Του Γιάννη Τσορτανίδη,
Μετά τον φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου, ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες, τις χθόνιες θεότητες που κατέτρεχαν όσους παράβαιναν τους άγραφους ηθικούς νόμους και ουσιαστικά αποτελούν τη μυθολογική προσωποποίηση των τύψεων της ανθρώπινης συνείδησης. Σύντομα καταφεύγει στο μαντείο των Δελφών, ώστε να περάσει το τελετουργικό του εξαγνισμού από τον ίδιο τον Απόλλωνα, ο οποίος άλλωστε του είχε μεταφέρει και τη ρητή βούληση του Δία να ξεπληρωθεί με αίμα ο φόνος του Αγαμέμνονα. Οι Ερινύες, όμως, δεν πτοούνται: συνεχίζουν να τον καταδιώκουν ακόμα και μέσα στο μαντείο και τελικά φυγαδεύεται με τη βοήθεια του Απόλλωνα και ταξιδεύει στην Αθήνα. Εκεί θα προσπέσει ως ικέτης στο ξύλινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς – σύμβολο προστασίας της πόλης των Αθηνών.
Η Αθηνά δέχεται πιέσεις από τις Ερινύες, που απειλούν να σπείρουν την καταστροφή στην Αττική αν εκείνη στέρξει να προφυλάξει τον μητροκτόνο κι έτσι αποφασίζει να τον παραπέμψει σε δίκη, ώστε να κατοχυρωθεί επίσημα η αθωότητά του. Η ίδια αναλαμβάνει την προεδρία της έδρας του δικαστηρίου που απαρτίζεται από επιφανείς Αθηναίους και συνεδριάζει στον λόφο του Αρείου Πάγου, απέναντι από την Ακρόπολη. Ο Ορέστης στην απολογία του τονίζει πως η εκδίκησή του ήταν καθοδηγούμενη από το Μαντείο των Δελφών και ο Απόλλωνας συνηγορεί υπέρ του, ενώ οι Ερινύες έχουν τον ρόλο του κατήγορου. Οι ψήφοι του σώματος των δικαστών μοιράζονται στα δύο και την κρίσιμη ψήφο που καταλήγει στην αθωωτική ετυμηγορία δίνει η ίδια η Αθηνά. Οι Ερινύες εξακολουθούν να αντιτίθενται στην προοπτική να απαλλαγεί ο Ορέστης από το μίασμα της μητροκτονίας και τελικά εξευμενίζονται από την Αθηνά, με αντάλλαγμα τη μόνιμη παραμονή τους στα έγκατα της Αττικής γης και την εφεξής τιμητική τους λατρεία από τους Αθηναίους – αυτήν τη μεταστροφή τους υποδεικνύει και η μετονομασία τους σε Ευμενίδες.
Ωστόσο κάποιες Ερινύες, σύμφωνα με μια άλλη παραλλαγή, δεν δέχονται την εξιλέωση του Ορέστη και συνεχίζουν να τον κυνηγούν. Εκείνος περιπλανιέται σε όλη την Ελλάδα και καταφεύγει ξανά στους Δελφούς απελπισμένος, ενώ μετά τον νέο χρησμό του Φοίβου ταξιδεύει με τον Πυλάδη στην Ταυρίδα της μακρινής Σκυθίας, προκειμένου να αρπάξουν το ξύλινο άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος και να το μεταφέρουν στην Αττική. Εκεί θα συλληφθούν από ντόπιους βοσκούς λίγο μετά τον ελλιμενισμό τους και αφότου ο Ορέστης, εξαιτίας των Ερινυών, καταλαμβάνεται από μανία και σφαγιάζει τα βόδια τους. Ο βασιλιάς Θόας διατάζει να οδηγηθούν στο ιερό της Αρτέμιδος ώστε να θυσιαστούν – είθισται άλλωστε στη χώρα των Ταύρων να προσφέρονται ξένοι ως θυσία στην Άρτεμη.
