Του Δημήτρη Τσελίκα,
Δεν υπήρξε ποτέ, ούτε θα υπάρξει μεγαλύτερος Έλληνας στον κόσμο αυτόν από τον Αλέξανδρο τον Μέγα. Η συγκεκριμένη άποψη είναι ακλόνητη πεποίθηση του γράφοντος, ο οποίος θαυμάζει απεριόριστα τον Αλέξανδρο Γ’, τον γιο του Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδος. Όταν τον θαύμαζαν όμως τεράστιοι άνδρες της αρχαίας και της σύγχρονης εποχής, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Αννίβας και ο Ναπολέων, είναι λογικό κι επόμενο να τον θαυμάζουν μέχρι και απλοί άνθρωποι.
Οι επίγονοί του, μικροί και ανεπαρκείς μπροστά του. Τους παρεδόθη μια τεράστια αυτοκρατορία και τη διέλυσαν για να κυβερνήσουν όλοι, ενώ την εξουθένωσαν με πόλεμο. Δεν δίστασαν μέχρι και να δολοφονήσουν τη γυναίκα του Αλεξάνδρου, την Ρωξάνη, και τον γιο του, Αλέξανδρο Δ’, ο οποίος ήταν ο νόμιμος διάδοχος. Από τη μανία τους δεν γλύτωσαν ούτε η ερωμένη του, Βαρσίνη, και ο νόθος γιος του, Ηρακλής. Ο Κάσσανδρος δολοφόνησε τους πρώτους, ο Πολυ(σ)πέρχων τους δεύτερους. Και μπορεί τα ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του να ευδοκίμησαν, όμως την λάμψη της δικής του αυτοκρατορίας δεν την πέτυχε κανένα.
Άποψη του γράφοντος είναι ότι ο Αλέξανδρος δολοφονήθηκε, και δεν πέθανε από έναν απλό πυρετό. Η άποψη αυτή ενισχύθηκε μετά την ανάγνωση του βιβλίου «Η δολοφονία του Αλεξάνδρου», του Π.Δ. Γρηγοριάδη. Το παρόν άρθρο θα είναι ουσιαστικά μια περίληψη του βιβλίου και των απόψεων του συγγραφέα, και παροτρύνονται οι αναγνώστες να το αναζητήσουν και να το προμηθευτούν, ώστε να συνεχίσει να διαιωνίζεται η γνώση.
Συνωμοσίες εναντίον του Αλεξάνδρου γίνονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του, με χαρακτηριστικότερη τη ψεύτικη φήμη ότι ο βασιλιάς είχε πεθάνει από τραύμα κατά την πολιορκία των Μαλλών, που αποδιοργάνωσε το στράτευμα μέχρι να φανερωθεί και πάλι μπροστά τους ο Μακεδόνας στρατηλάτης. Η μακροχρόνια απουσία του προκαλούσε φήμες ότι είχε χαθεί στα βάθη της Ασίας, οι οποίες εμπλουτίζονταν από τους στρατιώτες που επέστρεφαν στην Ελλάδα και διαμόρφωναν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την πραγματικότητα. Ο Αντίπατρος, που είχε τοποθετηθεί από τον ίδιο τον Αλέξανδρο ως αντιβασιλέας της Μακεδονίας, ύφαινε συνεχώς μηχανορραφίες εναντίον του και συμπεριφερόταν ωσάν να ήταν ο ίδιος βασιλεύς. Η Ολυμπιάδα, μητέρα του μεγάλου στρατηλάτη, στον οποίο είχε παθολογική αγάπη, προσπαθούσε συνεχώς να τον ενημερώνει για τα του Αντιπάτρου και να του εφιστά την προσοχή για τα όσα συνέβαιναν στην πατρίδα. Ο Αλέξανδρος, έτσι, όρισε τον πιστό φίλο του και στρατηγό Κρατερό αρχηγό της παλιννόστησης των βετεράνων στρατιωτών και νέο αντιβασιλέα της Μακεδονίας, με την άφιξη του εκεί. Ο Αντίπατρος, όμως, πρόλαβε να δολοφονήσει τον Αλέξανδρο – και με τη συνεργασία τρίτων, όπως θα δούμε – και άλλαξε τον ρου της ιστορίας.
