Της Ανδριάνας Κοντού,
Η ψήφος αποτελεί την κυριότερη μορφή πολιτικής συμμετοχής στις φιλελεύθερες δημοκρατικές κοινωνίες. Η ανάλυση των μοντέλων εκλογικής συμπεριφοράς επικεντρώνεται στη μελέτη των παραγόντων που καθορίζουν την κομματική προτίμηση των ψηφοφόρων. Οι λόγοι αυτοί είναι πολυδιάστατοι και χρήζουν μίας διεπιστημονικής προσέγγισης. Ειδικότερα, διακρίνονται σε πολιτικούς (πολιτικά προγράμματα, προεκλογικές εκστρατείες κτλ.), κοινωνικούς (κοινωνική τάξη, φύλο, ηλικία, επάγγελμα κτλ.), καθώς και σε ψυχολογικές προδιαθέσεις.
Η κομματική ταύτιση αποτελεί έναν από τους παράγοντες, ο οποίος δύναται να επηρεάσει την πρόθεση ψήφου ενός ψηφοφόρου. Η Σχολή του Michigan εισήγαγε, για πρώτη φορά, την έννοια αυτή η οποία έκτοτε κατέχει εξέχουσα θέση στην εμπειρική μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς παγκοσμίως. Ως κομματική ταύτιση ορίζεται η σταθερή και μακροχρόνια προσήλωση ενός ψηφοφόρου σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Η προσήλωση αυτή αφορά, αφενός, την αποδοχή της ιδεολογίας του επιλεχθέντος κόμματος και, αφετέρου, την εμπιστοσύνη προς τα πρόσωπα που το συναπαρτίζουν. Ο κομματικά ταυτισμένος ψηφοφόρος ενστερνίζεται τις απόψεις του κόμματος οι οποίες του παρέχουν προσανατολισμό στον «δαιδαλώδη» κόσμο της Πολιτικής.
Η μέτρηση της κομματικής ταύτισης προκύπτει μέσα από τη διεξαγωγή ερευνών κοινής γνώμης, όπου ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει στα ακόλουθα: «Εσείς αισθάνεστε κοντά σε κάποιο κόμμα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα;», «Αν ναι, σε ποιο κόμμα;», «Πόσο κοντά θα λέγατε ότι αισθάνεστε σε αυτό το κόμμα;». Έχουν σημειωθεί διαφοροποιήσεις ανάλογα με την ένταση της προτίμησης αυτής, διακρίνοντας τους ψηφοφόρους σε «απολύτως ταυτισμένους» και σε «λιγότερο ταυτισμένους».
Το αναλυτικό μοντέλο της κομματικής ταύτισης εύκολα μπορεί να εντοπιστεί σε χώρες όπου επικρατεί δικομματικό σύστημα, σε χώρες, δηλαδή, όπου στον εκλογικό στίβο συμμετέχουν δύο μεγάλα ισοδύναμα κόμματα, τα οποία διεκδικούν την ανάληψη της εξουσίας με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα των Η.Π.Α., όπου οι δείκτες κομματικής ταύτισης έχουν αγγίξει το 92%. Μετά από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες διαπιστώθηκε ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται το πολιτικό γίγνεσθαι και αυτοτοποθετούνται πολιτικά με βάση τον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς. Δηλαδή, στις ευρωπαϊκές χώρες όπου οι επιλογές των κομμάτων είναι περισσότερες αναδεικνύεται η έννοια της παραταξιακής ταύτισης, η οποία αλληλοσυμπληρώνεται με την κομματική ταύτιση.
Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης έχουν καταγραφεί υψηλά ποσοστά κομματικής ταύτισης, πάνω από το 80%. Ωστόσο, η πολιτική που υιοθετήθηκε από τα κόμματα στο ζήτημα των Μνημονίων, η οικονομική κρίση που ακολούθησε και η άνοδος του φαινομένου της «αρνητικής κομματικής ταύτισης» που αφορά την επιδίωξη της αντιπάθειας για συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα ή ευρύτερους πολιτικούς χώρους (Αριστερά, Δεξιά κτλ.) συνετέλεσαν στην κομματική αποευθυγράμμιση, δηλαδή στην αποδυνάμωση των δεσμών μεταξύ ψηφοφόρων και κομμάτων. Η δυσαρέσκεια αυτή συνδέεται και με την παρατηρούμενη μείωση του ενδιαφέροντος των πολιτών για το πολιτικό «γίγνεσθαι», όπως δείχνουν τα ποσοστά αποχής από τις εκλογικές διαδικασίες (29-43% κατά τη δεκαετία 2009-2019).
