Του Θανάση Μάριζα,
Για μια ακόμη (και, σίγουρα, όχι τελευταία) φορά, η Εκκλησία εισέρχεται στον «πυρήνα» της πολιτικής επικαιρότητας, για όλους τους λάθος λόγους. Υπήρχε περίπτωση, εξάλλου, να γίνει αποδεκτή άνευ αντιρρήσεων η ήττα της θρησκόληπτης πλευράς, στο (αχρείαστα) αμφιλεγόμενο ζήτημα του Νομοσχεδίου περί γάμου και τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια;
Είναι εξαιρετικά εύκολο το να διευρυνθεί επ’ αόριστον ένα ντιμπέιτ, όταν οι διαφωνούσες πλευρές δεν λειτουργούν στο ίδιο μήκος κύματος και δεν αποδέχονται τα ίδια πράγματα ως αντικειμενικές, αδιάψευστες, απόλυτες αλήθειες. Η μοντέρνα – πολιτική Ελλάδα θεωρεί ως αυτονόητη την εδραίωση ενός ανθρωπίνου δικαιώματος, το οποίο είναι δεδομένο στην Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Η παραδοσιακή – θρησκευτική εκδοχή της χώρας, αντιθέτως, θεωρεί αναλόγως αυτονόητη τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo, ό,τι κι αν σημαίνει κάτι τέτοιο για τους «άλλους». Όπως και να έχει, οι κοινωνικές αψιμαχίες περιορίστηκαν, ως επί το πλείστον και (μάλλον) απρόσμενα, σε εύκολα κατανοητά επίπεδα, όπως έγινε φανερό και έξω από τη Βουλή, την ημέρα της πολυαναμενόμενης ψηφοφορίας: σημαίες ουράνιου τόξου από τη μια, αγιογραφίες από την άλλη.
Η κατάσταση περιπλέχτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στον πολιτικό τομέα: «σταυροφορίες» βουλευτών, εσωκομματικές διαμάχες, ιερείς σε ρόλο δημαγωγών, απειλές περί… αφορισμών κλπ. Το παιχνίδι είναι γνωστό, οι εκάστοτε αντιδράσεις προβλέψιμες. Αντικείμενο εξέτασης δεν αποτελεί το ίδιο το (πολυσυζητημένο) Νομοσχέδιο, αλλά η αφορμή που εκείνο αποτέλεσε για την (όχι απρόβλεπτη, αλλά εντούτοις μη αμελητέα) «αφύπνιση» ενός ευρύτερου φαινομένου: τη θρησκευτική (ή, ίσως πιο εύστοχα, εκκλησιαστική) εμπλοκή στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι.
Για μια θρησκεία που έχει ως θεμέλιο την άνευ όρων και αδιαπραγμάτευτη αγάπη, είναι, πράγματι, εκπληκτικό, το πόση ενέργεια επενδύουν ορισμένοι εκπρόσωποι του ελληνικού ιερατείου (και, κατ’ επέκταση, το ποίμνιό τους) στο μίσος. Και επειδή δεν ζούμε, πλέον, σε μια εποχή που ο παπάς αποτελεί την αυθεντία του χωριού, αυτό το μίσος κατευθύνεται προς εκείνους που, αναπόφευκτα, θα τολμήσουν (!) να υιοθετήσουν στάση δια μέτρου αντίθετη από την εκκλησιαστική πεπατημένη. Ορισμένες φορές, πάντως, είναι αυτοκαταστροφικό: όλοι θυμόμαστε πόσοι πνευματικοί πήραν στον λαιμό τους πιστούς, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Άλλες, πάλι, είναι απλά ανόητο: σατανικά χαράγματα σε ταυτότητες και πράσινα άλογα.
Η σταθερά, ωστόσο, είναι μία: πίστη σε κάτι το ατεκμηρίωτο, καθώς και… περίσσιο θράσος στην πεποίθηση πως αυτό το κάτι θα πρέπει να λειτουργεί ως γνώμονας για την επιτέλεση του νομοθετικού και πολιτικού έργου που διαμορφώνει, με τη σειρά του, την ίδια τη χώρα. Προσοχή: εδώ δεν γίνεται αναφορά στην – απολύτως σεβαστή – αγνή ιδεολογική και πνευματική πτυχή (την οποία τυγχάνει να ασπάζεται και ο γραφών), αλλά στην εργαλειοποίησή της από μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, που την εκμεταλλεύεται ως πηγή εξουσίας και τη διαστρεβλώνει αναλόγως, για την εκάστοτε καταπολέμηση όλων εκείνων που δε γίνονται αποδεκτά. Όταν χρησιμοποιείς ένα «όπλο», το οποίο δε δύναται να απορριφθεί ως ανύπαρκτο, τότε πιθανότατα δε θα ξεμείνεις ποτέ κι από μεταφορικές σφαίρες. Ο δογματισμός, η αλήθεια είναι, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά βολικός, καθιστώντας αχρείαστες τις, ομολογουμένως, κουραστικές πρακτικές της αυτοαμφισβήτησης και της κριτικής σκέψης.