Ο Αλέξανδρος ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Βαβυλώνα, το 324 π.Χ. Από την τελευταία φορά που βρισκόταν εκεί, είχε διατάξει την ανοικοδόμηση του Ναού Ε-Σάγιλα και του Πύργου Ε-Τεμενάνκι. Αυτή όμως δεν είχε πραγματοποιηθεί, διότι οι ιερείς είχαν καταχρασθεί τα χρήματα από το ταμείο που τους είχε αφήσει. Ο Απολλόδωρος ο Αμφιπολίτης, φίλος και στρατηγός του Αλεξάνδρου, ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση των εντολών του. Έτσι, όταν μαθεύτηκε ότι ο στρατηλάτης επέστρεφε στη Βαβυλώνα, και γνωρίζοντας πόσο αυστηρά τιμωρούσε ο Αλέξανδρος τους παραβάτες, φοβόταν για την τιμωρία του. Έτσι, έστειλε επιστολή στον αδερφό του, Πειθαγόρα/Πυθαγόρα, που ήταν οιωνοσκόπος, και του εξέφρασε τις ανησυχίες του. Εκείνος τον ρώτησε για ποιον ανησυχεί, και όταν του είπε ο Απολλόδωρος ότι ανησυχεί για τον Ηφαιστίωνα και τον Αλέξανδρο, ο Πειθαγόρας έκανε θυσίες. Μετά την σπλαχνοσκοπεία, έγραψε στον Απολλόδωρο ότι ο Ηφαιστίων και ο Αλέξανδρος δεν θα του ήταν πλέον εμπόδια, αφού θα εξαφανίζονταν!
Στα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος τέλεσε θυσίες προς τους θεούς και διοργάνωσε γυμνικούς και μουσικούς αγώνες με συμπόσιο, στο οποίο και συμμετείχε με τους εταίρους του. Στο συμπόσιο εκείνο, ο Ηφαιστίων αρρώστησε πίνοντας κρασί. Επί επτά ημέρες ήταν άρρωστος, και την τελευταία μέρα, την ώρα που επρόκειτο να διεξαχθούν οι αγώνες στο στάδιο, ειδοποίησαν τον Αλέξανδρο ότι ο επιστήθιος φίλος του ήταν ετοιμοθάνατος. Εκείνος έτρεξε για να τον προλάβει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Ηφαιστίων άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 32 ετών. Ο γιατρός του, Γλαυκίας, κατηγορήθηκε από τον Αλέξανδρο ότι δεν του έδωσε το σωστό φάρμακο και ακολούθησε εσφαλμένη θεραπεία, και απαγχονίσθηκε. Το πένθος του Αλεξάνδρου ήταν απερίγραπτο. Έκοψε τα μαλλιά του και επί 3 ημέρες θρηνούσε χωρίς να τρώει και να πίνει, ενώ διέταξε να γίνουν θυσίες προς τιμήν του Ηφαιστίωνα, να ετοιμασθεί νεκρική πυρά για την καύση του, αξίας 10.000 ταλάντων, να πενθήσει όλη η χώρα και να σβήσει το ιερό πυρ στους ναούς, σαν να είχε πεθάνει βασιλιάς.
Δυστυχώς, ερχόταν και η σειρά του Αλεξάνδρου… Στον δρόμο προς τη Βαβυλώνα, οι Χαλδαίοι Ιερείς τον συνάντησαν και τον παρακαλούσαν να σταματήσει την προέλασή του διότι οι χρησμοί του θεού Βήλου προμήνυαν ότι κάτι κακό θα του συνέβαινε. Ο Αλέξανδρος όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε τον δρόμο του. Βλέποντας οι ιερείς ότι δεν μπορούσαν να τον μεταπείσουν, του υποδεικνύουν ότι πρέπει να μπει στην πόλη από την ανατολική πλευρά και όχι από τη δυτική. Η ανατολική πλευρά, όμως, ήταν γεμάτη έλη από τα λιμνάζοντα νερά των παραποτάμων του Τίγρη και του Ευφράτη, και ο κίνδυνος κάποιος να προσβληθεί από ελονοσία ήταν τεράστιος, ειδικά αν τα διέσχιζε καλοκαίρι, όπως έκανε ο Αλέξανδρος. Ο μεγάλος στρατηλάτης, όμως, δεν υπάκουσε στις νουθεσίες τους, και εισήλθε στην πόλη από την βορειοδυτική είσοδο, γλυτώνοντας, έτσι, κατά πάσα πιθανότητα, από τη νόσο. Όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη, ξεκίνησε τις ανοικοδομήσεις των ναών που αναφέρθηκαν στην αρχή και σχεδίαζε τον περίπλου της Αραβίας, αποφασίζοντας την κατασκευή λιμένος κοντά στη Βαβυλώνα. Δεν τιμώρησε, όμως, κανέναν για τις οικονομικές ατασθαλίες τους. Ο Απολλόδωρος, απορημένος με αυτό, παρουσιάστηκε εμπρός του και του εκμυστηρεύτηκε όσα του είχε πει ο Πειθαγόρας, ως οιωνοσκόπος. Ο Αλέξανδρος κάλεσε τον Πειθαγόρα και τον ρώτησε ποιες ενδείξεις είχε για να τα πει αυτά, και εκείνος του αποκρίθηκε πως το συκώτι του σφαγίου που θυσίασε βρέθηκε χωρίς λοβό, και αυτό ήταν το σημάδι. Έτσι, ο Αλέξανδρος δεν έμαθε τίποτα για τη συνωμοσία, και μάλιστα από εκείνο το σημείο άρχισε να εμπιστεύεται τον Πειθαγόρα ακόμη πιο πολύ απ’ ό,τι πρώτα!
