Του Θεμιστοκλή Καγκέλη,
Όταν, το 1988, ο Donald Trump ρωτήθηκε στο πάνελ της Oprah Winfrey αν θα κατέβαινε ποτέ για Πρόεδρος, αυτός απάντησε «Μάλλον όχι, αλλά θα σου πω το εξής: το σίγουρο είναι ότι αν το έκανα, δε θα κατέβαινα για να χάσω. Ποτέ δεν έχω κάνει κάτι για να χάσω στο τέλος». Σήμερα, 36 χρόνια μετά, ο μεγιστάνας επιμένει σε αυτά τα λόγια, μιας και ενόψει των επικείμενων εκλογών στις Η.Π.Α. διεκδικεί ξανά το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων. Οι φιλοδοξίες του περί νίκης δεν του γεννήθηκαν όμως ξαφνικά. Αντιθέτως, χρειάστηκε μονάχα ένας άνθρωπος, μία σκοτεινή φιγούρα στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 70, ώστε να μετατραπεί ο Trump στην προσωπικότητα που είναι γνωστή σήμερα. Με βάση αυτό, όλα τα φώτα είναι στραμμένα σε έναν κορυφαίο και ανελέητο Δικηγόρο, ο οποίος ξεκινώντας από μία φτωχογειτονιά του Μπρονξ κατέληξε να έχει πελάτες τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής στη Νέα Υόρκη και να κινεί τα νήματα στον Λευκό Οίκο. Αυτός ο άνδρας ήταν ο Roy Cohn.
Κατ’ αρχάς, θα μεταφερθούμε στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν η εποχή, που ο κόσμος έτρεμε απέναντι στην ενδεχόμενη ανταλλαγή πυρηνικών με τους Σοβιετικούς, ενώ η Κυβέρνηση των Η.Π.Α. κήρυξε τον κομμουνισμό ως μία παγκόσμια απειλή και ως μία στάση ζωής που διέφθειρε την κοινωνία, και ως εκ τούτου προχώρησε σε έναν μεγάλο κύκλο συλλήψεων στοχεύοντας κατασκόπους της Σοβιετικής Ένωσης. Γι’ αυτή τη δουλειά, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επέλεξε ως υπεύθυνο τον, μόλις 23 ετών, Roy Cohn, ο οποίος -φρέσκος ακόμα από τη νομική- είχε κάνει καριέρα στο γραφείο του εισαγγελέα, ως ένας μάχιμος νέος με αξεπέραστες γνώσεις δικαίου.
Το αποκορύφωμα των διώξεων ήρθε με την καταδίκη του ζεύγους Rosenberg, που κατηγορήθηκαν ότι έδωσαν στους Σοβιετικούς τεχνολογικά σχέδια των Η.Π.Α., όπως αυτά της ατομικής βόμβας. Ο Cohn, που ηγούνταν της κατηγορίας, έδωσε μία ανελέητη δικαστική μάχη, και σε συνδυασμό με μία κρυφή συνεννόηση με τον Δικαστή, οδήγησε τους Rosenberg στην περιβόητη φυλακή «Σινγκ – Σινγκ» και αργότερα στην ηλεκτρική καρέκλα. Μετά τη δίκη, το όνομα του Roy Cohn αντηχούσε σε κάθε γωνιά των Η.Π.Α.. Ο λαός ξέσπασε με μαζικές κινητοποιήσεις και συλλαλητήρια, βαπτίζοντάς τον διεφθαρμένο και παρανοϊκό, αλλά όλα αυτά αποτελούσαν απλώς άσκοπο θόρυβο στα αυτιά του νεαρού νομικού.
