Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς,
Θα πρέπει εξαρχής να ειπωθεί ότι το θέμα της τήρησης βιβλίων, που τεκμηριώνει τις οικονομικές συναλλαγές, είναι ένα ευρύ θέμα που δεν αφορά μόνο τους εμπόρους, αλλά κάθε επιχείρηση, όπως ορίζεται στην κείμενη νομοθεσία (Ν. 4308/2014) και μιλώντας γενικότερα, αφορά κάθε οικονομικά δρώσα «οντότητα». Ήδη από τους αιώνες, είναι αποδεδειγμένο ότι οι έμποροι τηρούσαν επαγγελματικά βιβλία, τα οποία αποτελούσαν πάντοτε ένα μέσο επιχειρηματικής οργάνωσης, όπως άλλωστε και σήμερα. Ειδικότερα, η τήρηση βιβλίων υποβοηθά τη μνήμη του εμπόρου, βοηθώντας τον να θυμάται συναλλαγές, έξοδα και δαπάνες. Έτσι, η τήρηση των βιβλίων είναι απαραίτητη για την ορθολογική οργάνωση της επιχείρησης, καθώς δίνει τη δυνατότητα στον έμπορο να γνωρίζει τη γενική οικονομική του κατάσταση. Πέραν, όμως, τούτου, η τήρηση των βιβλίων έχει χροιά δημοσιότητας, βασιζόμενη στην ακριβή καταγραφή και εποπτεία των δράσεων του εμπόρου, λόγω της διαφάνειας που αποκτά η εμπορική δραστηριότητα.
Η τήρηση των βιβλίων αποτελεί ανάγκη δημοσίου συμφέροντος. Στο μέτρο που η τήρηση εγγραφών αποβλέπει στην προστασία μόνο αυτού, η παράλειψή της δεν προσβάλλει κατ’ αρχήν ιδιωτικό δικαίωμα, ώστε να μπορεί να υπάρξει αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αν και δεν αποκλείεται να εφαρμοσθεί το άρθρο 919 ΑΚ, κυρίως σε περιπτώσεις παραπλάνησης τρίτων, όπως τράπεζα και επενδυτές, ή να ενεργοποιηθεί η ευθύνη του εμπόρου, καθώς και των αρμόδιων με την τήρηση της λογιστικής εταιρικών οργάνων.
Ωστόσο, η τήρηση λογιστικών βιβλίων μπορεί να εξυπηρετήσει ιδιωτικά συμφέροντα, ειδικά σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο για οικονομικές απαιτήσεις ή συμφωνίες. Αυτό θα συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν συμφωνείται αντάλλαγμα για προμήθεια εμπορικού αντιπροσώπου ή αμοιβή μελών του ΔΣ, όταν υπολογίζεται επί των κερδών. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η παράλειψη τήρησης των απαραίτητων εγγραφών μπορεί να αναπληρωθεί με άλλους τρόπους, όπως με απόδειξη με κάθε μέσο, επίδειξη των βιβλίων ή με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 207 ΑΚ. Σε γενικές, όμως, γραμμές, η τήρηση βιβλίων διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση της διαφάνειας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ως αντιστάθμισμα για την ευθύνη τήρησης επαγγελματικών αρχείων και ως κίνητρο για την ενθάρρυνση της τήρησής τους, ο νόμος παρέχει μεγαλύτερη αξιοπιστία στα αρχεία αυτά, αντιμετωπίζοντάς τα ως ιδιωτικά έγγραφα (ΚΠολΔ 444 παρ. 1 περ. α). Αυτό σημαίνει ότι όταν πρόκειται για την υποστήριξη της υπόθεσης ενός εμπόρου, δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτά τα αρχεία και ευνοούν εκείνον τον έμπορο που τα έχει «τακτικώς» τηρήσει. Ενώ, λοιπόν, είναι κανόνας πως το ιδιωτικό έγγραφο χρησιμοποιείται ως αποδεικτικό στοιχείο κατά του εκδότη του, στην περίπτωση των βιβλίων που αναφέρονται στο άρθρο 444 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ, αυτός ο κανόνας κάμπτεται: Τα βιβλία αποδεικνύουν και υπέρ του τηρήσαντος, αν και δεν φέρουν την υπογραφή του, με την προϋπόθεση ότι είναι συνταγμένα σύμφωνα με τους νόμιμους τύπους (ΚΠολΔ 445). Κατά συνέπεια, τα εμπορικά βιβλία μπορούν, επίσης, να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία υπέρ του ατόμου που τα εξέδωσε, ακόμα κι αν δεν φέρουν την υπογραφή του.
