Του Άρη Γλυκού,
Σε προηγούμενο άρθρο πραγματοποιήθηκε μια ανάλυση των stock warrants, δηλαδή των τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων προς κτήση κινητών αξιών. Ενδιαφέρον προκαλεί η ένταξη του επενδυτικού προϊόντος αυτού στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες εισήλθε.
To Τ.Χ.Σ. (Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), στην προσπάθειά του να εξυγιιάνσει και να σταθεροποιήσει τον τραπεζικό τομέα, πραγματοποίησε μια σειρά ανακεφαλαιοποίησεων των τεσσάρων συστημικών τραπεζών. Αυτό επιτυγχάνθηκε με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών.
Το Ταμείο κατείχε μεγάλα ποσοστά των μετοχών των τραπεζών τα οποία επιδίωκε να μειώσει, στην προσπάθειά του να «αποδημοσιοποιηθεί» ο τραπεζικός κλάδος. Το χρηματιστηριακό προϊόν των warrants ήταν ιδανικό για την επίτευξη του στόχου αυτού. Συγκεκριμένα, οι μέτοχοι που συμμετείχαν στην πρώτη ανακεφαλαίωση των συστημικών τραπεζών είχαν κληθεί να καλύψουν το 10% της συνολικής ανακεφαλαίωσης, με το Τ.Χ.Σ. να καλύπτει τη μερίδα του λέοντος, το 90%. Στην προσπάθεια του Ταμείου να γίνει πιο άμεσα η αποεπένδυσή του από τις συστημικές τράπεζες, προσέφερε τη δυνατότητα στους επενδυτές που συμμετείχαν να λάβουν το μερίδιο που κατείχε το Τ.Χ.Σ. από την ανακεφαλαιοποίηση.
Οι τίτλοι παραστατικού δικαιώματος αποτέλεσαν το μέσο πραγματοποίησης της παραπάνω συνθήκης, δίνοντας στους επενδυτές το δικαίωμα να αποκτήσουν τις μετοχές του Τ.Χ.Σ. στο μέλλον στην τιμή άσκησης που είχε καθοριστεί στην εκάστοτε συμφωνία. Με αυτόν τον τρόπο πραγματοποιήθηκε και η είσοδος των τίτλων αυτών στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά.
Οι τίτλοι αυτοί αφορούσαν μόνο τρείς από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Εξαίρεση αποτέλεσε η Eurobank, που το σύνολο της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου καλύφθηκε από το Τ.Χ.Σ. Τα πρώτα warrants που εκδόθηκαν στην ελληνική αγορά, αφορούσαν την Alpha Bank.
Οι τίτλοι παραστατικοί που εξέδωσε το Τ.Χ.Σ. είχαν ένα βασικό χαρακτηριστικό, που τους έκανε πιο ελκυστικούς από παραδοσιακά warrants. Στην περίπτωση άσκησής τους, οι συνολικές μετοχές της επιχείρησης δεν θα μεταβάλλονταν, αφού θα δίνονταν οι μετοχές που κατείχε το Ταμείο και η εκάστοτε τράπεζα δεν θα χρειαζόταν να εκδώσει νέες μετοχές, εξαλείφοντας με αυτό τον τρόπο το βασικότερο αρνητικό χαρακτηριστικό των warrants που επηρεάζει όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, δηλαδή την περαιτέρω έκδοση μετοχών.
Τους πρώτους μήνες μετά την έκδοσή τους, οι παραστατικοί τίτλοι γνώρισαν μεγάλη άνοδο στην αξία τους, που ξεπερνούσε ακόμα και το 100%. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στο μεγάλο ενδιαφέρον των περισσότερων ξένων θεσμικών επενδυτών που συμμετείχαν στην ανακεφαλαιοποίηση, οι οποίοι μετά την ολοκλήρωση της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου πήραν στα χέρια τους μεγάλο μέρος των warrants και των μετοχών των συστημικών τραπεζών. Η δευτερογενής αγορά των warrants γνώρισε μεγάλη επιτυχία την πρώτη περίοδο. Το ενδιαφέρον για τις μετοχές των συστημικών τραπεζών, αλλά και για τους τίτλους αυτών, ήταν συγκεντρωμένο σε ξένους θεσμικούς επενδυτές. Εξαιρετικά ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση της Alpha Bank, που περίπου 700 μέτοχοι κατείχαν το 64% των διαθέσιμων μετοχών που αποτελεί ιδιαίτερα μικρό αριθμό μετόχων.
