Της Άννας Καρρά,
Στην ελληνική έννομη τάξη περιλαμβάνεται και το πτωχευτικό δίκαιο, δηλαδή ο κλάδος δικαίου που ενεργοποιείται όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε τόσο δυσμενή οικονομική κατάσταση που δε δύναται να εξοφλήσει τα χρέη του. Πρόκειται για ένα διμερές πρόβλημα που μετατρέπεται σε συλλογικό, με δυσμενείς συνέπειες στο πρόσωπο του οφειλέτη, της οικογένειας του αλλά και εν γένει της οικονομίας. «Πρωταγωνιστές» της διαδικασίας είναι ο οφειλέτης και οι δανειστές και πιο συγκεκριμένα τα πρόσωπα που έχουν ληξιπρόθεσμη ενοχική χρηματική απαίτηση εναντίον του. Βασικές αρχές που διέπουν το σύνολο των διατάξεων αυτών είναι η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης των δανειστών και η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης τους, δηλαδή να μη λάβουν λιγότερα από όσα θα λάμβαναν με την ατομική δίωξη του οφειλέτη ή ασκώντας τα συμβατικά δικαιώματα τους πάνω στα πράγματά του (κυριότητα, περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα). Αξίζει να σημειωθεί, πως προκειμένου να αποφευχθεί η δικαστική διαδικασία της πτώχευσης, τα πρόσωπα δύνανται να συνάψουν εξωπτωχευτικές συμφωνίες για την αποτροπή της.
Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του οφειλέτη και στην επιστροφή των παραγωγικών μέσων σε παραγωγικές χρήσεις το συντομότερο δυνατόν (άρθρο 75 ΚΑφ). Απαραίτητη προϋπόθεση για την κήρυξη της πτώχευσης είναι, καταρχάς, τα πρόσωπα να έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή, να επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Αξιοσημείωτο είναι πως τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιοι οργανισμοί και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν να πτωχεύσουν γιατί εξασφαλίζουν τη λειτουργία και τη συνέχεια της κρατικής εξουσίας(άρθρο 76 παρ.1 και 2 ΚΑφ). Έπειτα, απαραίτητο κρίνεται ο οφειλέτης να βρίσκεται σε κρίση, η οποία εκδηλώνεται με διάφορα συμπτώματα.
Αναλυτικότερα, ο οφειλέτης πρέπει να μην μπορεί να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές απαιτήσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο. Ωστόσο, αν εκείνος εξοφλήσει κάποιες μεμονωμένες οφειλές, δεν αποτελεί τροχοπέδη για την συνέχιση της διαδικασίας με τη συνδρομή της προϋπόθεσης της παύσης πληρωμών. Συμπληρωματικά, όταν ο ίδιος ο οφειλέτης αιτείται την πτώχευση, δύναται να επικαλεσθεί πως με βάση τις οικονομικές δυνατότητές του στο μέλλον δε θα μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Πρόκειται για τη λεγόμενη «αναμενόμενη παύση πληρωμών» ως λόγο κήρυξης (άρθρο 77 παρ. 1 και 3 ΚΑφ). Ως ημέρα παύσης πληρωμών τεκμαίρεται η ημέρα υποβολής της αίτησης της πτώχευσης. Τέλος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ικανού ενεργητικού για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας, όπως αμοιβή του συνδίκου και δικαστικά έξοδα (άρθρο 77 παρ. 4 ΚΑφ).
Πτωχευτική ικανότητα έχουν και τα φυσικά πρόσωπα και τα νομικά πρόσωπα, όπως εταιρίες, με αποτέλεσμα να καθιερώνεται το εταιρικό πτωχευτικό δίκαιο. Στόχος, πλέον, της εταιρείας δεν αποτελεί μόνο η προστασία των συμφερόντων των μετόχων, αλλά και η προστασία των συμφερόντων των πιστωτών. Άλλωστε, δημιουργείται και ευθύνη των διοικούντων για πράξεις που μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στην πτωχευτική διαδικασία και στους πιστωτές.
Ενεργητική νομιμοποίηση να υποβάλλουν αίτηση προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων αναγνωρίζει ο νόμος στους πιστωτές, στον οφειλέτη αλλά και στον εισαγγελέα. Πιο συγκεκριμένα, ο πιστωτής πρέπει να έχει έννομο συμφέρον, δηλαδή να έχει γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική απαίτηση κατά του οφειλέτη και να μπορεί να πείσει το δικαστήριο για την ύπαρξη της (πιστευτή απαίτηση). Αντίθετα, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει αίτηση προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο σε τριάντα ημέρες από την ημέρα παύσης των πληρωμών του. Η υποχρέωση του αυτή είναι αυτοτελής και δεν επηρεάζεται από την παράλληλη υποβολή αίτησης των πιστωτών του.
