Του Στάθη Αποστόλου,
Αν θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν ορισμό στα όσα διαδραματίστηκαν κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το νομοσχέδιο του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, θα μπορούσε να είναι πως ο πολυαναμενόμενος γάμος τελείωσε και τώρα θα πρέπει να έρθουμε στην ουσία του πράγματος. Το αν ήταν μια καλή ή κακή κίνηση θα το κρίνει ο χρόνος και όπως πάντα η κοινωνία. Όμως μία ομιλία από τις πολλές ήταν αυτή που προκάλεσε «πολιτικό σεισμό», αυτή του Αντώνη Σαμαρά.
Αυτό που μπορεί να καταλάβει εύλογα κάποιος είναι ότι η ομιλία του στη Βουλή δεν ήταν έγινε για να υπερασπιστεί την πυρηνική, όπως χαρακτηριστικά είπε, οικογένεια και ούτε για να προτάξει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να οδηγηθεί στο πρότυπο του Ηνωμένου Βασιλείου. Εξάλλου στην ομιλία του αφιέρωσε πολύ μεγάλο μέρος απευθυνόμενος προς τα κυβερνητικά έδρανα και συγκεκριμένα στον Υπουργό Επικρατείας Άκη Σκέρτσο, ο οποίος ήταν με το κεφάλι κάτω και φυσικά δεν απάντησε ποτέ σε κανένα από τα όσα ειπώθηκαν από τον κύριο Σαμαρά.
Όμως, αυτά τα οποία είπε ο Αντώνης Σαμαράς στη Βουλή ανοίγουν μια πολύ μεγάλη συζήτηση. Μια συζήτηση η οποία πρέπει να γίνει. Γιατί; Με βάση τα επιχειρήματα και την ανάλυση την οποία έκανε δείχνει ότι πραγματικά υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Πολυδιάστατο, το οποίο η κυβέρνηση προσπαθεί όχι να να υποκρύψει, αλλά κυρίως να υποβιβάσει και να υποβαθμίσει. Η ομιλία του ξεκίνησε από το μείζον εθνικό θέμα των ελληνοτουρκικών. Και κατέληξε στα φλέγοντα ζητήματα της οικονομίας και της κοινωνίας, την ακρίβεια, τον πληθωρισμό και φυσικά την αιχμή του δόρατος: το επίμαχο νομοσχέδιο. Πράγματι κανένας δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι λίγα χρόνια πριν, όταν η Ν.Δ. καταψήφισε με προτροπή του σημερινού Πρωθυπουργού το σύμφωνο συμβίωσης που έφερε ο Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή, ότι το ίδιο κόμμα θα έφερνε προς ψήφιση στη Βουλή αυτό το νομοσχέδιο και θα πανηγύριζαν μάλιστα που πέρασε. Με αυτές τις κινήσεις όμως, όπως πολύ σωστά ειπώθηκε, η κεντροδεξιά παράταξη δεν μπορεί να καπηλευτεί και ούτε καν να προσεγγίσει την έννοια του κέντρου, πολύ περισσότερο απομακρύνεται από αυτό και από τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κέντρου. Γιατί η στάση του παρελθόντος έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία με πολύ πρόσφατα δεδομένα που κυριολεκτικά ο Πρωθυπουργός αγνόησε τους πάντες και έφερε το νομοσχέδιο στη Βουλή κάνοντας επίδειξη πολιτικής ισχύος.
Η ομιλία Σαμαρά μπορεί για κάποιους να χαρακτηριστεί και ακραία, όμως έθεσε στον πυρήνα της τα δικαιώματα των παιδιών. Ανοίγοντας τη βεντάλια, ο Αντώνης Σαμαράς γνωρίζει ότι μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς τριγμούς στην Κυβέρνηση. Εξάλλου με τον έναν ή τον άλλον τρόπο καταψήφισαν 20 Βουλευτές. Αν όπως σωστά διατύπωσαν από κοινού ο Παναγιώτης Δουδωνής από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ο Σωκράτης Φάμελλος από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α., η Ν.Δ. δεν θα μπορούσε να περάσει το νομοσχέδιο αυτό ακόμη και αν υπερψήφιζαν οι υπόλοιποι που απείχαν.
Ο Σαμαράς δεν επιδιώκει να επανέλθει στην ηγεσία της Ν.Δ. Αν αναλύσει κάποιος τις κινήσεις στις οποίες αποσκοπεί και το ύφος των δηλώσεων και παρεμβάσεων τις οποίες προσπαθεί να κάνει, θα δει έναν πολιτικό ο οποίος προσπαθεί να υπερασπιστεί την κοινωνία, τους θεσμούς, και να παρουσιάσει τον εαυτό του ως εγγυητή της πολιτικής ομαλότητας. Τρία πάρα πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά για έναν υποψήφιο για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα της χώρας μας που κατά το Σύνταγμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ρυθμιστής του πολιτεύματος. Τον Μάρτιο του 2025, λήγει η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν η κυρία Σακελλαροπούλου επιθυμεί την επανεκλογή της και αν είναι σύμφωνος ο Πρωθυπουργός. Το μόνο σίγουρο είναι ότι όσο δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο στο ομιχλώδες πλέον ζήτημα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, η μάχη της διαδοχής έχει ήδη ξεκινήσει.
Μένει να φανεί αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να μαζέψει τα κακώς κείμενα εντός της παράταξης. Γιατί δεν ήταν μόνο το φάουλ του Αντώνη Σαμαρά. Η στάση του Άκη Σκέρτσου όπως και του Παύλου Μαρινάκη όλο αυτό το διάστημα δεν έχει περάσει απαρατήρητη, ιδιαιτέρως μετά τα φροντιστήρια σε Βουλευτές. Για όλα αυτά λοιπόν η ομιλία του Αντώνη Σαμαρά έχει ένα πολύ βαθύτερο νόημα, το οποίο το Μαξίμου γνωρίζει και επιβάλλεται να αντιδράσει, αν, φυσικά, θέλει να αντιστρέψει το κλίμα.