H δύσκολη οικονομική περίοδος που ακολούθησε, για τη χώρα και για τις τράπεζες, ανάγκασε περαιτέρω αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου για τις συστημικές τράπεζες και οδήγησε την τιμή των τίτλων στο μηδέν (ήταν, δηλαδή, ασύμφορη η άσκηση του δικαιώματος που ενσωματώνουν).
Την περίοδο λήξης των τίτλων, κάποιοι άσκησαν το δικαίωμά τους να αγοράσουν μετοχές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η τιμή άσκησης των warrants ήταν πολύ υψηλότερα από τη χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών, με αποτέλεσμα οι επενδυτές που τα κατείχαν και άσκησαν το δικαίωμά τους, να πληρώσουν € 112.000 για να λάβουν μετοχές αξίας μόνο € 400, αποδεικνύοντας πόσο χαμηλά είχε οδηγηθεί η αξία των μετοχών. Ενδεικτικά, η τιμή άσκησης των warrants της Alpha Bank ήταν στα € 27,72, ενώ η χρηματιστηριακή αξία της μετοχής είχε διαμορφωθεί στο € 1,86.
Η πρώτη επαφή του ελληνικού επενδυτικού κοινού με τα warrants αποδείχθηκε όχι μόνο αρνητική, αλλά και αρκετά ζημιογόνα, ενώ το παραπάνω γεγονός αναδεικνύει και τη λανθασμένη ενημέρωση που είχαν κάποιοι επενδυτές για τη λειτουργία των τίτλων.
Η πιο πρόσφατη, όμως, επαφή της ελληνικής αγοράς με τα warrants είναι πολύ διαφορετική. Ακολουθώντας την πανδημία του κορονοϊού το 2020, δόθηκε κρατική ενίσχυση ύψους € 120 εκατ. στην Aegean, με μια από τις προϋποθέσεις να είναι η παροχή τίτλων παραστατικών δικαιωμάτων στο Δημόσιο.
Στα τέλη του 2023 το Δημόσιο εξέδωσε επίσημη ανακοίνωση, δηλώνοντας ότι επιθυμεί να ασκήσει τα warrants και θα αντιστοιχούσαν στο 10% των συνολικών μετοχών. Σε έκτακτη γενική συνέλευση, η εταιρεία, με σκοπό να αποφύγει την αλλοίωση των υφιστάμενων μετόχων, αλλά και για να διατηρήσει την εταιρεία ιδιωτική, αποφάσισε την επαναγορά των τίτλων, πληρώνοντας € 85,4 εκατ. στο Δημόσιο, με σκοπό στη συνέχεια να ακυρωθούν. Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 2024.
Οι τίτλοι κτήσης μετοχών (warrants) είναι ένα ιδιαίτερο επενδυτικό προϊόν, που ακόμα δεν αξιοποιείται, ουσιαστικά, από την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά και τις επιχειρήσεις. Η αρχική είσοδος στην αγορά ήταν καταστροφική και η δευτερογενής αγορά χαρακτηρίστηκε από μεγάλη στασιμότητα. Παρόλα αυτά, το πιο πρόσφατο εγχείρημα είναι ιδιαίτερα θετικό και μπορεί να συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των τίτλων σε συμφωνίες και πέραν του Δημοσίου, αλλά και μετέπειτα, στην ανάπτυξη της δευτερογενούς αγοράς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- «Σκούπισαν» μετοχές-warrants τα «ισχυρά» χέρια, euro2day.gr, διαθέσιμο εδώ
- Aegean: Απέκτησε τα warrants του δημoσίου, προχωρά σε ακύρωση, euro2day.gr, διαθέσιμο εδώ
- Οι επενδυτές εξερευνούν τον άγνωστο κόσμο των warrants, capital.gr, διαθέσιμο εδώ