπως προκύπτει από τη μελέτη του Αντώνη Αγγελή και το άρθρο του στο «Ανθρωπολογία και Μουσεία», συναντώνται στο «Μουσείον» των Πτολεμαίων στην Αλεξάνδρεια κι υπήρξε ρητά συνυφασμένο με την κρατική εξουσία, ενώ αυτοσκοπός του ήταν της αίγλης της δυναστείας των Πτολεμαίων απευθυνόμενο σε έναν εξαιρετικά κλειστό κύκλο διανοουμένων. Στην ίδια ιδιοσυγκρασία της υπεροχής, κατά τον 15ο αιώνα, ιδρύεται από τον Cosimo de Medici το Παλάτι των Μεδίκων, ως πρότυπο για την αναγεννησιακή περίοδο. Σημειωτέον πως αυτή η ελιτίστικη αίσθηση της ιδιωτικότητας στα ονομαζόμενα τότε «cabinet of curiosities» έδινε στο περιεχόμενο των μουσείων την εικόνα των μικρών θησαυρών, αποτελούμενοι από αξιοπερίεργα κι αδιανόητα πολύτιμα έργα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο «ανήκαν» σε λίγες κι εκλεκτές προσωπικότητες.
Η Αναγέννηση αποτελεί το ορόσημο που σηματοδοτεί την απαρχή της έννοιας του Μουσείου, που συναντάται με κάποιες διαφοροποιήσεις στη σύγχρονη εποχή. Πλέον, τα έργα τέχνης φιλοξενούνται σταδιακά εντός του μουσείου, ωστόσο, είναι προσβάσιμα μονάχα για την Ελίτ, ήτοι για τους ευγενείς και τα ιθύνοντα πρόσωπα της Εκκλησίας, συνθήκη που συντέλεσε στην ανάδυση των κοινωνικών φαινομένων του διαχωρισμού, της διάκρισης και της περιθωριοποίησης κοινωνικών στρωμάτων, που για δεκαετίες βίωσαν τον στιγματισμό και την υποτίμηση από τον ίδιο κόσμο που έφερε την ευθύνη της περιθωριοποίησής τους αυτής.
Σε καμία, επομένως, περίπτωση δεν θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το Μουσείο των χρόνων εκείνων ως το αγαθό, μέσω του οποίου αναδύθηκε το πολιτισμικό στοιχείο ως άξονας πνευματικής καλλιέργειας του κοινωνικού συνόλου και συνοχής. Καθίσταται σαφής η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από την προσπάθεια για γνώση της πραγματικότητας και του απτού κόσμου, κατά την αναδυόμενη νοοτροπία της ορθολογικής κοσμολογικής αντίληψης κι ερμηνείας.
Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το 1789, έγιναν τα μουσεία προσιτά στο κοινό. Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές της εποχής εκείνης εισάγουν το στοιχείο αυτό στον κόσμο του μουσείου, ο οποίος πλέον αποκτά χαρακτήρα φύλακα της εθνικής κληρονομικής ταυτότητας. Η εθνική κληρονομιά δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων, αλλά των πολλών. Η αντικειμενική αναπαράσταση του «πραγματικού» δίνει στο μουσείο το στοιχείο της επιστήμης και γεννάται η εποχή που δίνει εκπαιδευτικό ρόλο.
Πρόκειται, πλέον, για το πολιτιστικό εκείνο ίδρυμα, ευρισκόμενο στην υπηρεσία της κοινωνίας, που φέρει την ευθύνη της προσφοράς στο κοινό της Ιστορίας των δημιουργημάτων ανά τους αιώνες. Το τρίτο άρθρο που απαντάται στο καταστατικό του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων περιγράφει το Μουσείο ως «ένα μη κερδοσκοπικό μόνιμο ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της εξέλιξής της, ανοιχτό στο κοινό, που αποκτά, διατηρεί, ερευνά, επικοινωνεί και εκθέτει για σκοπούς μελέτης, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας υλικό–μαρτυρία του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νάκου, Ε. (2009). Μουσεία, Ιστορίες & Ιστορία. Αθήνα: Νήσος.
- Αντώνης Αγγελής «Πώς εξελίχθηκαν τα Μουσεία ανά τους Αιώνες», Φεβρουάριος 2008.