Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Η γήρανση του πληθυσμού είναι μια τάση που παρατηρείται στην Ευρώπη εδώ και αρκετές δεκαετίες. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται στα ιστορικά χαμηλά ποσοστά γονιμότητας, το παρατεταμένο προσδόκιμο ζωής και, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα μεταναστευτικά πρότυπα, ιδίως στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) με καθαρή εισροή συνταξιούχων. Οι προβλέψεις δείχνουν ταχεία επιτάχυνση της γήρανσης του πληθυσμού της Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια, με αξιοσημείωτη αύξηση τόσο του αριθμού όσο και του ποσοστού των ηλικιωμένων ατόμων. Οι μητροπολιτικές περιοχές έχουν βιώσει σημαντική αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού, με αύξηση 24% που παρατηρήθηκε μεταξύ 2001 και 2011. Επιπλέον, σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις και περιφέρειες παρατηρήθηκε ακόμα πιο σημαντική αύξηση που ξεπέρασε το 50% (ESPON, 2021). Σύμφωνα με τη Eurostat (2020), αναμένεται ότι μέχρι το 2050, η Ε.Ε. θα φιλοξενεί σχεδόν μισό εκατομμύριο άτομα ηλικίας 100 ετών και άνω, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1. Επιπλέον, έως το 2100, το ποσοστό του ευρωπαϊκού πληθυσμού ηλικίας 80 ετών και άνω αναμένεται να αυξηθεί από 6% σε σχεδόν 15%.
Ο βαθμός γήρανσης του πληθυσμού διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών και των περιφερειών. Στο σύνολο της Ε.Ε., περίπου το 20% του πληθυσμού ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω το 2019. Η Ιταλία είχε το υψηλότερο ποσοστό με 23%, ενώ η Ιρλανδία το χαμηλότερο με 14%, όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 2 (Eurostat, 2020). Όχι μόνο τα επίπεδα γήρανσης του πληθυσμού διαφέρουν μεταξύ των χωρών, αλλά οι διαφορές μεταξύ των περιφερειών της Ευρώπης είναι συχνά ακόμα πιο έντονες. Σε επίπεδο πόλεων, μέρη όπως η Βαρκελώνη, το Άμστερνταμ, το Γκέτεμποργκ, το Μάντσεστερ, η Νάντη, το Όσλο και η Σαραγόσα έχουν ήδη ποσοστά ηλικιωμένων πολιτών υψηλότερα από τον μέσο όρο. Οι προβλέψεις δείχνουν ότι έως το 2030, σε ορισμένες περιπτώσεις, έως και το 30% των κατοίκων τους θα είναι άνω των 65 ετών (ESPON, 2021).
Η γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να απαιτήσει αυξημένη δημόσια χρηματοδότηση, λόγω της αυξημένης χρήσης υγειονομικής περίθαλψης και άλλων δημόσιων υπηρεσιών. Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2015, οι δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη, τη μακροχρόνια φροντίδα και τις συντάξεις προβλέπεται να αυξηθούν από 21% του Α.Ε.Π. το 2013 σε 23% του Α.Ε.Π. το 2060. Κατά συνέπεια, οι Κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν κοινές προκλήσεις, όπως η κλιμάκωση των δημόσιων δαπανών για τη μακροχρόνια φροντίδα, οι τεταμένοι προϋπολογισμοί και η αυξανόμενη ζήτηση για υπηρεσίες και προϊόντα φροντίδας, καθιστώντας τη γήρανση προτεραιότητα σε όλους τους κυβερνητικούς τομείς.
Στο παρόν άρθρο κάνουμε μια αναφορά στην ανθεκτικότητα των ηλικιωμένων ατόμων με έμφαση στην Ε.Ε. ενόψει της πανδημίας Covid-19, καθώς φαίνεται οι επιπτώσεις της να έχουν μεγάλη διάρκεια στον χρόνο.
Η ερμηνεία του όρου ευαλωτότητα ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο εφαρμογής του (Miller et al., 2010). Αρχικά, απέκτησε εξέχουσα θέση ως θεμελιώδης έννοια σε διάφορους ακαδημαϊκούς κλάδους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην εννοιολόγησή της. Αρχικά, η ευαλωτότητα αναδείχθηκε ως βασικό αναλυτικό πλαίσιο στον τομέα των περιβαλλοντικών επιστημών, ιδίως όσον αφορά τις επιπτώσεις των φυσικών ή οικονομικών καταστροφών στις ανθρώπινες κοινότητες (Wisner, 1993). Επί του παρόντος, βρίσκει χρησιμότητα στους τομείς της ιατρικής και της δημόσιας υγείας, όπου χρησιμοποιείται ως επιδημιολογικός όρος (Hutcheon & Lashewicz, 2014). Πέρα από την επιστημονική διερεύνηση, η ευαλωτότητα διεισδύει στη χάραξη πολιτικής, στις παροχές υγειονομικής περίθαλψης και στις προσπάθειες κοινωνικής πρόνοιας (Brown et al, 2017).
