Της Κωνσταντίνας Φαλέκα,
Ο Luis Bunuel γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1900 στην Καλάντα της Ισπανίας και υπήρξε ένας από τους πιο κορυφαίους και σημαντικούς Ισπανούς σκηνοθέτες που πέρασαν από την ιστορία του κινηματογράφου. Συνδέθηκε, κατά κύριο λόγο, με το κίνημα του υπερρεαλισμού και πολλές από τις ταινίες που σκηνοθέτησε θεωρούνται σήμερα κλασικές.
Πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ως μέλος μιας μικρής επαρχιακής κοινωνίας και προερχόταν από μια αρκετά ευκατάστατη οικογένεια. Παρόλο που έλαβε αυστηρή καθολική μόρφωση από τους γονείς του, πολύ γρήγορα εμφάνισε σε όλους τον επαναστατικό του χαρακτήρα. Λέγεται ότι την πρώτη του επαφή με τον κινηματογράφο την είχε στην ηλικία των οκτώ ετών.
Το 1917, ξεκίνησε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, στοχεύοντας στην απόκτηση του διπλώματος ενός αγρονόμου μηχανικού. Ωστόσο, στη συνέχεια άλλαξε προσανατολισμό και στράφηκε στη μηχανολογία της βιομηχανίας. Δούλεψε, για έναν ολόκληρο χρόνο, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Μαδρίτης, ενώ αργότερα, στράφηκε και στην απόκτηση διπλώματος φιλοσοφίας με ειδικότητα στην ιστορία. Μετά τις σπουδές του, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη στο Παρίσι.
Στο πανεπιστήμιο, υπήρξε φίλος με τον γνωστό ζωγράφο, Σαλβαντόρ Νταλί και το 1929 γύρισαν μαζί τον Ανδαλουσιανό Σκύλο που ήταν και η πρώτη προσωπική κινηματογραφική απόπειρα του Bunuel . Συγκεκριμένα, ήταν μια ταινία μικρού μήκους, μόλις 17 λεπτών, η οποία σόκαρε τα ήθη της τότε εποχής και χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως ένα υπερρεαλιστικό επαναστατικό έργο. Ήταν αδύνατον να περιγράψει κανείς την πλοκή της συγκεκριμένης ταινίας, καθώς δεν υπάρχει προφανής σύνδεση μεταξύ των πλάνων. Δυο χαρακτηριστικές σκηνές της που αποδεικνύουν ότι ήταν ένα υπερρεαλιστικό έργο, απαλλαγμένο από λογικές ερμηνείες είναι οι εξής: Ένα σύννεφο που σχίζει το φεγγάρι στα δύο και ένα ξυράφι που σχίζει έναν βολβό ματιού στη μέση.
Η δεύτερη ταινία του Bunuel έγινε πάλι σε συνεργασία με τον Νταλί και είχε τον τίτλο Χρυσή Εποχή. Η ταινία αυτή θεωρείται, επίσης, υπερρεαλιστική και προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1930, προκαλώντας ακόμα περισσότερες αντιδράσεις από την προηγούμενη. Μάλιστα, οι αντιδράσεις αυτές οδήγησαν και στην απαγόρευσή της, η οποία κράτησε πενήντα ολόκληρα χρόνια.
Εξαιτίας του ισπανικού εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε, ο Bunuel βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα δούλεψε στο κινηματογραφικό αρχείο του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη κι έπειτα, μετακόμισε στο Χόλιγουντ, όπου συμμετείχε στη δημιουργία ορισμένων κινηματογραφικών έργων.
Αργότερα, εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο Μεξικό, γυρίζοντας πολλές ταινίες. Μια από αυτές που ξεχώρισαν ήταν το Los Olvidados που μετά από πολλά χρόνια εντάχθηκε στη λίστα της UNESCO, ως κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ κέρδισε και βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Καννών, κάνοντας διεθνώς γνωστό τον Bunuel. Έτσι, ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς σκηνοθέτες της εποχής του.
Αμέσως μετά την επιτυχημένη κινηματογραφική πορεία που είχε στο Μεξικό, σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες και στη Γαλλία. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, αποσύρθηκε, τελικά, από τον κινηματογράφο και μέσα στα επόμενα χρόνια, ολοκλήρωσε την αυτοβιογραφία του. Απεβίωσε στις 29 Ιουλίου του 1983 στο Μεξικό από κίρρωση του ήπατος.
Εν κατακλείδι, το έργο του Bunuel θεωρείται όχι μόνο πρωτότυπο για την εποχή του, αλλά και διαχρονικό διατηρώντας την καλλιτεχνική του αξία έως και σήμερα και νικώντας τις αντιλήψεις του τότε κόσμου, που το θεωρούσαν απαγορευτικό. Το επαναστατικό του πνεύμα, οι πρωτοποριακές ιδέες του και η καλλιτεχνική, ψυχική του δύναμη είναι αυτά που τον καθιστούν έναν από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες παγκοσμίως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λουίς Μπουνιουέλ: Ο πατέρας του σουρεαλιστικού κινηματογράφου, tvxs.gr, διαθέσιμο εδώ
- Ένας «Ανδαλουσιανός Σκύλος» χωρίς νόημα, athensvoice.gr, διαθέσιμο εδώ