Της Όλγας Συμεωνίδου,
1975,1986,2001,2008,2019…και 2024 μετά από 5 συνολικά αναθεωρήσεις του ισχύοντος Συντάγματος βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα ενδεχόμενη αναθεώρηση και η κοινή γνώμη, αλλά και ο ίδιος ο νομικός κόσμος έχει διχαστεί όσο ποτέ και αυτό γιατί φαίνεται τα αντίβαρα που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα, να μην είναι αρκετά (!) για να διασφαλιστεί το κύρος του και θα δούμε εν συνεχεία τι εννοούμε με αυτό.
Θα γυρίσω 3 χρόνια πίσω και θα μνημονεύσω τα λόγια των τότε καθηγητών μου στις παραδόσεις του συνταγματικού δικαίου αναφορικά με τις διακρίσεις του Συντάγματος σε: α) τυπικό και ουσιαστικό, β) αυστηρό και ήπιο. Τυπικό Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος του κράτους, ο οποίος βρίσκεται πρώτος στην ιεραρχία της έννομης τάξης των κανόνων δικαίου και είναι πάντα γραπτός. Εν αντιθέσει, το ουσιαστικό Σύνταγμα είναι κάθε κανόνας δικαίου που ρυθμίζει την οργάνωση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Σε ό,τι αφορά τώρα το αυστηρό Σύνταγμα, τέτοιο είναι ένα σύνταγμα, το οποίο δεν είναι τόσο «εύκαμπτο». Δεν δύναται καταρχήν να αναθεωρηθεί εύκολα και εάν, τελικά, επιτραπεί η αναθεώρησή του, αυτή γίνεται μέσω ειδικής διαδικασίας. Εξ αντιδιαστολής προκύπτει ο ορισμός του ήπιου συντάγματος, το οποίο είναι αυτό που αναθεωρείται με την κοινή νομοθετική διαδικασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 110 του Συντάγματος.
Το ελληνικό Σύνταγμα, με βάση τις διακρίσεις αυτές, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τυπικό, διότι είναι γραπτό και σχετικά αυστηρό. Το σχετικά αυστηρό τι σημαίνει όμως; Ουσιαστικά, με τα τωρινά δεδομένα, το Σύνταγμά μας μπορεί να αναθεωρηθεί, ωστόσο, θέτει ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις, προκειμένου να παραμείνει άθιχτος και συμπαγής ο «σκληρός πυρήνας του». Μάλιστα στο άρθρο 110 παράγραφος 1 γίνεται απολύτως σαφές και με κατηγορηματικό τρόπο αυτό που μόλις αναφέραμε «Oι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος, ως Προεδρευόμενης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 2 παράγραφος 1, 4 παράγραφοι 1, 4 και 7, 5 παράγραφοι 1 και 3, 13 παράγραφος 1 και 26».
Οι διατάξεις αυτές αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος, γιατί είναι βαρυσήμαντες και διαδραματίζουν νευραλγικό ρόλο, θα μπορούσαμε να πούμε, για την ενότητα και την εύρυθμη λειτουργία της έννομης τάξης. Δηλώνεται ρητά μέσα στο κείμενο του νόμου ότι δεν είναι δυνατή η τροποποίηση ή η κατάργηση των διατάξεων που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος –η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας ή η αντιπροσωπευτική αρχή ή η αρχή του κράτους δικαίου, ενδεικτικά, καθώς και των διατάξεων που αναφέρονται: α) στην προστασία της αξίας του ανθρώπου (α. 2 § 1 Συντ.), β) στην ισότητα των Ελλήνων (α.4 § 1 Συντ.), γ) στην πρόσβαση των Ελλήνων στις δημόσιες λειτουργίες (α. 4 § 4 Συντ.), δ) στην απαγόρευση απονομής και αναγνώρισης τίτλων ευγενείας (α. 4 § 7 Συντ.), ε) στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή (α. 5 § 1 Συντ.), στ) στο απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας (α. 5 § 3 Συντ.), ζ) στο απαραβίαστο ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης (α. 13 § 1 Συντ.) και η) στην αρχή διάκρισης των λειτουργιών (α. 26 Συντ.).