Ο κίνδυνος της στενής κατανόησης της ευαλωτότητας έγκειται στην πιθανή παράβλεψη των ικανοτήτων των ατόμων εντός των ευάλωτων ομάδων (Anderson, 1994). Η ευαλωτότητα συχνά παρερμηνεύεται ως αδυναμία, με αποτέλεσμα τα άτομα να θεωρούνται ανίκανα να αυτοεξυπηρετηθούν ή να προστατευθούν. Η παροχή βοήθειας, αποκλειστικά βάσει των αντιληπτών αναγκών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υπάρχουσες ικανότητες, μπορεί να αποδυναμώσει περαιτέρω τα άτομα και να επιδεινώσει την ευαλωτότητα.
Επιπλέον, η τάση να χαρακτηρίζονται ορισμένες ομάδες ως καθολικά ευάλωτες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να είναι προβληματική. Για παράδειγμα, οι γυναίκες συχνά χαρακτηρίζονται ως «ευάλωτες» (Luna, 2009). Είναι όμως πάντα; Η απάντηση, προφανώς, είναι «όχι». Η ευαλωτότητα εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τους παράγοντες του περιβάλλοντος και μια ομάδα ευάλωτη σε μια κατάσταση μπορεί να μην είναι ευάλωτη σε μια άλλη.
Τέλος, η ευαλωτότητα δεν είναι μια στατική έννοια, αλλά εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου (European Commission, 2017). Οι πολιτικές που αποσκοπούν στη μείωση της ευαλωτότητας θα πρέπει να προσαρμόζονται και να επανεκτιμούν τις ομάδες-στόχους, καθώς επιτυγχάνεται αποτελεσματικότητα. Αυτό προϋποθέτει την κατανόηση της δυναμικής φύσης της ευαλωτότητας και τον συνεχή εντοπισμό των ευάλωτων ατόμων για αποτελεσματικές αποφάσεις διακυβέρνησης.
Ο εντοπισμός των βαθύτερων αιτιών της ευαλωτότητας είναι ζωτικής σημασίας και η υιοθέτηση μιας διατομεακής προοπτικής στη διαχείριση κινδύνων μπορεί να αποκαλύψει τις συστημικές ανισότητες που συμβάλλουν στην ευαλωτότητα κατά τη διάρκεια κρίσεων.
Η Eurostat αναφέρει ότι το 2020 τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) παρουσίασαν μείωση του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. κατά 6,0% και μείωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών και των ιδιωτικών κοινωνικών φορέων κατά 6,9% (Panarello & Tassinari, 2020). Μελέτες επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα που έχασαν τη δουλειά τους λόγω της πανδημίας είναι λιγότερο εξοπλισμένα για να διαχειριστούν σε σύγκριση με εκείνους που ήταν άνεργοι ακόμη και πριν από το ξέσπασμα της επιδημίας. Παραδόξως, εκείνοι που έλαβαν οικονομική βοήθεια φαίνεται να είναι οι πιο ευάλωτοι οικονομικά. Υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ της ικανότητας κάλυψης των οικονομικών αναγκών και της πιθανότητας απώλειας εργασίας με την αύξηση της ηλικίας, ωστόσο τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας είναι λιγότερο πιθανό να λάβουν οικονομική βοήθεια, καθιστώντας τα λιγότερο ευάλωτα οικονομικά από ό,τι αναμενόταν. Επιπλέον, τα άτομα που θεωρούν την υγεία τους ως μέτρια ή κακή είναι πιο επιρρεπή στην απώλεια εργασίας και λιγότερο ικανά να ανταπεξέλθουν σε σύγκριση με τα άτομα με καλύτερη υγεία.
Κατά συνέπεια, η πανδημία COVID-19 επιδείνωσε τις παγκόσμιες οικονομικές ανισότητες και έφερε στο φως τις υφιστάμενες ανισότητες που πλήττουν τα ηλικιωμένα άτομα, ιδίως τις ηλικιωμένες γυναίκες και τα άτομα με αναπηρία. Αυτό περιλαμβάνει ανεπαρκή πρόσβαση σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, περιορισμένη κοινωνική προστασία και εκτεταμένες ηλικιακές διακρίσεις. Στην ουσία, εκτός από τις επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των ηλικιωμένων ατόμων, η πανδημία έχει εισάγει διάφορες οικονομικές προκλήσεις για αυτά, επιδεινώνοντας τους υφιστάμενους κινδύνους οικονομικής δυσπραγίας κατά τη διάρκεια των υφέσεων (Iob et al., 2022).
Οι ηλικιωμένοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στις επιπτώσεις της οικονομικής αστάθειας και της ύφεσης, ιδίως όταν αυτές εμφανίζονται ξαφνικά και απροσδόκητα, σε σύγκριση με τους νεότερους ενήλικες. Όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της ύφεσης του 2008, οι ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν συνήθως σημαντικές μειώσεις στην καθαρή τους αξία εν μέσω οικονομικών υφέσεων. Μεταξύ των ηλικιωμένων ενηλίκων, όσοι είναι ηλικίας 65-74 ετών και εξακολουθούν να εργάζονται επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις υφέσεις. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι οι ηλικιωμένοι ενήλικες που δεν έχουν συνταξιοδοτηθεί ακόμη είναι λιγότερο πιθανό να βασίζονται σε σταθερές πηγές εισοδήματος όπως η κοινωνική ασφάλιση, ενώ τα νεότερα άτομα μπορεί να βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία αποπληρωμής στεγαστικών δανείων (Iob et al., 2022).
