Της Αλεξίας Κυριαζοπούλου,
Στις 21 Φεβρουαρίου 1916 ξεκίνησε μια από τις σημαντικότερες και πιο αιματοβαμμένες μάχες κατά την περίοδο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, για δέκα ολόκληρους μήνες ο Γερμανοί και Γάλλοι στρατιώτες πολεμούσαν γύρω από την πόλη Βερντέν της βορειοανατολικής Γαλλίας, με δεκάδες χιλιάδες απώλειες. Στα τέλη του 1915, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται να φτάνει στο τέλος του, ο Γερμανός αρχιστράτηγος Έριχ φον Φαλκενχάιν είχε πειστεί πως το στράτευμά του ήταν ανίκητο, καθώς οι σύμμαχοι δεν είχαν καταφέρει να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές δυνάμεις και μετά τις αποτυχίες στο Αρτούα και την Καμπανία οι ελπίδες είχαν αρχίσει να εξανεμίζονται. Ο Φαλκενχάιν όντας στρατηγικό μυαλό σκέφτηκε πως ο μόνος τρόπος για να βλάψει τους Βρετανούς ήταν να πλήξει ανεπανόρθωτα τους Γάλλους, η στρατηγική της φθοράς ”strategy of attrition” είχε σκοπό να εξαντλήσει τις γαλλικές δυνάμεις, επιτιθέμενος σε μια δύσκολη γεωγραφική θέση όπου οι Βρετανοί δεν θα μπορούσαν να τους συνδράμουν.
Ο Φαλκενχάιν δεν έτρεφε αυταπάτες για διάσπαση των γαλλικών γραμμών, αλλά πίστευε ότι με μια σφοδρή επίθεση οι Γερμανοί θα μπορούσαν να εξαντλήσουν τους Γάλλους, οι οποίοι είχαν γενικά μικρότερα περιθώρια απωλειών σε σύγκριση με τους αριθμητικά υπέρτερους εχθρούς τους. Η γερμανική στρατιωτική διοίκηση, καθώς είχε συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και οι διαδοχικές νίκες στο ανατολικό μέτωπο δεν ήταν βέβαιο ότι θα υποχρέωναν τη Ρωσία να αποσυρθεί από τον πόλεμο, και παράλληλα να αμφισβητούσε την ικανότητα της Αυστροουγγαρίας να αποτρέψει τόσο τους Ρώσους όσο και τους Ιταλούς στον νότο, επιδίωκε να αναγκάσει τους Γάλλους να συνθηκολογήσουν.
Ύστερα από εννέα ημέρες καθυστέρησης λόγω κακοκαιρίας, στις 21 Φεβρουαρίου 1916, ο Φαλκενχάιν διέταξε συνεχείς βομβαρδισμούς από το πυροβολικό και τους άντρες του πέμπτου γερμανικού στρατού υπό τη διαδοχή του Βίλχελμ να κατευθυνθούν προς την πόλη Βερντέν, κοντά στον ποταμό Μεύση. Στις τέσσερις τα ξημερώματα, 1.200 γερμανικά πυροβόλα άρχισαν να βομβαρδίζουν τα γαλλικά οχυρά που εκτείνονταν γύρω από το Βερντέν, σε ένα μέτωπο περίπου 13 χλμ. Ο Φον Φαλκενχάιν μπορούσε να ελπίζει σε μια γρήγορη κατάληψη του Βερντέν. Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία, το Βερντέν ήταν μια πόλη στρατιωτικής και πολιτικής σημασίας είναι η περιοχή κλειδί προς τη βόρεια είσοδο της πεδιάδας της Καμπανιάς, μέσα από την οποία αποκτά κανείς απευθείας πρόσβαση προς το Παρίσι και η απώλειά της θα κόστιζε στο γόητρο των Γάλλων. Οι Γερμανοί χρειάστηκαν εννέα πράκτορες για να μεταφέρουν τον οπλισμό τους, ο οποίος περιλάμβανε κομμάτια που ζύγιζαν ακόμα και 20 τόνους, ενώ η χρήση γερανού ήταν απαραίτητη για τη φόρτωση των βλημάτων.
Παρά την ισχυρή οχύρωση του Βερντέν, το γαλλικό επιτελείο είχε μεταφέρει τα περισσότερα από τα πυροβόλα των φρουρίων του σε άλλα μέτωπα του πολέμου, τα οποία θεωρούσαν πιο σημαντικά και έτσι οι Γάλλοι βρέθηκαν σε δυσχερή θέση. Στις 25 Φεβρουαρίου είχε πέσει το μεγαλύτερο φρουρίου, το Ντουωμόν, ενώ οι γερμανικές δυνάμεις είχαν προχωρήσει σχεδόν 7 χιλιόμετρα και οι απώλειες ήδη έφταναν τις 25.000 για κάθε πλευρά αντίστοιχα. Ο επικεφαλής του γαλλικού στρατού, Ζοζέφ Ζοφρ, βρισκόταν αντιμέτωπος με μια πιθανή ήττα και έτσι έθεσε επικεφαλής του Β’ Γαλλικού Στρατού στο Βερντέν τον στρατηγό Φιλίπ Πεταίν (μετέπειτα αρχηγό του κράτους του Βισύ κατά τη διάρκεια του Β’ παγκόσμιου πολέμου). Υπό τη διοίκηση του Πεταίν, το μέτωπο κατάφερε να σταθεροποιηθεί. Τα γαλλικά στρατεύματα ανεφοδιάζονταν από τον μοναδικό δρόμο που είχε μείνει ανοιχτός, ο οποίος ονομάστηκε «ιερά οδός» τον οποίον διέσχιζαν φορτηγά και βαγόνια από τη γειτονική κωμόπολη Μπαρλε- Ντυκ. Ο Πεταίν κατάφερε να εναλλάσσει πάνω από 40 μεραρχίες και να μην κρατά τα ίδια στρατεύματα στο μέτωπο του Βερντέν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αναδιοργάνωσε το πυροβολικό και ρίχθηκε στη μάχη αποφασισμένος να επιφέρει τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες στους Γερμανούς.
