Της Γεωργίας Σκαμπελτζή,
Μπορεί τα φώτα να έχουν πέσει τις τελευταίες μέρες στο εκρηκτικό κλίμα που επικρατεί στην Κουμουνδούρου, όμως και τα υπόλοιπα κόμματα αντιμετωπίζουν τις δικές τους εσωκομματικές κρίσεις. Πρώτα η Ν.Δ. ήταν αυτή που πέρασε από 40 κύματα εξαιτίας του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, μέχρι αυτό να ψηφιστεί με τη βοήθεια της Αντιπολίτευσης. Τώρα, έχει έρθει η σειρά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. να περάσει τη δοκιμασία του και αναμένουμε να δούμε αν θα βγει λαβωμένο ή όχι.
Η δήλωση της Νάντιας Γιαννακοπούλου ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια ήταν αυτή που προκάλεσε ερωτηματικά σχετικά με τη στάση του κόμματος απέναντι στους Βουλευτές που ενδεχομένως αντιτεθούν στην επίσημη γραμμή και αν τεθεί θέμα κομματικής πειθαρχίας. Αυτό, καθώς ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει καταστήσει σαφές ότι το κόμμα του δεν προτίθεται να ψηφίσει υπέρ. Παράλληλα, μέσω του τομεάρχη Παιδείας, Στέφανου Παραστατίδη, έγινε γνωστή η θέση της «πράσινης» παράταξης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ώστε τα ελληνικά δημόσια Πανεπιστήμια να αναβαθμιστούν. Μπορεί ένα τέτοιο ζήτημα να λυθεί με την επιλογή της αποχής από την ψηφοφορία, ακολουθώντας την πρόσφατη τακτική της κυβερνώσας παράταξης, ή θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει σε μεγαλύτερη σύγκρουση; Άλλωστε και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει παρελθόν στις εσωκομματικές κρίσεις…
Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δημοσκοπικά βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά από χρόνια, αλλά φαίνεται να έχει πιάσει ταβάνι, καθώς η άνοδος που είχε σημειώσει έχει δώσει τη θέση της στη στασιμότητα. Αν υπήρχε ένα κόμμα που θα μπορούσε βγει κερδισμένο από την αποσύνθεση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θα ήταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ., δεδομένου ότι κατά την προηγούμενη δεκαετία είχε συμβεί το αντίστροφο.
Όμως, για να ενισχυθεί ένα κόμμα δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στη δυσαρέσκεια των πολιτών αναφορικά με τους χειρισμούς των αντιπάλων. Χρειάζεται υπεύθυνη στάση ως προς τα κρίσιμα ζητήματα, κριτική και παρουσίαση εναλλακτικών προτάσεων, αλλά και συναίνεση με το κυβερνητικό έργο σε ορισμένα ζητήματα και εφόσον η όποια πρόταση είναι αντικειμενικά ορθή και επωφελής για το σύνολο. Συγχρόνως, απαιτείται αυτοκριτική και αξιολόγηση των μηνυμάτων που στέλνουν οι πολίτες, ώστε να ακολουθήσουν βελτιωτικές ενέργειες και τελικά να επανέλθει στο πολιτικό τοπίο ως κόμμα εξουσίας που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στα ίσια τη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, που, παρά τα λάθη στα οποία έχει υποπέσει, απολαμβάνει ακόμη την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Το κενό που υπάρχει στην Αντιπολίτευση θα μπορούσε να καλυφθεί από την παράταξη της Χαριλάου Τρικούπη, εφόσον θέλει να χαρακτηρίζεται ως κόμμα εξουσίας, παρ’ όλα αυτά βρίσκεται σε αμηχανία. Και όσο βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση, είναι πιθανό να μην προσελκύσει ψηφοφόρους, ανεξάρτητα από τον χώρο στον οποίο στοχεύει να κυριαρχήσει.