Κατέχοντας την προαναφερθείσα «πανάκεια», και σε συνδυασμό με τα εγχώρια ιστορικά και κοινωνικά της διαπιστευτήρια, λοιπόν, η Εκκλησία έχει αποκτήσει το ελεύθερο να παρεμβαίνει κατά το δοκούν στις πολιτικές «περιπέτειες» της Ελλάδας. Είτε αυτό σημαίνει αστοιχείωτες δημόσιες τοποθετήσεις κληρικών, είτε επιθέσεις και απειλές προς τα πολιτικά (και όχι μόνο) πρόσωπα που θα τολμήσουν να τους δυσαρεστούν, όπως έγινε και στην περίπτωση του Βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Παύλου Χρηστίδη. Και στις δυο εναλλακτικές περιπτώσεις, εκείνο που επικρατεί, από εκκλησιαστικής πλευράς, είναι η απουσία ανάληψης της οποιασδήποτε ευθύνης και η υπεροπτική διατήρηση των ήδη υιοθετημένων θέσεων.
Ας είμαστε ειλικρινείς: η τωρινή ισορροπία δύναμης και επιρροής στη χώρα σημαίνει πως η Εκκλησία δεν διατρέχει το παραμικρό ρίσκο αντιποίνων, από την αγνόηση των επίσημων κυβερνητικών οδηγιών (αναδρομή, για μια ακόμη φορά, στην πανδημία) και τη διάδοση επιστημονικά, πολιτικά και κοινωνικά αμφιλεγόμενων ρητορικών. Ας επιστρέψουμε στο παράδειγμα του τωρινού, «φλέγοντος» ζητήματος, το οποίο αποτελεί και ιδανική περιπτωσιολογική μελέτη: φήμες θέλουν τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να ενέδωσε στις ενδοεκκλησιαστικές πιέσεις και να σχεδιάζει… σφοδρές αντιδράσεις στην υπερψήφιση του Νομοσχεδίου για τα ομόφυλα ζευγάρια, οι οποίες περιλαμβάνουν τέτοια… βάναυσα αντίποινα, όπως τη μη παρεύρεση σε εθιμοτυπικό κυβερνητικό δείπνο προς τιμήν του ή την κατάργηση θέσεων επισήμων στη δοξολογία για την Κυριακή της Ορθοδοξίας (24 Μαρτίου), η οποία, εκτός απροόπτου, αναμένεται να τιμηθεί κανονικά από τα καίρια πολιτικά πρόσωπα της χώρας.
Για τον Ιερώνυμο (και τον κάθε εκκλησιαστικό εκπρόσωπο), η καταψήφιση του Νομοσχεδίου θα σήμαινε τη χωρίς τύψεις γευμάτιση στο Προεδρικό Μέγαρο. Για τον απλό κοσμάκη, που είχε την «ατυχία» να γεννηθεί με έλξη προς άτομα του ίδιο φύλου, θα σήμαινε την απαγόρευση να βιώσει μια ύπαρξη αυθεντική προς τον εαυτό του και να ζήσει ελεύθερα το ανθρώπινο αγαθό της αγάπης. Το κατά πόσο αυτό είναι δίκαιο, ηθικό και χριστιανικό, αφήνεται στην προσωπική κρίση του καθενός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ιερείς κατά πολιτικών που ψήφισαν υπέρ της ισότητας στον γάμο, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Αιφνιδιαστική κλιμάκωση από τον Αρχιεπίσκοπο, Η Καθημερινή, διαθέσιμο εδώ
- Greece Becomes First Orthodox Country to Legalize Same-Sex Marriage, The New York Times, διαθέσιμο εδώ
- Bertrand Russell, The Free Man’s Worship [1903] στο Richard A. Rempel, Andrew Brink & Margaret Morgan (eds.), The Collected Papers of Bertrand Russell – Volume 12: Contemplation and Action, 1902-14 (Routledge / Λονδίνο / 1985), σελ. 62 – 73