Επιπρόσθετα, δικαίωμα να υποβάλει αίτηση έχει και ο εισαγγελέας για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή για την αποτροπή των συνεπειών σε περίπτωση που δεν ζητούν την πτώχευση ούτε ο οφειλέτης ούτε οι πιστωτές του (άρθρο 79 ΚΑφ). Παθητικά νομιμοποιείται ο οφειλέτης. Τα απαιτούμενα στοιχεία της αίτησης, προκειμένου αυτή να είναι παραδεκτή, είναι η αναγραφή των στοιχείων του οφειλέτη και η διεύθυνσή του και αν είναι έμπορος, ο αριθμός Γενικού Εμπορικού Μητρώου. Ακόμη, είναι δυνατό να προταθεί το πρόσωπο που θα διατελέσει το λειτούργημα του συνδίκου αναφέροντας τα στοιχεία του (άρθρο 79 παρ. 3 και 4 ΚΑφ). Απαραίτητη είναι και η καταβολή παραβόλου ύψους 500 ευρώ για την κάλυψη των πρώτων εξόδων της διαδικασίας (άρθρο 79 παρ. 8 ΚΑφ). Τελευταίο στάδιο αποτελεί η δημοσίευση της αίτησης στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Αφού το δικαστήριο προβεί σε έλεγχο νομιμότητας των προϋποθέσεων και σκοπιμότητας της αίτησης, εκδίδει την πτωχευτική απόφαση, με την οποία είτε κάνει δεκτή την αίτηση είτε την απορρίπτει. Η δεκτή απόφαση κηρύσσει την πτώχευση της περιουσίας του οφειλέτη με αποτέλεσμα την επιβολή περιορισμών και την απώλεια δικαιωμάτων του. Αναλυτικότερα, επέρχεται πτωχευτική απαλλοτρίωση, δηλαδή ο οφειλέτης στερείται το δικαίωμα διάθεσης και διαχείρισης της πτωχευτικής περιουσίας και την εκπροσώπησή της σε δικές που ανακύπτουν μετά την πτώχευση και έχουν αντικείμενο αυτήν (άρθρο 93 ΚΑφ). Οι εξουσίες αυτές ασκούνται από τον σύνδικο, ένα πρόσωπο που κατέχει την απαραίτητη εμπειρία και γνώσεις για την διαχείριση της κατάστασης, προκειμένου να μη βλαφθούν τα συμφέροντα των πιστωτών.
Με τον όρο πτωχευτική περιουσία, νοείται το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που έχει στην νομή του ο οφειλέτης κατά τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης οπουδήποτε και αν βρίσκονται. Διακρίνεται από τη μεταπτωχευτική περιουσία, δηλαδή την περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης και η οποία δεν είναι υπέγγυα για την ικανοποίηση των πιστωτών του. Έτσι, δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία στον οφειλέτη, ακόμα και μετά την πτώχευση, να μπορέσει να ανακάμψει οικονομικά. Σημαντικός είναι και ο ρόλος του εισηγητή δικαστή, ο οποίος ελέγχει τον σύνδικο και σε πολλές περιπτώσεις είναι απαραίτητη η άδειά του για τη διενέργεια πράξεων είτε από τον οφειλέτη είτε από τον σύνδικο, όπως η σύναψη συμβάσεων, η χορήγηση δανείων κ.α.
Έχει μεγάλη σημασία η απογραφή του ενεργητικού και του παθητικού της περιουσίας για την ολοκλήρωση της διαδικασίας, καθώς πρέπει να είναι γνωστό το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων που είναι υπέγγυα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών, αλλά και το σύνολο των χρεών της. Συμπληρωματικά, η πτωχευτική διαδικασία τερματίζεται πριν από την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο διενεργήθηκε, όταν δεν επαρκεί το ενεργητικό της περιουσίας του οφειλέτη για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας και όταν παρέλθουν πέντε έτη από την κήρυξη της πτώχευσης, με το σκεπτικό ότι, εφόσον μέχρι τότε δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία, δεν πρόκειται να αποδώσει καρπούς μετέπειτα. Αντίθετα, περατώνεται ομαλά είτε με την ρευστοποίηση της περιουσίας και την ικανοποίηση των πιστωτών είτε με την καταβολή των χρεών και των τόκων από τον οφειλέτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ευάγγελος Εμμ. Περάκης, Πτωχευτικό δίκαιο, 4η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021
- Νόμος 3588/2007, Πτωχευτικός Κώδικας, kodiko.gr, διαθέσιμο εδώ