Του Γιώργου Τσίλλα,
Μετά τον θάνατο του Κεμάλ (1938) και την ανάληψη της Προεδρίας από τον Ισμέτ Ινονού, η τουρκική εξωτερική πολιτική άρχισε να εμφανίζει καιροσκοπικές τάσεις απέναντι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε το σταδιακό τέλος της σταθερής και φιλικής περιόδου των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Τουρκία παρέμεινε ουδέτερη, και δεν παρείχε κανενός είδους υποστήριξη στην απειλούμενη Ελλάδα, παρά τις υπογραφείσες συμφωνίες. Η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα λόγω της κατοχής, λαμβάνοντας μέτρα καταπίεσης της ελληνικής μειονότητας, όπως καταναγκαστικά έργα και σημαντικούς φόρους. Επίσης, πολύ σημαντική εξέλιξη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ήταν η εχθρική προς τα ελληνικά συμφέροντα κίνηση των Συμμάχων, οι οποίοι προσέφεραν υπέρμετρα εδαφικά ανταλλάγματα για τη συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο, όπου συμπεριλαμβάνονταν και ελληνικά εδάφη, όπως τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα και η Κύπρος.
Αν και οι Έλληνες της Πόλης δέχτηκαν μεγάλη καταπίεση όπως θα αναλυθεί παρακάτω, δεν είναι θεμιτό το να λησμονηθεί η ανθρωπιστική βοήθεια που απέστειλε το τουρκικό κράτος κατά την σημαντικότατη περίοδο της τριπλής κατοχής από τον Άξονα (Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία) όταν οι Έλληνες βίωσαν τον μεγάλο λιμό του χειμώνα 1941–1942. Ο διεθνής οργανισμός «Ερυθρά Ημισέληνος» νοίκιασε το πλοίο «Κουρτουλούς», το οποίο τη ζοφερή περίοδο της πείνας πραγματοποίησε ταξίδια στην Ελλάδα από την Τουρκία, μεταφέροντας τόνους τροφίμων. Η χρηματοδότηση αυτής της προσπάθειας έγινε εν πολλοίς από Έλληνες ομογενείς.
Τα σημαντικότερα προβλήματα όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά την περίοδο της Κατοχής τα έζησε η ελληνική μειονότητα. Συγκεκριμένα, η πρώτη εχθρική πράξη του Τουρκικού κράτους ήταν η μαζική επιστράτευση τον Ιούνιο του 1941 ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού ηλικίας 19-38 χρονών που κατοικούσε στην Κωνσταντινούπολη και ανήκε σε μη μουσουλμανικές μειονότητες. Οι στρατολογηθέντες στάλθηκαν στην Ανατολική Μικρά Ασία για να υπηρετήσουν στα τάγματα εργασίας και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη έναν χρόνο αργότερα. Η απομάκρυνσή τους το πιθανότερο είναι ότι έγινε για λόγους ασφάλειας της στρατηγικά ευαίσθητης περιοχής της Κωνσταντινούπολης και των Στενών. Σοβαρότερο πρόβλημα υπήρξε η επιβολή από το Τουρκικό κράτος τον Νοέμβριο του 1942 ενός ειδικού φόρου περιουσίας, του “varlik vergisi” που έμεινε γνωστός μεταξύ των Ελληνορθόδοξων της Πόλης ως το βαρλίκι. Ο στόχος αυτού του φόρου ήταν η αντιμετώπιση ορισμένων κερδοσκόπων που χάρη στον πόλεμο είχαν πλουτίσει από τη μαύρη αγορά. Ο φόρος δεν ήταν ο ίδιος για όλους τους Τούρκους πολίτες. Οι μη μουσουλμάνοι καλούνταν να καταβάλουν ποσά μέχρι και έντεκα φορές μεγαλύτερα από αυτά των μουσουλμάνων. Οι ντονμέδες, δηλαδή οι εξισλαμισμένοι Εβραίοι, κλήθηκαν να καταβάλουν ποσά διπλάσια από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους.
