Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η επέκταση των δυνατοτήτων γάμου και υιοθεσίας σε άτομα του ιδίου φύλου είναι πλέον νόμος του κράτους. Σε μια ιστορική (από όποια πλευρά κι αν το δει κάποιος) ψηφοφορία, η πλειοψηφία των Ελλήνων Βουλευτών υπερψήφισε το σχετικό νομοσχέδιο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η διακομματική συναίνεση, όμως, δεν ήταν άνευ κόστους. Νέα Δημοκρατία, ΣΥ.ΡΙΖ.Α., ΠΑ.ΣΟ.Κ., Νέα Αριστερά μετρούν «ανοιχτές πληγές» από τις αποφάσεις των ηγεσιών τους να συμπτύξουν (μαζί με την Πλεύση Ελευθερίας, τη μόνη απολύτως πειθαρχημένη κοινοβουλευτική ομάδα) μαζί με το «μέτωπο των δικαιωματιστών».
Πέρα από τα πανηγύρια των εμπνευστών του νομοσχεδίου από κοινού με τους ωφελουμένους αυτού, με guest star την Πρόεδρο της Δημοκρατίας (φτάσαμε να νοσταλγούμε τον Πάκη….) βρίσκεται εν εξελίξει μια συζήτηση αναφορικά με τη διαχείριση των ζημιών που υπέστησαν τα κόμματα του «ΝΑΙ». Στην πλέον δύσκολη θέση φαίνεται να βρίσκεται το ΠΑ.ΣΟ.Κ., μιας και το ποσοστό των Βουλευτών του που διαφοροποιήθηκε της κεντρικής γραμμής ήταν το μεγαλύτερο (ξέχωρα από την κουτοπόνηρη ανάλυση που κάνει το Μαξίμου για να κρύψει τα δικά του προβλήματα…), αλλά και διότι το ίδιο κατάφερε να αυτοπαγιδευθεί σε μια λογική που καθιστά τη στάση των διαφωνούντων την πλέον παράταιρη της εικόνας του κόμματος.
Η μόνιμη επωδός των «Ταλιμπάν» του δικαιωματισμού –εντός κι εκτός Κινήματος– είναι ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. «είναι ένα προοδευτικό κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας» κι επομένως η στήριξη τέτοιου είδους νομοσχεδίων οφείλει να είναι αυτονόητη. Ουδέν αναληθέστερον τούτο, για όποιον γνωρίζει την ιστορία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και έχει επαφή με τη βάση του κόμματος και την πραγματική κοινωνία!
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν είναι ένα τυπικό κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Αυτό προκύπτει, καταρχάς, βάσει κριτηρίων ιστορικών και πολιτικής επιστήμης: Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν προέκυψε ως απότοκο της επικράτησης ρεβιζιονιστικών ιδεών σε ένα τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος, όπως κατά κανόνα συνέβη με τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου αποτέλεσε τον πολιτικό κληρονόμο των προδικτατορικών σχηματισμών και των μεγάλων προσωπικοτήτων που ηγήθηκαν αυτών. Τη συνέχεια της Δημοκρατικής Παράταξης στην Ελλάδα. Αυτής του Χαριλάου Τρικούπη, του Ελευθερίου Βενιζέλου, του Νικολάου Πλαστήρα, του Γεωργίου Παπανδρέου κ.