Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Η διαδικασία της πραγματογνωμοσύνης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα έκφρασης αναγκαιότητας για την ύπαρξη εξειδικευμένων γνώσεων και πορισμάτων στον νομικό κλάδο. Στην πράξη, οι ανακριτικοί υπάλληλοι και το δικαστήριο μπορούν να διατάξουν είτε αυτεπαγγέλτως είτε έπειτα από αίτηση του εισαγγελέα ή ενός εκ των διαδίκων, πραγματογνωμοσύνη, για τις περιπτώσεις που απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις για τους τομείς της επιστήμης ή της τέχνης. Οι ειδικές γνώσεις των πραγματογνωμόνων δε δύναται να καλυφθούν από τον μέσο άνθρωπο και συνεπώς αυτές παρέχονται από άτομα εξειδικευμένα στην εκάστοτε περίπτωση.
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας ρυθμίζει στο κεφάλαιο των αποδείξεων, μεταξύ των άρθρων 183 έως 203 την περίπτωση της πραγματογνωμοσύνης. Έχοντας, ωστόσο, πάντα υπόψη του ο νομοθέτης πως η απόδοση δικαιοσύνης ευδοκιμεί καλύτερα όταν εξετάζουμε την κάθε περίπτωση ξεχωριστά, και αφού έχει χωρίσει τόσο τις ποινές όσο και τη δικαιοδοσία των ποινικών δικαστηρίων σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά ορισμένων κοινωνικών ομάδων, όπως για παράδειγμα αυτή των ανηλίκων, έχει μεριμνήσει στο άρθρο 200 ΚΠΔ για την περίπτωση της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, που ρυθμίζει περιστάσεις, στις οποίες κρίνεται απαραίτητη η εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο.
Το χρονικό σημείο κατά το οποίο αποκρυσταλλώνεται η αναγκαιότητα για εγκλεισμό του κατηγορουμένου δεν δύναται να συγκεκριμενοποιηθεί, καθώς αυτό μπορεί να προκύψει σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Σκοπός της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης δεν είναι άλλος από τη διαπίστωση ικανότητας καταλογισμού του κατηγορουμένου ή παρακολούθησης δίκης που πραγματοποιείται σε βάρος του. Η εισαγωγή του κατηγορουμένου για παρακολούθηση σε δημόσιο ψυχιατρείο αναστέλλει την προσωρινή κράτηση. Ειδικότερα, το άρθρο 200 ΚΠΔ στις παραγράφους 2 και 3 ορίζει πως, αν η ανάγκη ψυχιατρικής παρατήρησης προέκυψε στο ακροατήριο, το δικαστήριο διατάσσει την εισαγωγή του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο για παρατήρηση ανεκκλήτως, αναβάλλοντας τη συζήτηση ως το τέλος της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Η διάρκεια παραμονής στο ψυχιατρείο δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και σε περίπτωση καταδίκης ο χρόνος αυτός αφαιρείται από την επιβληθείσα ποινή.
Ο εγκλεισμός του κατηγορουμένου προϋποθέτει τη διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης κατά το άρθρο 200 ΚΠΔ που πραγματοποιείται σε προηγούμενο του εγκλεισμού στάδιο, η διαταγή για εγκλεισμό διατάσσεται, όταν δεν διενεργείται προανάκριση και, επομένως, κατά την προδικασία, εφόσον διενεργείται κύρια ανάκριση και πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, ενώ, τέλος, είναι απαραίτητο να προηγηθεί ακρόαση του συνηγόρου του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει διοριστεί είτε αυτεπαγγέλτως είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση δε που παραβιαστεί το δικαίωμα της ακρόασης του συνηγόρου του κατηγορουμένου, γίνεται λόγος για απόλυτη ακυρότητα.
Ο Ν. 3418/2005 που αποτελεί τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, αναλύει στο κεφάλαιο Η’ την φροντίδα της ψυχικής υγείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28 ΚΙΔ αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως ο ψυχίατρος οφείλει να εκπαιδεύεται και να επιμορφώνεται τακτικά σε θέματα που αφορούν τις εξελίξεις της επιστήμης και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ενώ, παράλληλα, πρέπει να ενθαρρύνει τη γενικότερη προαγωγή της ψυχικής υγείας. Με βάση την παράγραφο 9 του άρθρου 28 ΚΙΔ, η παραβίαση του ιατρικού απορρήτου είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τήρηση αυτού θα μπορούσε να επιφέρει σοβαρή σωματική ή ψυχική βλάβη στον πάσχοντα ή σε κάποιον άλλον. Εύλογο είναι πως η διενέργεια πράξεων από τη μεριά των θεράποντων ιατρών, χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενούς συναποτελεί έγκλημα και διώκεται ποινικά. Η βούληση του ασθενούς αποτελεί το Άλφα και το Ωμέγα για την έναρξη διαδικασιών θεραπείας, ωστόσο ο ψυχίατρος δύναται να χορηγήσει θεραπεία σε περίπτωση που η άρνηση του ασθενούς πρόκειται να επιφέρει την επιδείνωση της υγείας του ή τον κίνδυνο των ανθρώπων που τον περικλείουν.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πως η διαταγή για εγκλεισμό σε ψυχιατρική δομή από το δικαστήριο κατά το άρθρο 200 ΚΠΔ στιγματίζει τον κατηγορούμενο και στερεί το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, για αυτό και πρέπει τα παραπάνω μέτρα να λαμβάνονται με σύνεση και αμεροληψία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Χαράλαμπος Δημόπουλος, Η πραγματογνωμοσύνη, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Κομοτηνή, 2017