Αναλυτικότερα, στην περίπτωση που τα βιβλία προβάλλονται από τον έμπορο κατ’ άλλου εμπόρου, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όσα καταγράφονται εντός αυτών, με δυνατότητα φυσικά ανταπόδειξης. Αντίθετα, στην περίπτωση που η εγγραφή προβάλλεται κατά μη εμπόρου, αποτελεί απόδειξη μόνο για το μέγεθος της απαίτησης, με την προϋπόθεση, όμως, ότι η ύπαρξη αυτής αποδεικνύεται κατ’ άλλο τρόπο, και μόνο για ένα έτος, αφού έγινε η σχετική εγγραφή στα βιβλία, εκτός αν ο υπόχρεος αναγνώρισε με την υπογραφή του το περιεχόμενο. Ωστόσο, με την πάροδο του ενός έτους τα βιβλία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη συναγωγή δικαστικού τεκμηρίου κατά τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 339 ΚΠολΔ, εφόσον επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες.
Παράλληλα, όσον αφορά την υπέρ του εμπόρου αποδεικτική ικανότητα των βιβλίων, για να έχει την προσήκουσα ισχύ, απαιτείται τα βιβλία να έχουν τηρηθεί κατά τον εμπορικό νόμο ή άλλες διατάξεις. Επομένως, περιλαμβάνονται όσα «αρχεία» προβλέπονται από τον Ν. 4308/2014, σε αντίθεση με τα «λογιστικά στοιχεία» ή «παραστατικά» που δεν αποτελούν εμπορικά βιβλία, όπως είναι τα τιμολόγια που δεν είναι υπογεγραμμένα από πελάτη. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως εάν οι δύο διάδικοι είναι έμποροι και τα αναφερόμενα στα βιβλία τους είναι αντίθετα, η αποδεικτική τους αξία αλληλοεξουδετερώνεται.
Η ισχύς της αποδεικτικής αξίας των εμπορικών βιβλίων προέρχεται από το ίδιο το βιβλίο και όχι από συγκεκριμένη εγγραφή. Αυτό σημαίνει ότι η αξιοποίηση της αποδεικτικής δύναμης των εν λόγω βιβλίων δεν επιτυγχάνεται με μία μόνο απλή επίδειξη στο δικαστήριο των εγγραφέντων στοιχείων μεμονωμένα, αλλά απαιτείται επιπλέον απόδειξη ότι τα βιβλία τηρήθηκαν «τακτικώς». Έτσι, λοιπόν, η προσαγωγή αποσπάσματος ή αντιγράφου από το βιβλίο είναι μεν εφικτή, δεν είναι, όμως, αρκετή, ώστε να αποδείξει την τακτική τήρηση που απαιτείται. Η νομολογία, όμως, έχει κάνει δεκτή αρκετές φορές την απόδειξη μέσω αποσπάσματος, με τη δυνατότητα, βέβαια, ανταπόδειξης του αντιδίκου.
Όπως αναφέραμε και ανωτέρω, η αυξημένη αποδεικτική δύναμη των βιβλίων λειτουργεί κυρίως υπέρ του εμπόρου. Ωστόσο, μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του βιβλία με τη συνήθη αποδεικτική δύναμη, η οποία θα υπάρχει ακόμη και αν δεν έχουν τηρηθεί «τακτικώς». Οι εγγραφές δηλαδή θα αποδεικνύουν κατά του εμπόρου, όπως θα συνέβαινε και με οποιοδήποτε άλλο ιδιωτικό έγγραφο. Συνεπώς, εάν η εγγραφή εμπεριέχει δήλωση για οφειλή ή απλή δήλωση πως έλαβαν χώρα πραγματικά γεγονότα από τα οποία συνάγεται άμεσα η οφειλή ή δήλωση εξόφλησης, θα έχουν κατά του εμπόρου τυπική αποδεικτή ισχύ.
Ολοκληρώνοντας, είναι γεγονός πως μέσω της τήρησης εμπορικών βιβλίων αποτυπώνεται η δράση των εμπόρων και προωθείται η διαφάνεια, μέσω της οποίας δημιουργείται σαφώς εμπιστοσύνη σε τρίτους. Μέσω της ακριβούς καταγραφής επιτυγχάνεται η διαμόρφωση ετήσιων καταστάσεων με βάση ένα ομοιόμορφο σύστημα, αλλά και η συμμόρφωση της επιχείρησης με τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της τήρησης των εγγραφών είναι η αποδεικτική δύναμη που τις διακατέχει, με αποτέλεσμα ο έμπορος να μην περιέρχεται σε δυσμενή θέση, όταν πρόκειται για οποιουδήποτε είδους αξίωση εναντίον του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Περάκης Εμμ., Ρόκας Ν., Γενικό μέρος Εμπορικού Δικαίου-Αξιόγραφα, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2018
- Παμπούκης Κ., Παπαδρόσου-Αρχανιωτάκη Π., Εμπορικό Δίκαιο, 4η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2001