ά. Βάση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν ήταν η εργατική τάξη (η οποία, άλλωστε, βάσει του αυστηρού επιστημονικού της ορισμού δεν υπήρχε στην Ελλάδα, όπως και η αστική). Άνθρωποι προερχόμενοι από μικρομεσαία στρώματα της κοινωνίας πύκνωσαν τις γραμμές του. Οι «μη προνομιούχοι» που από τη δεκαετία του ’30 βρίσκονταν στο περιθώριο και που επιθυμούσαν να έρθουν στο επίκεντρο πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά. Βασικό και διαχρονικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατικής Παράταξης αποτελούσε, άλλωστε, η αυξημένη πατριωτική ευαισθησία. Αυτό τη διαφοροποιούσε τόσο από τη «δυτικόδουλη» Δεξιά όσο και από την εθνομηδενική Αριστερά. Κι αυτό είναι, άλλωστε, και το βασικό χαρακτηριστικό που διαφοροποιούσε και διαφοροποιεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Έχει δε διασαφηνιστεί από τον ιδρυτή του, Ανδρέα Παπανδρέου, εδώ και μισόν αιώνα. Ο Ανδρέας ασκούσε κριτική στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και διαχώριζε τη θέση του από αυτήν στη βάση της αντίληψης σχετικά με την εθνική ανεξαρτησία. Έψεγε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γηραιάς Ηπείρου, διότι εστίαζαν στην εμβάθυνση και ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, χωρίς να ενδιαφέρονται για την προαγωγή της ανεξαρτησίας των εθνών-κρατών τους. Όμως, κατά τον Παπανδρέου, μόνον η επίτευξη του μέγιστου δυνατού βαθμού εθνικής ανεξαρτησίας μπορεί να δώσει τη δυνατότητα σε μια γνήσια προοδευτική Κυβέρνηση να κατευθύνει οικονομικούς πόρους προς τους παραγωγικούς τομείς και τις κοινωνικές δομές που εξυπηρετούν το σχέδιό της για την άμβλυνση των ανισοτήτων. Δυσανασχετούν κάποιοι αρχοντοχωριάτες που φέρουν βαρέως το γεγονός ότι γεννήθηκαν στην Ελλάδα και δραστηριοποιούνται πολιτικά στο ΠΑ.ΣΟ.Κ. και όχι στη βόρεια Ευρώπη για να είναι μέλη των κομμάτων που θαυμάζουν, αλλά δεν πειράζει…
Το τρίπτυχο δε της ιδρυτικής διακήρυξης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. «Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση» ουδόλως περιλαμβάνει, ως προς την τρίτη ειδικά πτυχή του, τη woke ατζέντα. Ως «Κοινωνική Απελευθέρωση» νοείται η ενσωμάτωση όλων των μελών της κοινωνίας στη δημοκρατική λειτουργία, στη δυνατότητα άσκησης εξουσίας, στη διαδικασία ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, ανεξαρτήτως των φρονημάτων τους. Εδώ, με την επίκληση αυτής της αρχής έχουμε την ακριβώς αντίθετη επιδίωξη: Την περιθωριοποίηση όλων όσοι διαφωνούν με την παράνοια της πολιτικής ορθότητας! Άλλωστε, η πολιτική ορθότητα αποτελεί ένα πλαίσιο σκέψης και λειτουργίας που αντιμάχεται σφόδρα την Εθνική Ανεξαρτησία, προωθώντας την κατάργηση των συνόρων, την απάλειψη όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που συνιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εθνών, την πολιτική κατευνασμού και υποχωρητικότητας. Αντιμάχεται, επίσης, τη Λαϊκή Κυριαρχία, μιας και προσπαθεί να αφαιρέσει τη δυνατότητα δημοκρατικής παρέμβασης στον μέσο πολίτη, τον οποίο μισεί. Προωθεί τη διάχυση των εθνών-κρατών στη χοάνη υπερεθνικών οργανισμών μηδενικής λαϊκής νομιμοποίησης. Επιβάλει «ετσιθελικά» την ατζέντα κόντρα στο λαϊκό αίσθημα, διότι «τα δικαιώματα δεν μπαίνουν σε δημοψηφίσματα». Η ημιμάθεια, λοιπόν, κάποιων αποδεικνύεται χειρότερη από την αμάθεια. Το ίδιο ισχύει και με την κουτοπονηριά των «λαγών» τους, που πριν λίγα χρόνια δε δίστασαν ακόμα και βάψουν τη μορφή του Ανδρέα με τα χρώματα του Pride…