Η αρχιέρεια της θεάς αντιλαμβάνεται την αριστοκρατική τους καταγωγή και όταν μαθαίνει ότι ο ένας εξ αυτών έρχεται από το Άργος ζητά να μάθει την τύχη των Ελλήνων που είχαν εκστρατεύσει στην Τροία και ιδιαίτερα αυτή των Ατρειδών, χωρίς να τους φανερώσει την πραγματική της ταυτότητα: πρόκειται για την Ιφιγένεια, την κόρη του Αγαμέμνονα που είχε θυσιαστεί στην Αυλίδα και θεωρούνταν νεκρή, ενώ τη στιγμή της θυσίας η θεά Άρτεμις την είχε αρπάξει και την είχε μεταφέρει στην Ταυρίδα για να γίνει ιέρειά της. Μόλις μαθαίνει ότι ο αδερφός της Ορέστης ζει, προτείνει να αφήσει ελεύθερο τον έναν από τους δύο νέους, προκειμένου να μεταφέρει ένα γράμμα στο Άργος για λογαριασμό της, αποκαλύπτοντας και προφορικά το περιεχόμενό του. Τα δυο αδέλφια αναγνωρίζονται μεταξύ τους σε κλίμα συγκίνησης και καταστρώνουν εν τάχει ένα σχέδιο αρπαγής του ξόανου της Αρτέμιδος και διαφυγής των τριών τους από την Ταυρίδα. Συγκεκριμένα, η Ιφιγένεια πείθει τον βασιλιά να οδηγηθεί το άγαλμα στην παραλία για να το εξαγνίσει, καθώς έχει μολυνθεί από το μίασμα της μητροκτονίας που έχουν μεταφέρει στο ιερό οι δυο ξένοι. Έπειτα θα εξάγνιζε και τους ίδιους πριν τους θυσιάσει τελικά προς τιμήν της θεάς. Όταν γίνεται αντιληπτό ότι έχουν αποπλεύσει, εμφανίζεται ως ΄΄από μηχανής θεός΄΄ η Αθηνά και αποτρέπει τον βασιλιά Θόα από το να τους πάρει στο κατόπι.
Σε μια στάση των τριών νέων στο νησί της Σμίνθης, λίγο μετά την έξοδό τους στο Αιγαίο, συναντούν τον νεαρό Χρύση και τη μητέρα του Χρυσηίδα, ενώ μαθαίνουν από την τελευταία ότι αυτός είναι ετεροθαλής αδελφός τους, από την εποχή που ο Αγαμέμνονας την είχε αρπάξει από το ιερό του Απόλλωνα και συζούσε μαζί του ως παλλακίδα στο στρατόπεδο των Ελλήνων, στην Τροία. Τελικά βέβαια την είχε επιστρέψει στον πατέρα της, αρχιερέα Χρύση, για να κατευναστεί η οργή του θεού και να σταματήσει ο λοιμός που είχε ενσκήψει στους Αχαιούς από εκείνη την ύβρη του βασιλιά των Μυκηνών, ενώ η ίδια είχε εξαρχής ισχυριστεί ότι ο μικρός Χρύσης ήταν γιος του Απόλλωνα.
Στην Ελλάδα, η φήμη που έχει φτάσει σχετικά με την τύχη του Ορέστη και του Πυλάδη ανταποκρίνεται στην ημιτελή έκβαση των παραπάνω γεγονότων και τους καθιστά νεκρούς στη χώρα των Ταύρων. Η Ηλέκτρα ανησυχεί σφόδρα για την πραγματική τύχη του αδελφού της αλλά και του συζύγου της, πλέον, Πυλάδη και σπεύδει στο μαντείο των Δελφών για να αναζητήσει την αλήθεια. Τελικά δεν θα χρειαστεί τον χρησμό του θεού, καθώς μόλις έχουν φτάσει εκεί και ο Ορέστης με την Ιφιγένεια και τον Πυλάδη και συντελείται η ευτυχής οικογενειακή επανένωση της τελευταίας γενιάς των Ατρειδών. Το άγαλμα της Αρτέμιδος μεταφέρεται σε περιοχή της Αττικής – κοντά στη Βραυρώνα – όπου χτίζεται ναός προς τιμήν της θεάς, με ιέρεια την Ιφιγένεια. Ο Ορέστης επιστρέφει επιτέλους ως βασιλιάς στο Άργος, όπου θα βασιλεύσει μέχρι τα βαθιά γεράματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θ. Κακριδής (1986), Ελληνική Μυθολογία Τόμος 5: Τρωϊκός Πόλεμος, Εκδοτική Αθηνών
- ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ, μετάφραση Χαράλαμπος Αθ. Μπαλτάς, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2001