Η καριέρα του Cohn ως «στρατηγού» του αντικομουνιστικού μετώπου συνεχίστηκε στο πλευρό του Γερουσιαστή McCarthy, ο οποίος δήλωνε ότι θα ξεσκέπαζε μέχρι και τον τελευταίο κομμουνιστή στην Κυβέρνηση των Η.Π.Α.. Την ίδια περίοδο, οι δυο τους έφτιαξαν μία επιτροπή και ξεκίνησαν με την ίδια μανία να κυνηγάνε και να δικάζουν ομοφυλόφιλους, συνδέοντάς τους με τον κομμουνισμό. Το σχέδιό τους άρχισε, ωστόσο, να καταρρέει όταν ο David Schine, φίλος του Cohn και μέλος της επιτροπής, χρειάστηκε να παραστεί στο στρατό και ο Cohn χρησιμοποίησε της επαφές του για να του προσφέρει ειδική μεταχείριση. Αξιωματικοί αντιλήφθηκαν το κόλπο και ήρθαν στην αντεπίθεση, εξέθεσαν τα σχέδια του Cohn, γελοιοποίησαν τον McCarthy και έτσι η επιτροπή διαλύθηκε. Για πρώτη φορά ο Cohn ταπεινώθηκε και κατάλαβε ότι τα πράγματα δε λειτουργούσαν όπως στους δρόμους του Μπρονξ, δηλαδή με κομπίνες και δωροδοκίες.
Μετά την αποτυχία αυτή, ο Cohn αξιοποίησε τη φήμη του και στράφηκε στη δικηγορία ως ιδιώτης στη Νέα Υόρκη, μία πόλη όπου τη δεκαετία του 50 η διαφθορά οργίαζε. Οι συνεργάτες του τον περιγράφουν ως μία νομική ιδιοφυία που προετοιμαζόταν για τις δίκες του πάντα την τελευταία στιγμή: στη λιμουζίνα του πηγαίνοντας στο δικαστήριο μάθαινε τη δικογραφία και είχε την ικανότητα να βυθίζεται στην υπόθεση σαν να τη μελετούσε για χρόνια.
Ωστόσο, όσοι τον γνώριζαν μιλούσαν για έναν άκρως ψυχρό τύπο που νοιαζόταν μόνο για τον εαυτό του. Μάλιστα, μία φορά που κατηγορούνταν ο ίδιος για δωροδοκία, την ώρα της αγόρευσης ο Δικηγόρος του έπαθε έμφραγμα και κατέρρευσε. Τί έκανε ο Cohn; Αγνόησε το συμβάν, σηκώθηκε και προχώρησε σε μία επτάωρη αγόρευση υπερασπιζόμενος τον εαυτό του χωρίς καν να κοιτάξει μία σελίδα από τις σημειώσεις του. Σε μία άλλη περίπτωση, το ιδιωτικό του γιοτ ονόματι “Defiance” (ανυπακοή) τυλίχθηκε στις φλόγες κατά τη διάρκεια ενός πάρτι με αποτέλεσμα να πεθάνει ένας άνδρας του πληρώματος. Εν συνεχεία, ο Cohn κατηγορήθηκε για εμπρησμό με κίνητρο να αποζημιωθεί απ’ την ασφάλιση του γιοτ. Σε κάθε περίπτωση, οι ποινικές διώξεις στο όνομά του έρχονταν σα σφαίρες, αλλά αυτός συνδυάζοντας ικανότητες, επαφές στη δικαιοσύνη και φυσικά τύχη, κατάφερνε να τις αποφεύγει.
Με την έλευση των 70s, ο Roy Cohn «καβάλησε το κύμα» της εποχής και υιοθέτησε ένα φανταχτερό lifestyle με πολιτικούς, μεγιστάνες, ζωγράφους ακόμα και ανθρώπους του κλήρου να περιστρέφονται γύρω του σαν πλανήτες. Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη με μεγάλα πάρτι, ακριβά αμάξια, τζετ και τα καλύτερα τραπέζια στα κλαμπ της εποχής, όπως το 21 Club και το Stork Club, με απώτερο σκοπό να διευρύνει τις επαφές του στον στενό κύκλο της αμερικανικής ελίτ, κι όλα αυτά όσο παράλληλα ζούσε πάνω απ’ τα γραφεία της δικηγορικής του εταιρείας σε ένα πολυτελές ρετιρέ, όπου δεχόταν πελάτες φορώντας μονάχα ρόμπα και παντόφλες. Οι πελάτες του γίνονταν ολοένα πιο κακόφημοι, καθώς εκείνη την περίοδο εκπροσωπούσε τις μεγαλύτερες οικογένειες της νεοϋορκέζικης Κόζα Νόστρα και του οργανωμένου εγκλήματος. Κάποια στιγμή, στο πελατολόγιό του εμφανίστηκε και ο Donald Trump.