Μετά από λίγες μέρες, ο φίλος και στρατηγός του Αλεξάνδρου, Μήδ(ε)ιος, μετά από ένα δείπνο, τον κάλεσε στο σπίτι του για να συνεχίσουν τη διασκέδαση με ένα συμπόσιο. Ο Αλέξανδρος θέλησε να αποσυρθεί για ύπνο, όμως ο Μήδιος τον παρακάλεσε τόσο έντονα που τελικά τον ακολούθησε. Στο σπίτι βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, και ο Κάσσανδρος με τον Ιόλλα, γιοι και οι 2 του Αντιπάτρου, με τον δεύτερο να τελεί χρέη οινοχόου του Αλεξάνδρου (και ίσως να ήταν και ομοφυλόφιλος, εραστής του Μήδιου). Σε εκείνο το μοιραίο συμπόσιο, λοιπόν, ο Αλέξανδρος δηλητηριάστηκε. Όπως αναφέρει και ο Αρριανός, ο Αλέξανδρος ήπιε στο σπίτι του Μήδιου, λούστηκε, κοιμήθηκε και ξαναδείπνησε την επομένη μέχρι αργά το βράδυ, οπότε και πλύθηκε, έφαγε λίγο και κοιμήθηκε διότι ανέβασε πυρετό. Την επόμενη μέρα, εμπύρετος μεταφέρθηκε πάνω σε φορείο στους ναούς για να θυσιάσει όπως κάθε ημέρα, και μετά οδηγήθηκε στη σκηνή του για να ξαπλώσει.
Οι επόμενες 9 ημέρες δεν έδειξαν καμία βελτίωση, παρά μόνον επιδείνωση της υγείας του… Με πολύ υψηλό πυρετό, έδινε οδηγίες στον Μήδιο και τον Νέαρχο για την επικείμενη εκστρατεία στην Αραβική χερσόνησο, όμως δεν του έμενε πολύς καιρός ακόμα… Την 10η ημέρα, ζήτησε να μεταφερθεί στα ανάκτορα. Οι στρατηγοί του περνούσαν από μπροστά του, τους γνώριζε αλλά δεν μπορούσε ούτε να τους μιλήσει, εξαιτίας του πολύ υψηλού πυρετού. Στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., ο μέγιστος των Ελλήνων άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 32 ετών και 8 μηνών, έχοντας νωρίτερα χαιρετήσει τους στρατηγούς του, οι οποίοι παρήλαυναν σιωπηλοί και συντετριμμένοι εμπρός του, με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού και των οφθαλμών. Μαύρο σκοτάδι κάλυψε τη Βαβυλώνα, λες και κάποιος θεός είχε πεθάνει.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ακολούθησε χάος. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν ότι αφήνει διάδοχό του «τῷ κρατίστῳ», δίνοντας το δαχτυλίδι του με την βασιλική βούλα στον Περδίκκα. Ο Περδίκκας θα λειτουργούσε ως αντιβασιλέας μέχρι ο γιος του από την Ρωξάνη, ο Αλέξανδρος Δ’ (ο οποίος γεννήθηκε μετά τον θάνατο του πατέρα του), θα ενηλικιωνόταν. Ο Νέαρχος πρότεινε να βασιλεύσει ο νόθος γιος του Αλεξάνδρου, ο Ηρακλής, που ήταν ήδη 15 χρονών, και βρισκόταν στη Μακεδονία μαζί με την μητέρα του, την Βαρσίνη, η οποία όμως δεν είχε παντρευτεί τον Αλέξανδρο. Ο Μελέαγρος πρότεινε να γίνει βασιλιάς ο ετεροθαλής αδελφός του Αλεξάνδρου, ο Φίλιππος ο Αρριδαίος, που όμως είχε νοητική καθυστέρηση. Ο Πτολεμαίος διαφώνησε, ο Περδίκκας πρότεινε να κυβερνήσει ο ίδιος ως αντιβασιλέας, αλλά ο Μελέαγρος πρότεινε να αποφασίσει το στράτευμα, έχοντας στον νου του να κάνει κίνημα. Μπροστά στη σορό του Αλεξάνδρου διεξάγονταν μάχες σώμα με σώμα μεταξύ των στασιαστών και των στρατηγών, ώσπου ο Περδίκκας διαμεσολάβησε και έληξε τις ταραχές – οι οποίες όμως ουσιαστικά μόλις είχαν αρχίσει…
