Της Μαρίας Κουλούρη,
Η ροκ ως είδος μουσικής για κάποιους θεωρείται πεπερασμένη και για κάποιους άλλους θεωρείται κορυφαία και αξεπέραστη. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, όμως, πως κάποια από τα κομμάτια που ανήκουν σε αυτό το είδος είναι διαχρονικά και στέκουν αναλλοίωτα στον χρόνο και στις ψυχές των ανθρώπων. Ένα από αυτά τα τραγούδια είναι και το Sweet Child In Time των Deep Purple.
Το Sweet Child In Time ηχογραφήθηκε στις 4 Δεκεμβρίου του 1969 και κυκλοφόρησε το 1970, ενώ συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ “Deep Purple In Rock” του βρετανικού hard rock συγκροτήματος Deep Purple. Η διάρκεια του κομματιού είναι 10 λεπτά και 18 δευτερόλεπτα. Μέσα σε αυτή τη χρονική διάρκεια ξεδιπλώνεται ένας ροκ «ύμνος» στα αφτιά του ακροατή, που χαρακτηρίζεται από τα επιβλητικά φωνητικά του Ian Gillan, τον κεντρικό τραγουδιστή του συγκροτήματος. Οι ψιλές νότες που εκτελεί με άριστο τρόπο ο Gillan συνεισφέρουν στη μελωδικότητα του τραγουδιού, δίνοντάς του την αίσθηση ενός ακουστικού και μουσικού «έπους». Ασφαλώς, δεν πρέπει να παραληφθεί το σόλο κιθάρας από τον Ritchie Blackmore και το σόλο του οργάνου από τον Jon Lord. Η μελωδία του τραγουδιού είναι εμπνευσμένη από το τραγούδι Bomday Calling, το οποίο κυκλοφόρησε το 1969 από το ψυχεδελικό συγκρότημα It’s A Beautiful Day, ενώ οι στίχοι του γράφτηκαν αυθόρμητα από τον Ian Gillan, όπως αναφέρει και ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του Bombay Calling από τον Jon Lord στο keyboard. Ο Gillan, λοιπόν, άρχισε να τραγουδά τους στίχους του Sweet Child In Time χωρίς να τους έχει προετοιμάσει από πριν, οι οποίοι αποτελούν αναφορά στον Πόλεμο του Βιετνάμ, καθώς και γενικότερα στον Ψυχρό Πόλεμο. Σε σχέση με άλλα ροκ τραγούδια της εποχής, οι στίχοι του Sweet Child In Time είναι αρκετά σύντομοι, όμως, ιδιαίτερα, ποιητικοί.
Η σύνθεσή του, αν και μεταδίδει έναν επικό χαρακτήρα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουσιαστικά απλή. Συγκεκριμένα, περιλαμβάνει μια εισαγωγή με όργανο, ακολουθούν τρεις δυναμικές συγχορδίες και, τέλος, ένα δίλεπτο σόλο. Το τέμπο του τραγουδιού ξεκινά αργό και ήρεμο, συνεχίζει δυναμικό φτάνοντας στο αποκορύφωμα της έντασής του και καταλήγει απότομα στην ηρεμία του πρώτου μέρους. Ειδικότερα, ο Blackmore ακολουθεί αυτή την πορεία με το σόλο της κιθάρας του, ξεκινώντας από έναν αργό ρυθμό και φτάνοντας σε ένα ιδιαίτερα δυναμικό παίξιμο. Ανάλογη πορεία ακολουθούν και τα φωνητικά του Ian Gillan, που αρχικά ξεκινούν από χαμηλό τόνο και φτάνουν στον ύψιστο, δίνοντας στο κομμάτι μια αίσθηση μουσικής «έκστασης». Παρά την έντασή τους, τα φωνητικά χαρακτηρίζονται από πειθαρχία και δεν «χάνονται» μέσα στη δυναμικότητα της σύνθεσης. Τέλος, έχει ειπωθεί πως οι κραυγές του Gillan στο αποκορύφωμά τους θυμίζουν έντονα θηλυκά πνεύματα της ιρλανδικής λαογραφίας.
Τόσο οι στίχοι που βρίθουν συμβολισμών και αλληγοριών όσο και η επική σύνθεση του κομματιού το καθιστούν ένα από τα κορυφαία τραγούδια της ροκ, αλλά και της μουσικής γενικότερα, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η δυσκολία εκτέλεσής του. Λόγω των υψηλών φωνητικών απαιτήσεων, οι Deep Purple σταμάτησαν να το συμπεριλαμβάνουν στις live εμφανίσεις τους, με την τελευταία του παρουσίαση να γίνεται το 2002 στην Όπερα του Χάρκοβο της Ουκρανίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Child In Time – Η ιστορία του επικού ύμνου των Deep Purple, musicheaven.gr, διαθέσιμο εδώ