Οι οικονομικοί περιορισμοί συμβάλλουν σημαντικά στην επισιτιστική ασφάλεια μεταξύ των ηλικιωμένων ατόμων, που επιδεινώνεται από προκλήσεις όπως οι περιορισμοί στις κρατικές παροχές τροφίμων, η απροθυμία χρήσης των διαθέσιμων παροχών λόγω αμηχανίας ή έλλειψης πληροφοριών και η δυσκολία πλοήγησης στις διαδικασίες υποβολής αιτήσεων. Η αναστολή υπηρεσιών όπως οι τράπεζες τροφίμων και τα γεύματα σε κέντρα ηλικιωμένων, μαζί με τον φόβο χρήσης τους, επιδεινώνουν περαιτέρω το ζήτημα. Πολλοί ηλικιωμένοι που χρειάζονται εξειδικευμένη διατροφή για χρόνιες παθήσεις δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε κατάλληλα τρόφιμα, με αποτέλεσμα περιττές επισκέψεις σε νοσοκομεία και αυξημένη χρήση υγειονομικής περίθαλψης (Goger, 2020). Οι χρόνιες ιατρικές παθήσεις αποτελούν, επίσης, σημαντικό οικονομικό βάρος, με τους ιατρικούς λογαριασμούς να αποτελούν την κύρια πηγή χρέους των ηλικιωμένων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κόστος των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, τα οποία αποτελούν σημαντικό μέρος των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης, είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό, με τους ηλικιωμένους να παραλείπουν συχνά δόσεις ή συνταγές λόγω ανησυχιών για το κόστος (HPI, 2017).
Κλείνοντας, παρά τον παγκόσμιο αντίκτυπο της πανδημίας στους ηλικιωμένους και την αναμενόμενη επιβάρυνση των οικονομικών πόρων των χωρών, οι ηλικιωμένοι συχνά παραμένουν αγνοημένοι στις προσπάθειες παρακολούθησης των επιπτώσεων της πανδημίας. Συχνά αποκλείονται ή υποεκπροσωπούνται στα επίσημα συστήματα δεδομένων COVID-19, με περιορισμένη συλλογή δεδομένων και αποσπασματικές προσπάθειες για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η πανδημία επηρεάζει ειδικά τις ηλικιακές ομάδες των ηλικιωμένων. Αυτές οι ελλείψεις δεδομένων εμποδίζουν τις αποτελεσματικές προσπάθειες αντιμετώπισης και ανάκαμψης που είναι προσαρμοσμένες στις ανάγκες και τα δικαιώματα των ηλικιωμένων, εμποδίζοντας τη δυνατότητά τους να θέσουν τις αρχές προ των ευθυνών τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Anderson, M. B. (1994). The concept of vulnerability: beyond the focus on vulnerable groups. International Review of the Red Cross (1961-1997), 34(301), 327-332
- Brown, K., Ecclestone, K., & Emmel, N. (2017). The many faces of vulnerability. Social Policy and Society, 16(3), 497–510.
- The ageing revolution: towards a European Silver Deal?, espon.eu, διαθέσιμο εδώ
- Thematic session 3: Addressing the health needs of vulnerable and isolated groups- Concept Paper, health.ec.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Ageing Europe – statistics on population developments, ec.europa.eu, διαθέσιμο εδώ
- Goger, A. (2020). For millions of low-income seniors, coronavirus is a food-security issue. Washington, DC: The Brookings Institution.
- Prescription Drugs, hpi.georgetown.edu, διαθέσιμο εδώ
- Hutcheon, E., & Lashewicz, B. (2014). Theorizing resilience: Critiquing and unbounding a marginalizing concept. Disability
- Iob, E., Steptoe, A., & Zaninotto, P. (2022). Mental health, financial, and social outcomes among older adults with probable COVID-19 infection: A longitudinal cohort study. Proceedings of the National Academy of Sciences, 119(27),
- Luna, F. (2009). Elucidating the concept of vulnerability: Layers not labels. IJFAB: International Journal of Feminist Approaches to Bioethics, 2(1), 121-139.
- Miller, F., Osbahr, H., Boyd, E., Thomalla, F., Bharwani, S., Ziervogel, G.,… & Nelson, D. (2010). Resilience and vulnerability: complementary or conflicting concepts?. Ecology and Society, 15(3).
- Panarello, D., & Tassinari, G. (2022). The consequences of COVID-19 on older adults: evidence from the SHARE Corona Survey. National Accounting Review, 4(1), 56-73.
- Wisner, B. (1993). Disaster vulnerability: Scale, power and daily life. GeoJournal, 30(2), 127–140.