Συνεπώς, απαγορεύεται με βάση το ίδιο το γράμμα του νόμου, οι συγκεκριμένες διατάξεις να υπαχθούν σε συνταγματική αναθεώρηση. Η παράγραφος 1 του άρθρου 110 δεν μπορεί, δηλαδή, να τροποποιηθεί ή να καταργηθεί, καθώς πάνω σε αυτή θεμελιώνεται, αλλά και συγχρόνως οριοθετείται η αρμοδιότητα του ίδιου του αναθεωρητικού νομοθέτη. Θα λέγαμε ότι αποτελεί μια δικλείδα ασφαλείας που διαφυλάσσει τον αυστηρό χαρακτήρα του Συντάγματος, αλλά και την υπεροχή του σε σύγκριση με την κοινή νομοθεσία, όπως θα έπρεπε, δηλαδή, να συμβαίνει. Κάτι που είναι άξιο αναφοράς είναι πως τη λογική αυτή του σκληρού πυρήνα του Συντάγματος την υιοθετούν –εκτός από την ελληνική συνταγματική τάξη– και το γαλλικό, το γερμανικό, το ιταλικό, το τσέχικο αλλά και το πορτογαλικό Σύνταγμα.
Και εάν τελικά θέσουμε ως δεδομένη τη συνταγματική αναθεώρηση, πώς θα διενεργηθεί αυτή; Αρχικά, η αναθεώρηση ενός Συντάγματος αποτελεί στιγμή ύψιστης σημασίας για την οργάνωση και τη λειτουργία μιας χώρας. Ένας αναθεωρητικός νομοθέτης είναι επιφορτισμένος, μέσω νομικής δέσμευσης, που παρέχεται από το ίδιο το κείμενο του νόμου (άρθρο 110 παρ.1) με τις εξής αρμοδιότητες: α) τροποποίηση, β) μεταβολή, γ) προσθήκη, δ) αντικατάσταση, ε) κατάργηση του Συντάγματός μας. Η διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι πολύ συγκεκριμένη και πάντοτε μέσα στα όρια του άρθρου 110 Σ.
Ειδικότερα, όσον αφορά την πρώτη φάση: Αρχικά, πρέπει να γίνει η διαπίστωση ανάγκης αναθεώρησης –μετά από πρόταση 50 τουλάχιστον Βουλευτών– με απόφαση της ήδη υπάρχουσας Βουλής με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των μελών της, όπως αναγράφεται και στο ίδιο το Σύνταγμα. Εδώ γίνεται λόγος για την προτείνουσα Βουλή με βάση το άρθρο 110 παρ.2. Σ. Στη συνέχεια, διεξάγεται συζήτηση στην ολομέλεια της Βουλής σχετικά με τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η απόφαση της Βουλής για τον καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων γίνεται μέσω 2 ψηφοφοριών που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον ένα μήνα. Η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 180 Βουλευτές και στις δύο ψηφοφορίες για κάθε αναθεωρητέα διάταξη ξεχωριστά. Εντούτοις, η διαδικασία αναθεώρησης μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και όταν η πλειοψηφία για κάθε διάταξη χωριστά είναι 151 Βουλευτές. Με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, λήγει η πρώτη φάση της αναθεώρησης κατ’ άρθρο 110 παράγραφοι 2 και 4 Σ.
