Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Ο 6ος αιώνας ήταν δεδομένα μια από τις πιο ταραγμένες περιόδους στην ιστορία του μεσογειακού κόσμου. Η πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε διαταράξει τα δεδομένα τα οποία διέπαν την περιοχή αυτή για τους τελευταίους πέντε αιώνες, ενώ η προσπάθεια του Ιουστινιανού να ανακτήσει τα χαμένα εδάφη οδήγησε σε αιματηρούς πολέμους ενάντια στα γερμανικά φύλα. Οποιοσδήποτε καλούταν να καλύψει την περίοδο αυτή, στην οποία οι σταθερές του αρχαίου κόσμου είχαν κλονιστεί συθέμελα, αναλάμβανε δεδομένα ένα πολύ δύσκολο έργο. Ο πλέον γνωστός ιστορικός της εποχής, ήταν ο Προκόπιος από την Καισαρεία της Παλαιστίνης, ο οποίος και έγραψε βιβλία σχετικά με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, παρουσιάζοντας όμως έντονη προκατάληψη ενάντια στον Ιουστινιανό.
Ο Προκόπιος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης κάπου μεταξύ του 490 και του 500, και σπούδασε νομική. Οι δικανικές του δεξιότητες του άνοιξαν τον δρόμο ώστε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη και να διοριστεί γραμματέας του στρατηγού του Ιουστινιανού, Βελισσαρίου. Ο διορισμός του αυτός είχε ως αποτέλεσμα να ζήσει από κοντά τις εκστρατείες του Βελισσαρίου στην Αφρική, εναντίον των Βανδάλων, και τον μεγάλο πόλεμο του στρατηγού στην Ιταλία ενάντια στους Οστρογότθους.
Μετά από τις πολυετείς εκστρατείες του, επέστρεψε στην Βασιλεύουσα και το 550 δημοσίευσε το πρώτο του έργο, το «Υπέρ των Πολέμων», στο οποίο ανέλυε τα τεκταινόμενα στις εκστρατείες του Βελισσαρίου καθώς και σε άλλα μέτωπα. Το βιβλίο αυτό βασίζεται κατά κύριο λόγο στα απομνημονεύματα του ίδιου από τις εκστρατείες, και ακόμα και σήμερα είναι η βασική πηγή από την οποία γνωρίζουμε τα γεγονότα των πολέμων του Ιουστινιανού. Γίνεται λόγος στα πρώτα δυο βιβλία για τους πολέμους ενάντια στους Πέρσες μέχρι το 550. Τα επόμενα δυο βιβλία αναφέρονται στον Βανδαλικό πόλεμο στην Αφρική, τον οποίο και έζησε ο Προκόπιος, καθώς και για την κατάσταση της περιοχής μετά την κατάκτησή της από τον Βελισάριο, ενώ το έργο περιλαμβάνει ακόμα τρία βιβλία στα οποία αναλύεται ο πόλεμος ενάντια στους Γότθους στην Ιταλία. Καθώς ο Ιουστινιανός δεν είχε ενισχύσει τον Βελισσάριο όσο θα έπρεπε κατά την διάρκεια των πολέμων αυτών, γεγονός το οποίο προφανώς είχε δυσαρεστήσει τον Προκόπιο, ο ιστορικός απέφυγε τις αναφορές στον Αυτοκράτορα και αρκέστηκε στο να εκθειάζει τον Βελισσάριο. Από το βιβλίο του αυτό φαίνεται η εξαιρετική γνώση της ελληνικής γλώσσας από τον Προκόπιο, παράλληλα με τις σαφείς επιρροές του γραπτού λόγου του από τα κείμενα του Θουκυδίδη. Η ευρυμάθειά του, βέβαια, φαίνεται από το γεγονός πως η φιλοσοφία του σε ουκ ολίγα σημεία μοιάζει με εκείνη του Ηροδότου, κάτι το οποίο μας φανερώνει πως είχε μελετήσει αρκετά τους κλασσικούς Έλληνες ιστοριογράφους. Παρά ταύτα οι περιγραφές του περιέχουν και στοιχεία της εποχής του, όπως η περιγραφή θαυμάτων και προλήψεων, χωρίς ωστόσο να αλλοιώνεται η λογική βάση της ιστορικής του αφήγησης.