Ο Trump εκείνη την εποχή, πολύ νέος ακόμα, ήρθε στο Μανχάταν για να μετατρέψει τη μεσιτική επιχείρηση του πατέρα του σε μία αυτοκρατορία. Μια νύχτα, ψάχνοντας δικηγόρο για κάποιες αστικές διαφορές, πετυχαίνει στο φημισμένο Le Club τον Cohn και του λέει «Κοίτα, ξόδεψα δύο μέρες με αυτές τις καθεστωτικές δικηγορικές εταιρείες και δεν έβγαλα άκρη, γιατί μου λένε να συμβιβαστώ. Σε έχω παρακολουθήσει και μου φαίνεσαι τόσο τρελός όσο εγώ. Δε συμβιβάζεσαι ποτέ και μου αρέσει αυτό. Μπορείς να με αναλάβεις;». Μετά απ’ αυτή τη συζήτηση οι δυο τους συνεργάστηκαν για να αποκρούσουν τις κατηγορίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Η.Π.Α. για φυλετικές διακρίσεις ενοικιαστών στην εταιρεία του Trump. Η τακτική τους; Επίθεση στους πάντες και άσκηση ανταγωγής στο υπουργείο ύψους $ 100 εκατ. Στο τέλος έχασαν την υπόθεση, αλλά ποτέ δεν παραδέχθηκαν την ήττα τους. Αντιθέτως, διατράνωναν τον διακανονισμό που διαπραγματεύτηκαν ως μία τεράστια νίκη. Εκείνη τη μέρα, ο Trump βρήκε έναν σπουδαίο σύμμαχο από τον οποίο θα μάθαινε αργότερα όλες τις απαιτούμενες μεθοδεύσεις για να ανέλθει κανείς και να «επιβιώσει» στην καθημερινότητα της σκληρής Νέας Υόρκης.
Η πτώση του Cohn ξεκινά στα 80s όταν το κράτος τον κυνηγά αδυσώπητα για φοροδιαφυγή και απάτη των πελατών του. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως το όλο νόημα με την εφορία ήταν να πεθάνει κανείς χρωστώντας τους όσα περισσότερα λεφτά ήταν ανθρωπίνως εφικτό. Παρά τις εξυπνάδες και τα διαδικαστικά τερτίπια, ο Cohn αυτή τη φορά ηττήθηκε για τα καλά και έτσι του αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης δικηγορίας του. Μαζί με την άδεια, εξαφανίστηκαν σιγά σιγά και όλοι οι φίλοι του, ενώ ο θάνατος του χτυπούσε παράλληλα την πόρτα. Δήλωνε σε συνεντεύξεις και στον τύπο πως έπασχε από καρκίνο του ήπατος, ενώ στην πραγματικότητα πέθαινε από AIDS, κάτι που εκείνη την εποχή ήταν συνώνυμο της ομοφυλοφιλίας. Φυσικά, παρόλο που ο ίδιος ήταν ομοφυλόφιλος, δεν το παραδέχθηκε ποτέ, καθώς θα ερχόταν σε σύγκρουση με τα χρόνια που υπηρετούσε στην επιτροπή του McCarthy.
Έτσι, λοιπόν, καταλήγει η σημερινή ανάλυση για τον Roy Cohn, τον ορισμό ενός απόλυτου υποκριτή, έναν ομοφοβικό ομοφυλόφιλο και έναν αντισημίτη Εβραίο, ο οποίος διατέλεσε μέντορας του Donald Trump και έθεσε τα θεμέλια του αμοραλισμού στη Νέα Υόρκη του 20ου αιώνα. Θα κλείσουμε με κάποια λόγια του λίγους μήνες πριν πεθάνει, τα οποία συνοψίζουν τέλεια την κοσμοθεωρία του: «Θα έκανα τα πάντα για να κερδίσει ο πελάτης μου. Ναι, θα το έκανα, επειδή πιστεύω ότι υπάρχει μόνο ένα πράγμα σε ένα ανταγωνιστικό επάγγελμα όπως η δικηγορία, κι αυτό είναι η νίκη. Αυτή είναι η δουλειά μου».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Nicholas Von Hoffman (1988), “Citizen Cohn”, Doubleday, New York
- Don’t Mess With Roy Cohn, Esquire, διαθέσιμο εδώ