Η εντύπωση μιας γρήγορης νίκης για τις γερμανικές δυνάμεις παύει πια να υφίσταται. Εξαιτίας εσωτερικών διαφωνιών στα γερμανικά στρατεύματα καθώς ο Βίλχελμ διαφωνούσε με πολλούς στρατιωτικούς καθήλωσε τους Γερμανούς και δυσκόλεψε τη θέση τους έτσι η ζυγαριά άρχισε να γέρνει προς την πλευρά των Γάλλων. Το καλοκαίρι του 1916 τα γερμανικά στρατεύματα άρχισαν να βάλλονται από παντού, την 1η Ιουνίου ξεκινά η μάχη της Σομ, μια ακόμη αιματηρή μάχη καθώς οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είχαν απώλειες οι οποίες ξεπερνούσαν τους 1.200.000 νεκρούς. Οι Γερμανοί δοκιμάζονταν, επίσης, και από την καταστροφική «επίθεση Μποροσίλοφ», την επίθεση της ρωσικής αυτοκρατορίας στο ανατολικό μέτωπο. Αυτά τα νέα μέτωπα ανάγκασαν τους Γερμανούς να αποδιοργανώσουν τις δυνάμεις του Βερντέν. Ο Φον Φαλκενχάιν αντικαταστάθηκε από έναν πιο αιμοσταγή στρατηγό, τον Πάουλ τον Χίντενμπουργκ (μετέπειτα πρόεδρο του Β’ Ράιχ κατά τη δημοκρατία της Βαϊμάρης). Στη γαλλική πλευρά, ο Φιλίπ Πεταίν πήρε προαγωγή και άφησε στη θέση του έναν εξίσου ισχυρό στρατηγό τον Ρομπέρ Νιβέλ, στον οποίο αποδίδεται η φράση ‘’Ils ne passeront pas’,’ δηλαδή «Δεν θα περάσουν».
Αυτές οι ανακατατάξεις και η ενίσχυση των Γάλλων από τους συμμάχους, άνοιξαν τον δρόμο προς την αντεπίθεση, στις 2 Σεπτεμβρίου ο Χίντενμπουργκ διατάζει την παύση κάθε επίθεσης στο Βερντέν, περιορίζοντας την άμυνα. Παρά τις επιθέσεις των Γερμανών με φλογοβόλα και δηλητηριώδη αέρια, οι Γάλλοι υπό τον στρατηγό Νιβέλ εκδηλώνουν την αντεπίθεση τους στα τέλη του Οκτωβρίου. Στις 24 Οκτωβρίου, ανακατέλαβαν το φρούριο Ντουωμόνκαι στις 2-3 Νοεμβρίου το φρούριο Βο. Στις 15 Δεκεμβρίου, οι Γάλλοι προχώρησαν στη δεύτερη αντεπίθεση τους, μετά από έναν εξαήμερο βομβαρδισμό κατά τον οποίον ρίχθηκαν 1.169.000 οβίδες.
Το Βερντέν έγινε μάχη – σύμβολο για τους Γάλλους, ως μια από τις σημαντικότερες στιγμές του Ά παγκόσμιου πολέμου. Οι γαλλικές δυνάμεις άντεξαν και ο επικεφαλής στρατηγός τους Φιλίπ Πεταίν έγινε εθνικός ήρωας, ήταν, όμως, μια νίκη με τεράστιο έμψυχο και άψυχο κόστος. Οι Γάλλοι έχασαν 377.000 άνδρες, από τους οποίους οι 262.000 έπεσαν νεκροί. Υπολογίζεται ότι περίπου 90.000 έχασαν τη ζωή τους στο ύψωμα 304, που κατά τραγική σύμπτωση λεγόταν και «Ύψωμα του Νεκρού». Οι Γερμανοί μετρούσαν σχεδόν 337.000 θύματα, μετά τη φθινοπωρινή αντεπίθεση του 1916, οι νέες συγκρούσεις ανέβασαν τον αριθμό των απωλειών του Βερντέν ακόμα ψηλότερα, στις 430.000 για τους Γερμανούς και στις 540.000 για τους Γάλλους. Το σχέδιο του Φαλκενχάιν να διαλύσει τις γαλλικές δυνάμεις όχι μόνο δεν πέτυχε αλλά η επιτυχής διοίκηση των Ζοφρ, Πεταίν και Νιβέλέμειναν στην ιστορία. Στο οχυρό Ντουωμόν μπορεί κανείς ακόμα να δει πλάκες που τοποθέτησαν μεταγενέστερα περήφανοι όσο και θλιμμένοι συγγενείς των στρατιωτών που χάθηκαν, στην πόλη Βερντέν υπάρχει μνημείο πεσόντων προς τιμήν των θυμάτων της μάχης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- John Merrimam (2022), Η Ιστορία της νεότερης Ευρώπης από την αναγέννηση έως σήμερα, επιμέλεια: Ιάκωβος Μιχαηλίδης (μτφρ Ανδρέας Κίκηρας), Αθήνα: εκδ. Πεδίο.
- JHJ Andriessen (2006), Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, επιμέλεια: Γ Κουσουνέλου, (μτφρ συλλογικό έργο), Αθήνα: εκδ: Καρακωτσογλου.
- Σαν σήμερα: 18 Δεκεμβρίου 1916 – Τελειώνει η αιματηρή Μάχη του Βερντέν, kathimerini.gr, Διαθέσιμο εδώ