Ας πάμε και στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, μιας κι εκεί έχουμε διαβάσει και ακούσει γελοιωδέστατα επιχειρήματα από αγράμματους και ιδεοληπτικούς κομματικούς γραφειοκράτες. Υποστηρίζουν ότι το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έπρεπε να στηρίξει τον γάμο και την τεκνοθεσία εκ μέρους των ομοφυλοφίλων, προκειμένου να τιμήσει την ιστορία του, η οποία βρίθει από ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, ειδικά στο πεδίο του Οικογενειακού Δικαίου. Από τη μία, έχουμε, δηλαδή, την κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων, την κατάργηση της προίκας, την αποποινικοποίηση της μοιχείας, τη θέσπιση του πολιτικού γάμου και άλλες ρηξικέλευθες αλλαγές που αφορούσαν εκατομμύρια Έλληνες πολίτες και προφανώς τύγχαναν της υποστήριξής τους, όπως αποδεικνύει και το τεράστιο ποσοστό που το ΠΑ.ΣΟ.Κ. έλαβε στις επόμενες εκλογές. Και από την άλλη, ένα νομοθέτημα το οποίο αποτελεί ρουσφέτι σε μια ισχνότατη πλην δυναμικότατη μειοψηφία και το οποίο, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις φιλικότατων στους εμπνευστές του ΜΜΕ, βρίσκει αντίθετο το 60-70% των Ελλήνων.
Από τη μία, έχουμε μεταρρυθμίσεις που αποδεδειγμένα άλλαξαν τη ζωή της ελληνικής οικογένειας (ανδρών-γυναικών-παιδιών) προς το καλύτερο και, από την άλλη, έχουμε τη βίαιη ανατροπή της οργάνωσης του κυττάρου της κοινωνίας που είναι η οικογένεια για την ικανοποίηση ενός ελαχίστου αριθμού ενηλίκων και με πειραματισμούς επί παιδιών. Τολμούν, λοιπόν, διάφοροι αστοιχείωτοι, ορισμένοι δε εκ των οποίων έχουν και θέσεις ευθύνης, να βάζουν στο ίδιο τσουβάλι όλα τα ανωτέρω και γενικότερα να παρασύρουν ξεδιάντροπα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σε ατραπούς ξένους προς την ιστορία και την ταυτότητά του. Με ευθύνη, φυσικά, και όλων των υπολοίπων που είτε γιατί δε θέλουν να έρθουν σε ρήξη με ανθρώπους που διαθέτουν εσωκομματική δύναμη είτε γιατί αδιαφορούν, βλέπουν τη μετάλλαξη ενός κόμματος που, με τα καλά και τα κακά του, πήγε τη χώρα και τον μέσο πολίτη μπροστά, να μετατρέπεται πρακτικά σε… Ποτάμι. Σ’ ένα άχρωμο, άοσμο και άγευστο σύνολο προσωπικών φιλοδοξιών που αγχώνεται να λάβει πιστοποιητικά προοδευτικών κοινωνικά φρονημάτων από το ελληνικό περιθώριο και την ευρωπαϊκή παρακμή…
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι ότι 11 Βουλευτές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. απείχαν από την ψηφοφορία κόντρα στη γραμμή της ηγεσίας του κόμματος. Το πρόβλημα είναι ότι δε βρέθηκε έστω κι ένας να καταψηφίσει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Δε βρέθηκε, δηλαδή, ούτε ένας να εκφράσει τη συντριπτική πλειοψηφία της βάσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Ακόμα και οι δεδηλωμένοι διαφωνούντες προτίμησαν να κρυφτούν, προσπαθώντας να «πουλήσουν» στην ηγεσία το γεγονός ότι δεν καταψήφισαν και στους ψηφοφόρους τους το γεγονός ότι δεν υπερψήφισαν. Ας έχουν υπόψη όλοι οι ανωτέρω ότι η φύση εκδικείται. Ισχύει γενικά, αλλά και για την ιδιαίτερη φύση του ΠΑ.ΣΟ.Κ.