Σήμερα, είναι δύσκολο να παρουσιαστούν με ακρίβεια οι δείκτες κομματικής ταύτισης, παρά μία, κατά προσέγγιση, αποτίμηση της κομματικής προσήλωσης που παρουσιάζουν τα κόμματα που απαρτίζουν το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Αρχικά, η Νέα Δημοκρατία, η οποία μετά το 1980 επεδίωξε τη μετατροπή της σε μαζικό κόμμα, αποτελεί σήμερα το μαζικότερο κόμμα της κεντροδεξιάς στην Ευρώπη. Παρόλο που λειτουργεί ως μαζικός πυρήνας που στοχεύει στην αμφισβήτηση των κομμάτων της Αριστεράς, δομικά αποτελεί ένα «κρατικό κόμμα», το οποίο λειτουργεί ως μέρος του κρατικού πολιτικού μηχανισμού και όχι ως κόμμα εκπροσώπησης. Οι δείκτες κομματικής ταύτισης κυμαίνονται στα επίπεδα 10-22% (με τον αθροιστικό δείκτη «Αισθάνομαι πολύ κοντά σε αυτό το κόμμα» και «Αισθάνομαι κοντά σε αυτό το κόμμα» να αγγίζει σχεδόν το 40%). Ωστόσο, οι διαδοχικές κρίσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει, όπως η οικονομική κρίση και η πανδημία, μαρτυρούν τη μείωση των αντίστοιχων ποσοστών.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από την ίδρυσή του έως σήμερα έχει καταφέρει πολιτικούς στόχους που άλλα κόμματα δεν μπορούν καν να φανταστούν. Ειδικότερα, έχει αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας σε συνεργασία με το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων μετά τις Εκλογές που διεξήχθησαν το 2015, ενώ από το 2019 αξιώνει σταθερά τον ρόλο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Μέσα, λοιπόν, σε μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να συσπειρώσει ένα σημαντικό ποσοστό κομματικά ταυτισμένων πολιτών. Σήμερα, φαίνεται να διανύει μία περίοδο κρίσεως μετά την αλλαγή ηγεσίας του, με αποτέλεσμα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. να διεκδικεί σθεναρά τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ένα μαζικό κόμμα με μεγάλη οργανωτική συνθετότητα και πολλούς δομικούς μετασχηματισμούς τυγχάνει ευρείας αποδοχής του εκλογικού σώματος. Αυτό αποδεικνύεται εναργέστερα, από το γεγονός ότι οι δείκτες κομματικής προσήλωσης κυμαίνονται περίπου στο 10-22% του εκλογικού σώματος. Επιβεβαιώνεται ότι οι δείκτες κομματικής ταύτισης της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ταυτίζονται, μολονότι το τελευταίο δεν έχει σχηματίσει Κυβέρνηση τόσες φορές όσες η Νέα Δημοκρατία. Στο σημείο αυτό, υπογραμμίζεται ότι το γεγονός ότι ένας ψηφοφόρος είναι κομματικά ταυτισμένος, δεν σημαίνει ότι θα το ψηφίσει, παρά το ότι έχει μία θετική προδιάθεση προς αυτό.
Το Κ.Κ.Ε., το οποίο ασκεί επιρροή στον πυρήνα της κομμουνιστικής βάσης της χώρας, φανερώνει συμπαγή και σταθερή εικόνα, με τους δείκτες να φτάνουν τα επίπεδα του 3%. Από την άλλη, το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιουνίου 2023 συντέλεσε στην είσοδο των τριών ακροδεξιών κομμάτων (Σπαρτιάτες, Νίκη και Ελληνική Λύση) στο Ελληνικό Κοινοβούλιο με συνολικό ποσοστό 12,82%. Τα κόμματα αυτά επιθυμούν την άμεση συμμετοχή των ψηφοφόρων τους, συσπειρώνοντας μια εκλογική βάση, η οποία δεν μπορεί να διασπαστεί εύκολα.
Κοντολογίς, από το 2010 και έπειτα, παρατηρείται μείωση της κομματικής ταύτισης, χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει ότι έχει χάσει την αξία της. Ενδέχεται αυτή να αποτυπώνει σήμερα τους σκληρούς πυρήνες των ακραίων κομμάτων. Η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων ανά τον κόσμο και των ευρωσκεπτικιστικών πολιτικών ομάδων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, φαίνεται να επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Οι εκλογικές αναμετρήσεις που έχουν προγραμματιστεί να διεξαχθούν το έτος 2024 (εκλογές στις Η.Π.Α., Ρωσία, Ιράν, Μεξικό, Ηνωμένο Βασίλειο, Ευρωεκλογές, κτλ.), πρόκειται να προσφέρουν σπουδαία συμπεράσματα για την πορεία και το μέλλον της κομματικής ταύτισης, δεδομένου ότι σε διάστημα ενός έτους τουλάχιστον το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού θα κινηθεί προς τις κάλπες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Hague Rod – Harrop Martin, Συγκριτική Πολιτική και Διακυβέρνηση, Κριτική, Αθήνα, 2020
- Χριστόφορος Βερναδάκης, Πολιτικά Κόμματα, εκλογές κα εκλογικό σύστημα, Σάκκουλα, Αθήνα, 2023
- Προσδιοριστικοί παράγοντες της εκλογικής συμπεριφοράς και μέθοδοι διερεύνησης της στην εκλογική έρευνα, vernardakis.gr, διαθέσιμο εδώ