Στη δεύτερη φάση, μιλάμε, πλέον, για την Αναθεωρητική Βουλή και την Επιτροπή Αναθεώρησης, η οποία συγκροτείται μετά από εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας και θα περατώσει το αναθεωρητικό έργο. Και εδώ καθιερώνονται συγκεκριμένες πλειοψηφίες και μάλιστα ισχύει ο κανόνας της εναλλαγής των πλειοψηφιών, εάν στην πρώτη φάση συγκεντρώθηκαν 151 Βουλευτές, στη δεύτερη αναθεωρητική απαιτούνται 180 και το αντίστροφο κατ’ άρθρο 110 παράγραφοι 3 και 4 Σ.
Συνάγεται με ευκολία ότι φορέας του αναθεωρητικού εγχειρήματος σε όλη τη διάρκεια είναι η Βουλή, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Πρόκειται για μια διαδικασία που περιχαρακώνει τόσο αυτό που ονομάσαμε πιο πάνω σκληρό πυρήνα του Συντάγματος όσο και τον βαθμό αυστηρότητας που το διαπνέει γενικότερα, καθότι η αναθεώρησή του τυποποιείται μέσω μιας διαδικασίας μακροσκελούς που περνά από μέσα από δύο διαδοχικές Βουλές, θέτοντας, μάλιστα, και χρονικό περιορισμό για την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση, η οποία δεν επιτρέπεται να λάβει χώρα πριν περάσουν 5 έτη από την προηγούμενη σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ.6 Συντ.
Εάν κάνουμε μια αναδρομή, θα διαπιστώσουμε πως η τελευταία αναθεώρηση ήταν αυτή του 2019, η οποία και ολοκληρώθηκε 25 Νοεμβρίου. Βρισκόμαστε χρονικά λίγο πριν την παρέλευση της πενταετίας και έχει γίνει ήδη γνωστό πως προγραμματίζεται μια επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση το 2025. Στο επίκεντρο αυτής βρίσκεται το γνωστό πλέον σε νομικούς και μη άρθρο 16. Και έτσι επιστρέφω στις πρώτες γραμμές που άνοιξαν το κείμενο αυτό, θέλοντας να κλείσω με τη διατύπωση ενός προβληματισμού. Πώς γίνεται, ενώ μιλάμε για ένα αυστηρό σχετικά Σύνταγμα, όπως το ελληνικό, το οποίο είναι οπλισμένο με τόσα διαδικαστικά όρια και διατυπωμένο με περίσσεια ακρίβεια και ευκρίνεια, αυτό να τίθεται αντιμέτωπο με έναν κυκεώνα κατάφωρης αντισυνταγματικότητας και αίολων επιχειρημάτων; Και πέρα από τον σκληρό πυρήνα του Συντάγματος, τί συμβαίνει με τις συνταγματικές αναθεωρήσεις; Παραθέτω το άρθρο 16 παρ.5 του Συντάγματος, σε μια προσπάθειά μου να αφουγκραστείτε και εσείς τις ανησυχίες μου.
«Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει. Eιδικός νόμος ορίζει όσα αφορούν τους φοιτητικούς συλλόγους και τη συμμετοχή των σπουδαστών σ’ αυτούς. Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ’ αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους. H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».
Όταν το γράμμα του νόμου, δηλαδή η ίδια του η ερμηνεία είναι τόσο ακριβής, πώς μπορούμε να κάνουμε λόγο για Συνταγματική αναθεώρηση; Το Σύνταγμα εδώ δίνει επιτακτικές κατευθυντήριες γραμμές ήδη μέσα από τις λέξεις («απαγορεύεται», «παρέχεται αποκλειστικά»). Γίνεται λόγος, λοιπόν, για εξόφθαλμη συνταγματική παράκαμψη και σίγουρα στις περιπτώσεις αυτές μια συνταγματική αναθεώρηση δεν φαντάζει ιδιαίτερα ευοίωνη και δη ωφέλιμη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2022
- Κοντιάδης Ξενοφών, Αντισυνταγματική η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ
- Παναγιώτης Σοϊλεντάκης, Συνταγματική Αναθεώρηση, διαθέσιμο εδώ