Του Νικολάου Σαμαρά,
1900: Στο πλαίσιο του Β΄ Πολέμου των Μπόερς (μεταξύ 1899-1902) ολοκληρώθηκε μια υψηλής σημασία πολιορκία, αυτή του Κίμπερλι. Η εν λόγω πόλη φημιζόταν για την εξόρυξη διαμαντιών, μια από τις πιο επικερδείς δραστηριότητες που ήταν αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας στη Νότια Αφρική.
Η σύγκρουση έλαβε χώρα ανάμεσα στους Βρετανούς και τις τοπικές δυνάμεις των Μπόερς –που ήταν απόγονοι Ευρωπαίων αποίκων. Μετέβησαν εκεί τους προηγούμενους αιώνες και είχαν αναμειχθεί με το τοπικό στοιχείο και μίλαγαν ολλανδικά, λόγω της παρουσίας της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών που είχε έντονη παρουσία εκεί και της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας, μια δύναμη που αναπτύχθηκε το 1852 και έπεσε το 1902 με τη λήξη του πολέμου και τη νίκη των Βρετανών. Η αρχή των πολέμων αυτών, που χωρίζεται σε τρεις φάσεις, έγινε ύστερα από την επιθυμία των Μπόερς για να εκδιώξουν τους Βρετανούς από τα εδάφη τους.
Κατά την πρώτη περίοδο οι Μπόερς κατόρθωσαν να αποσπάσουν μερικές νίκες σε Stormberg, Magersfontein, Colenso και Spion Kop, αλλά στη δεύτερη φάση οι Βρετανοί αύξησαν τις δυνάμεις τους εξισορροπώντας την κατάσταση και πολιορκώντας τις περιοχές που είχαν χάσει. Τέλος, στην τρίτη και ύστατη περίοδο οι Μπόερς επιδόθηκαν σε έναν σκληρό ανταρτοπόλεμο με σκοπό να μπορέσουν να εκδιώξουν οριστικά τους αποικιοκράτες, αλλά τελικά δεν το κατάφεραν.
Η πολιορκία του Κίμπερλι, που έχει ιδιαίτερη σημασία, έλαβε χώρα κοντά στο Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, στη σημερινή Νότια Αφρική, ξεκινώντας στα μέσα του Οκτωβρίου του 1899. Οι Μπόερς κινήθηκαν γρήγορα για να προσπαθήσουν να καταλάβουν την περιοχή, όταν ξέσπασε ο πόλεμος με τους Βρετανούς, για να έχουν στα χέρια τους μια σημαντική στρατηγική και οικονομικά αποδοτική περιοχή. Παρόλο που η πόλη δεν είχε καλή οχύρωση κινήθηκαν γρήγορα, ώστε να μπορέσουν να αναπτύξουν μια αυτοσχέδια άμυνα.
Το προηγούμενο διάστημα ο Βρετανός Συνταγματάρχης Baden-Powell είχε προβλέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχε ζητήσει από τα γυναικόπαιδα της πόλης να την εγκαταλείψουν. Την πολιορκία είχε κληθεί να λύσει ο Βρετανός Αντισυνταγματάρχης Robert Kekewich, με τη βοήθεια του Cecil Rhodes. Από την αντίπαλη πλευρά τη διοίκηση και τον συντονισμό είχαν οι Cornelius Hermanus Wessels και Pieter Arnoldus.
Η λύση της πολιορκίας άρχισε να διαφαίνεται στις αρχές του 1900, όταν οι Βρετανοί άρχισαν να συγκεντρώνουν μεγάλο αριθμό δυνάμεων που πλησίαζε τις 30.000 πεζούς και 7.500 χιλιάδες ιππείς, που τελικά μπόρεσαν να διασπάσουν τις άμυνες των Μπόερς. Οι απώλειες ήταν πολλές για τους αμυνόμενους, σε αντίθεση με τους Βρετανούς που δεν είχαν ιδιαίτερες απώλειες βάζοντας ένα οριστικό τέλος στη μάχη στην περιοχή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Siege of Kimberley, britishbattles.com, Διαθέσιμο εδώ
- Second Anglo-Boer War – 1899 – 1902, sahistory.org.za, Διαθέσιμο εδώ
- Relief of Kimberley, 11-15 February 1900, bwm.org.au, Διαθέσιμο εδώ
- Siege of Kimberley, en.wikipedia.org, Διαθέσιμο εδώ