Ο «ξαφνικός» θάνατος του Ηφαιστίωνα συνέβη ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που συνέβη και ο «ξαφνικός» θάνατος του Αλεξάνδρου. Και οι δύο είχαν «προβλεφθεί» από τον Πειθαγόρα, και οι δύο μετά από οινοποσία, και οι δύο μέσα σε δέκα μέρες μετά την οινοποσία, ενώ κανείς άλλος από τους συνδαιτημόνες δεν έπαθε τίποτα. Μόλις οι συνωμότες Αντίπατρος, Κάσσανδρος, Μήδιος και Ιόλλας εξετέλεσαν το σχέδιό τους, ξεκίνησε η γενοκτονία των απογόνων και των διαδόχων του. Πρώτα η Στάτειρα, κόρη του Δαρείου και δεύτερη σύζυγός του, μετά ο Αρριδαίος, στη συνέχεια η Ρωξάνη και ο Αλέξανδρος Δ΄, και τέλος η Βαρσίνη και ο Ηρακλής. Το καλοστημένο σχέδιο των συνωμοτών είχε πετύχει. Ο Αλέξανδρος έσβησε σαν άνθρωπος, αλλά η ιδέα του έμεινε ανεξίτηλη στους αιώνες και κατέχει τη θέση που της αρμόζει όχι μόνο στην ελληνική, αλλά και στην παγκόσμια ιστορία.
Αντί επιλόγου: Με αφορμή τις κινηματογραφικές παραγωγές που πιάνουν στο στόμα τους τον Αλέξανδρο και συνεχώς τον απεικονίζουν ομοφυλόφιλο, μέθυσο και ανώμαλο – διότι προφανώς θέλουν να τον κατεβάσουν στο επίπεδό τους – παραθέτουμε ένα περιστατικό που διασώζει ο Πλούταρχος (Βίος Αλεξάνδρου 22.1-22.4). Όταν ο Φιλόξενος, επικεφαλής των παραθαλάσσιων στρατιωτικών δυνάμεων, του έγραψε ότι κάποιος Θεόδωρος από τον Τάραντα είχε για πούλημα δυο πολύ όμορφα αγόρια και ζητούσε να μάθει αν σκόπευε να τα αγοράσει, δυσανασχέτησε και ωρυόταν μπροστά στους φίλους του, ρωτώντας τι αισχρό πίστευε για αυτόν ο Φιλόξενος και του έκανε τέτοιες προτάσεις. Επιπλήττοντάς τον αυστηρά σε επιστολή του, τον διέταξε να εξαφανίσει και τον Θεόδωρο και το φορτίο του. Επέπληξε επίσης αυστηρά και τον Άγνωνα, που του έγραψε ότι ήθελε να αγοράσει και να του πάει τον νεαρό Κρωβύλο, που ήταν ονομαστός στην Κόρινθο. Όταν, άλλη φορά, πληροφορήθηκε ότι ο Δάμων και ο Τιμόθεος, Μακεδόνες που υπηρετούσαν στον στρατό του Παρμενίωνα, είχαν βιάσει γυναίκες κάποιων μισθοφόρων, έγραψε στον Παρμενίωνα, εάν αποκαλυφθεί η ενοχή τους, να τους σκοτώσει, αφού προηγουμένως θα τους έχει τιμωρήσει σαν τα θηρία που έχουν γεννηθεί για να κατασπαράζουν τους ανθρώπους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γρηγοριάδης, Π.Γ. (1997) Η δολοφονία του Αλεξάνδρου. Νέα Θέσις: Αθήνα
- Πλούταρχος, Αλέξανδρος (2012). Μετάφραση: Α.Ι. Γιαγκόπουλος – Ζ.Ε. Μαλαθούνη. ΚΕΓ: Θεσσαλονίκη