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, εκτός από τις εκτενέστατες πολεμικές επιχειρήσεις, έλαβε χώρα και η εκτενής ανοικοδόμηση της Αυτοκρατορίας. Συνεπώς ο Ιουστινιανός, ο οποίος είχε δυσαρεστηθεί από την έλλειψη θετικών αναφορών προς το πρόσωπό του στο «Υπέρ των Πολέμων», ζήτησε από τον Προκόπιο να γράψει ένα έργο στο οποίο να αναφέρεται στον εξωραϊσμό της Αυτοκρατορίας κατά την διάρκεια της βασιλείας του. Ο ιστορικός, παρότι δεν συμπαθούσε τον Ιουστινιανό, άδραξε την ευκαιρία και δημιούργησε το έργο «Περί Κτισμάτων», για την συγγραφή του οποίου φαίνεται πως ήταν διαθέσιμα κρατικά έγγραφα, συνεπώς οι περιγραφές που δίνονται είναι αρκετά ακριβείς. Το έργο περιείχε έξι βιβλία, και δημοσιεύτηκε το 560.
Στο πρώτο βιβλίο περιγράφονταν τα έργα εντός της Κωνσταντινούπολης, η ανέγερση εκκλησιών και άλλων κτηρίων στην περιοχή της Βασιλεύουσας, ενώ αρκετές σελίδες αυτού του βιβλίου αφιερώθηκαν στην εμβληματική εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Το δεύτερο βιβλίο αναφερόταν στα οχυρωματικά έργα στο ανατολικό σύνορο, ενώ στο τρίτο βιβλίο αναλύθηκαν τα έργα που έγιναν στην περιοχή του Καυκάσου και του Πόντου. Στην συνέχεια γράφτηκε το τέταρτο βιβλίο, στο οποίο έγινε λόγος για τις νέες οχυρώσεις στην περιοχή του Δούναβη, αλλά και για τα έργα που έγιναν σε πόλεις των Βαλκανίων. Τέλος, μέσω των δύο τελευταίων βιβλίων διασώζονται οι αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις στην Μικρά Ασία και στην Βόρεια Αφρική, ενώ σε όλα αυτά τα βιβλία μαθαίνουμε για τις δεκάδες νέες πόλεις που ιδρύθηκαν ή ανακατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας. Το έργο αυτό μπορεί να είναι το λιγότερο γνωστό από αυτά του Προκόπιου, ωστόσο παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την πρόοδο της αρχιτεκτονικής την περίοδο εκείνη, ενώ είναι η βασική απόδειξη της πρόθεσης του Ιουστινιανού να καταστήσει την Αυτοκρατορία του πιο ζωντανή και λειτουργική, παράλληλα με την εδαφική της επέκταση.
Το τρίτο και τελευταίο έργο του είναι το πλέον γνωστό, καθώς η «Απόκρυφη Ιστορία» είναι στην ουσία μια λίβελλος κατά του Ιουστινιανού, της συζύγου του Θεοδώρας και των στενότερών του συνεργατών, ακόμα και κατά του Βελισαρίου. Το έργο αυτό δημοσιοποιήθηκε σίγουρα μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού το 565, ωστόσο ο Προκόπιος προφανώς είχε συλλέξει τα στοιχεία για την συγγραφή του καθ΄ όλη την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού. Στο έργο του αυτό παρουσιάζει τον Βελισάριο ως ζηλόφθονα προς την σύζυγό του, ενώ αναφερόταν στον τρόπο με τον οποίο η ζηλοφθονία αυτή επηρέαζε την απόδοσή του ως στρατηγός, ενώ σε επόμενο κεφάλαιο φαίνεται να τον ταπεινώνει η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Επόμενος στόχος του ιστορικού γίνεται ο Ιουστίνος, προκάτοχος και θείος του Ιουστινιανού, ο οποίος αντιμετώπιζε τις καταστάσεις με απάθεια, και είχε αφήσει στην ουσία τον ανιψιό του να κυβερνά ήδη από τα χρόνια που ο Ιουστίνος ήταν Αυτοκράτορας. Το έργο συνεχίζεται με οξείες κατηγορίες εναντίον της Θεοδώρας, η οποία κατά τον Προκόπιο ήταν γυναίκα χαλαρών ηθών και κατάφερε να αποπλανήσει τον Ιουστινιανό, ώστε ο τελευταίος να την ερωτευθεί και να την παντρευτεί, ενώ σύμφωνα με την αφήγηση του ιστορικού όποιος έχανε την εύνοια της Αυτοκράτειρας αντιμετώπιζε πόλεμο με κάθε αθέμιτο μέσο από εκείνη, καθώς η Θεοδώρα κατάφερνε και χειραγωγούσε τον Ιουστινιανό.
Στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα κατευθύνεται το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου και οι πλέον έντονες μομφές. Σύμφωνα με την «Απόκρυφη Ιστορία», ο Ιουστινιανός είχε καταλύσει κάθε έννοια δικαιοσύνης, καθιστώντας την προνόμιο των λίγων, άποψη για την οποία οι σημερινοί ιστορικοί επικρίνουν έντονα τον Προκόπιο, καθώς ο Ιουστινιανός ήταν ο Αυτοκράτορας ο οποίος συνέθεσε τους μέχρι τότε Αυτοκρατορικούς Νόμους, ώστε να δημιουργήσει ένα σαφέστερο δίκαιο (Codex Justinianus). Άλλη κατηγορία η οποία επιρρίπτεται σε εκείνον είναι η οικονομική απομύζηση των υπηκόων του, με τις πολλαπλές αυξήσεις φόρων τις οποίες επέφερε για να διεκπεραιώσει τόσο τις εκστρατείες του στην Δύση όσο και την ανοικοδόμηση της Αυτοκρατορίας. Από τον Προκόπιο μαθαίνουμε πως οι πολιτικές του Ιουστινιανού ζημίωσαν αρκετά και τους αγρότες, οι οποίοι ειδικά στα Βαλκάνια είδαν την γη τους να υφίσταται πολλαπλές λεηλασίες, ενώ αναφέρεται και ο τρόπος με τον οποίο ο Αυτοκράτορας εκμεταλλευόταν ακόμα και τους καλύτερους αξιωματικούς του, όπως ήταν ο Βελισάριος. Τέλος, προσπαθεί να διαλύσει και την χριστιανική εικόνα του Ιουστινιανού, καθώς αναφέρεται στις διώξεις των αιρετικών αλλά και σε πολλά σημεία στα οποία φαίνεται να υιοθετεί μια υποκριτική στάση προς τη θρησκεία.
Εν κατακλείδι, ο Προκόπιος κρίνεται ως ένας ιστορικός πολύτιμος για την λεπτομέρεια και την σαφήνεια των περιγραφών του, οι οποίες όταν δεν υπεισέρχεται το υποκειμενικό στοιχείο είναι πράγματι αξιοσέβαστες πηγές για την καταγραφή των γεγονότων της εποχής. Αναφορικά με την ύπαρξη ορισμένων υποκειμενισμών, θα αντιτάξουμε το επιχείρημα πως ειδικά την σκοτεινή εκείνη περίοδο η συγγραφή οποιασδήποτε αντικειμενικής ιστορικής περιγραφής ήταν ένα τρομερά δύσκολο εγχείρημα, ενώ αν κρίνουμε από άλλες πηγές της εποχής, αρκετές από τις κατηγορίες που εξαπολύει ενάντια στον Ιουστινιανό και τον περίγυρό του δεν είναι αβάσιμες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο (2015), The New Cambridge Medieval History: Volume 1, c.500–c.700, Έκδοση Cambridge University Press
- Procopius: Buildings, penelope.uchicago.edu, Διαθέσιμο εδώ
- Procopius: The Secret History, penelope.uchicago.edu, Διαθέσιμο εδώ
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.