Τα ποσά ήταν τεράστια και όσοι δεν κατάφεραν να τα πληρώσουν, στέλνονταν σε στρατόπεδα εργασίας στο Ερζερούμ – Θεοδοσιούπολη (ανατολική Μικρά Ασία) στο οποίο τους χειμερινούς μήνες επικρατούσαν άσχημες κλιματολογικές συνθήκες, και οι περιουσίες τους δημεύονταν. Σκοπός τους εκεί ήταν ο καθαρισμός των χιονισμένων δρόμων. Όταν οι κλιματολογικές συνθήκες στο Ερζερούμ καλυτέρευσαν το καλοκαίρι του 1943, στάλθηκαν στην Αλμυρά Έρημο για την κατασκευή δρόμων εκεί. Το τουρκικό κράτος τον Δεκέμβριο του 1943 αποφάσισε να απολύσει όλους τους εκτοπισμένους για καταναγκαστική εργασία. Από αυτά τα στρατόπεδα εργασίας πέρασαν 2000 Έλληνες. Τον Μάρτιο του 1944 ο φόρος αυτός καταργήθηκε, όμως είχε τεράστια επίπτωση στις μειονότητες. Συγκεκριμένα, από τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν από αυτόν τον φόρο, το 53% αφορούσε και πληρώθηκε από τις μειονότητες. Υπάρχει μία εκτίμηση ότι οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης με ελληνική καταγωγή που ήταν το 0,5% του πληθυσμού της Τουρκίας, πλήρωσαν το 20% του συγκεκριμένου φόρου (βαρλίκι). Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση παραπονέθηκε στις τουρκικές αρχές αλλά δεν υπήρξε καμία ανταπόκριση.
Μετά το πέρας του δευτέρου παγκοσμίου οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις αναθερμαίνονται. Το 1947 συστήνεται η ειδική επιτροπή Ελληνοτουρκικής συνεργασίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γίνεται συζήτηση για ενισχυμένη συνεργασία σε διάφορους κλάδους όπως, οικονομία, παιδεία, εμπόριο και οι συζητήσεις εκτείνονται ακόμη και σε ζητήματα άμυνας-ασφάλειας. Μέσα σε αυτό το κλίμα ο Μεντερές (που εκλέχθηκε πρωθυπουργός το 1950) υποστηρίζει θερμά την προσέγγιση Ελλάδας και Τουρκίας λόγω και του αμερικανικού παράγοντα ο οποίος επιθυμούσε τις ομαλές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Η βελτίωση των Ελληνοτουρκικών σχέσεων παρατηρείται κι από τις επισκέψεις επίσημων προσώπων των κυβερνήσεων και των δυο πλευρών. Τον Φεβρουάριο του 1952 ο Σοφοκλής Βενιζέλος επισκέπτεται επισήμως την Τουρκία. Ο Μεντερές επισκέπτεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον Ιούνιο του 1952, επίσης τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου ο βασιλιάς Παύλος και η βασίλισσα Φρειδερίκη επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, σηματοδοτώντας την πρώτη επίσκεψη αρχηγού κράτους στην ιστορία των Ελληνοτουρκικών σχέσεων. Για πρώτη φορά επίσης τον Δεκέμβριο του 1952 επισκέπτεται την Ελλάδα ο πρόεδρος της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ.
Ένα άλλο κοινό σημείο της πολιτικής των δύο χωρών σε στρατηγικό επίπεδο είναι η επιδίωξή τους στην ένταξη τους στο ΝΑΤΟ. Τον Απρίλιο του 1949 ιδρύεται το ΝΑΤΟ (Βορειοατλαντικό Σύμφωνο). Η Τουρκία και η Ελλάδα απογοητεύονται από την μη ένταξή τους σε αυτόν τον διεθνή οργανισμό. Οι απόψεις των Αμερικανών και των Βρετανών ήταν ότι η συμμαχία δημιουργήθηκε για να προστατευτεί η δυτική Ευρώπη από πιθανή εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονταν στη Νότια Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή αντίστοιχα, άρα δεν ήταν επιθυμητοί από όλους τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Υπήρχε επίσης φόβος ότι η ενσωμάτωση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ θα παρέσυρε τους συμμάχους σε Μεσανατολικό πόλεμο που δεν είχαν συμφέροντα τα κράτη του συμφώνου (οι σκανδιναβικές χώρες είχαν αυτήν την άποψη).
Τον Ιούνιο του 1950 ξεσπά ο πόλεμος της Κορέας και τα δεδομένα αλλάζουν. Η ασφάλεια του δυτικού κόσμου απειλείται παγκοσμίως και όχι μόνο εντός της επικράτειας των κρατών που βρίσκονται στο ΝΑΤΟ. Δείχνοντας την ετοιμότητα να αμυνθούν και να προασπίσουν τον δυτικό σύστημα ασφάλειας, η Τουρκία και η Ελλάδα αποστέλλουν στρατιωτικά σώματα στην Κορέα. Το 1951 οι δύο χώρες προσκλήθηκαν να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ. Οι δύο χώρες αποδέχτηκαν την 18 Φεβρουαρίου του 1952 και τα μέλη του ΝΑΤΟ από 12 έγιναν 14. Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι η επιθυμία εισδοχής της Τουρκίας και της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ βοήθησε στη βελτίωση των διακρατικών τους σχέσεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συρίγος, Άγγελος (2022), Ελληνoτουρκικές σχέσεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη