15 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΤα γκρίζα ποιήματα των πόλεων

Τα γκρίζα ποιήματα των πόλεων


Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,

«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα», σημειώνει εύστοχα ο Αντώνης Σαμαράκης στο βιβλίο του με τίτλο Ζητείται ελπίς. Η άχρωμη καθημερινότητα των συγχρόνων μεγαλουπόλεων και η απουσία ουσιαστικής επικοινωνιακής μέθεξης ανάμεσα στους κατοίκους τους καθρεφτίζονται με γλαφυρότητα στην τέχνη και, ειδικότερα, στη λογοτεχνία. Στο εν λόγω άρθρο θα εξεταστούν, ενδεικτικά, δύο ποιήματα που σκιαγραφούν τη μουντή ζωή κάτω από τη σκιά των γκρίζων πολυκατοικιών.

Αρχικά, στο ποίημα του Γιώργου Γεραλή Οι πολυάνθρωπες οι πολιτείες αντανακλάται η αλλοτρίωση που επιφέρει ο αστικός τρόπος ζωής στον σύγχρονο άνθρωπο. Οι μεγαλουπόλεις, παρότι κατακλύζονται από έναν συνεχή ορυμαγδό, στέκουν βουβές, πνιγμένες σε μια αδυσώπητη μοναξιά, σε μια ασφυκτική αποξένωση. Σαν νυχτώνει, αν και βρίθουν από λάμψεις πολύχρωμων φώτων, περικλείονται από ένα παράδοξο έρεβος. Προφανώς, ο ποιητής δεν αναφέρεται στο φυσικό σκοτάδι, αλλά στον ζόφο της ανθρώπινης ψυχής: της ανασφάλειας, της αδιαφορίας, του φόβου. Στον ουράνιο θόλο που τις κοσμεί, κρέμονται «άστρα διαλυμένα», φράση που παραπέμπει στη φύση που έχει αλωθεί ανηλεώς, γεγονός που προκύπτει ως αναπόφευκτο αποκύημα της αστυφιλίας και της αστικοποίησης.

Ο άνθρωπος έχει αποσχιστεί βίαια από τη μήτρα του, τη φύση, και έχει απολέσει τη γαλήνη και τον οίστρο που αυτή γεννά στην ψυχή του. Ο ποιητής, ακόμη, κάνει λόγο για «προσωπεία», «μάτια ανεξερεύνητα» και «συναντήσεις συμπτωματικές όπως οι γνωριμίες στις κλινικές». Ο άνθρωπος ενδύεται το κίβδηλο πρόσωπό του, απεκδύεται της ταυτότητάς του και χάνεται μέσα σε ένα ομοιογενές πλήθος. Και με αυτόν τον τρόπο, τα μάτια του, ο καθρέφτης της ψυχής του, παραμένουν ένα αβυσσαλέο θησαυροφυλάκιο, ένας χαραμισμένος πακτωλός. Πόσα ξοδεμένα συναισθήματα, πόσες πνιγμένες σκέψεις, πόσες ψυχές, που —αντί να διαπλεχθούν— σιώπησαν στο όνομα της τυπικότητας και της βιασύνης. Διανθρώπινες σχέσεις επιδερμικές, ψυχρές, επιπόλαιες, όπως οι περαστικές γνωριμίες στα νοσοκομεία.

Πηγή Εικόνας: popaganda.gr

Αντίστοιχα, το ποίημα Το σπίτι του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου αποδίδει την ψυχοβόρο διαδικασία του αποχωρισμού του πατρικού σπιτιού, στα ερείπια του οποίου θα χτιστεί άλλη μία πολυκατοικία. Μαζί με το σπίτι, κρημνίζονται οι τρυφερές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, η σπιτική θαλπωρή, οι ζέστες αγκαλιές της μητέρας. Δεν μιλάμε, λοιπόν, μόνο για υλικά ερείπια, μα και για ερείπια ονείρων και θραύσματα μνημών. Το ποιητικό υποκείμενο ανοίγει την πόρτα και μαζί «ανοίγει βλέφαρα μιας άλλης εποχής», εισέρχεται σε έναν άλλον κόσμο, που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. «Πιο μέσα σηκώνεται ο πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει κι η μάνα κλαίγοντας αγκαλιά με οδηγεί και στρώνει το τραπέζι»: από τα θεμέλια του μισογκρεμισμένου σπιτιού ζωντανεύουν οι φιγούρες της παιδικής του ηλικίας, οι τοίχοι που χάσκουν αποτελούν ψήγματα ενός λατρεμένου παρελθόντος.

Το ξερίζωμα των δέντρων, ο αφανισμός του κήπου που «χέρια στοργικά διαμόρφωσαν» αναδεικνύουν την αδίστακτη λεηλασία της φύσης, εκ μέρους του ανθρώπου, υποκινούμενη από ωφελιμιστικά και κερδοσκοπικά κίνητρα. «Σιδερένια νύχια εξαφανίζουν τον ουρανό»: οι σιδερένιες δαγκάνες της μπουλντόζας καταβροχθίζουν την ομορφιά του παλιού σπιτιού, καθιστώντας το έναν λησμονημένο Παράδεισο. Το εν λόγω ποίημα, λοιπόν, σκιαγραφεί τις οδυνηρές ψυχικές συνέπειες που επιφύλασσε το φαινόμενο της αστικοποίησης και της αντιπαροχής κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, για ανθρώπους που αντίκρισαν το προπύργιο των παιδικών τους χρόνων να γίνεται θρύψαλα και να δίνει τη θέση του σε θηριώδη κτίρια, αποτελούμενα από ασφυκτικά κλουβιά.

«…Με την απέραντη μοναξιά στο κινούµενο πλήθος»: σε αυτόν τον στίχο του Γεραλή συμπυκνώνεται η πνιγηρή ατομικότητα και εσωστρέφεια της αστικής ζωής. Ο άνθρωπος, μακριά από το γαλήνιο θρόισμα των φύλλων, τον μελωδικό φλοίσβο, το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, αποκόπτεται από τη φύση του, τον εαυτό του και τους γύρω του. Το μουντό χρώμα του τσιμέντου καταπίνει τα όνειρά του, κονιορτοποιεί τη δημιουργικότητά του, κατακερματίζει τη γαλήνη του νου του. «Όταν η φύση πέφτει σε παρακμή, το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη φύση» (Paul Carvel).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ποιήματα, Γιώργος Γεραλής, εκδόσεις Ερμής, 2011.
  • Πρόδρομος Μάρκογλου, Ο ποιητής – ο πεζογράφος, Φώκος Στέλιος, Οδυσσέας, 2024.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Κατερίνα Κωνσταντοπούλου
Γεννήθηκε το 2003 στο Μαρούσι. Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μιλάει Αγγλικά. Επιθυμεί να ασχοληθεί με τη διδασκαλία. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τη συγγραφή δοκιμίων, άρθρων και ποιημάτων.