Της Χριστίνας Κοντόγιωργα,
Το 1948 εγκρίνεται η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (The Universal Declaration of Human Rights), ούσα το πρώτο κείμενο με νομική ισχύ παγκόσμιας εμβέλειας. Συγκεκριμένα, στο Άρθρο 27 της Οικουμενικής Διακήρυξης αναγράφεται ρητά κι επί λέξει πως «ο καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει ελεύθερα στην πολιτιστική ζωή της κοινότητας, να απολαμβάνει τις τέχνες και να μετέχει στην επιστημονική πρόοδο και στα οφέλη της». Το 1982, στο Μεξικό, πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Unesco μία παγκόσμια διάσκεψη αναφορικά με τις πολιτιστικές πολιτικές ανά τα κράτη και κατά τη διενέργειά της δηλώθηκε χαρακτηριστικά πως «ο Πολιτισμός αναβλύζει από την κοινότητα στο σύνολό της και θα πρέπει να επιστρέψει σε αυτήν, τόσο η παραγωγή του όσο και η απόλαυση των παροχών του». Ωστόσο, η σύγχρονη κοινωνία επιτάσσει τη στενή συνεργασία μεταξύ εκείνης και της πολιτείας, αποσκοπώντας στην εξ ολοκλήρου αποδοχή και ένταξη των ατόμων με αναπηρία στον χώρο του πολιτισμού και δη της κοινωνίας, της οποίας σαφώς αυτός αποτελεί έκφανση. Σήμερα το περιεχόμενο της Διακήρυξης θεωρείται ελλιπές, καθώς το δικαίωμα στην απόλαυση της Τέχνης και των πολιτιστικών χώρων που τη φιλοξενούν οφείλει να αναχθεί σε δικαίωμα συμμετοχικότητας σε εκείνη.
Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Αξία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς για την Κοινωνία εγκρίνει το 2005 το Άρθρο 12 περί «Πρόσβασης στην Πολιτιστική Κληρονομιά και Δημοκρατικής Συμμετοχής» και καθιστά τα μέλη υπεύθυνα για την όσο το δυνατό μεγαλύτερο βαθμό βελτίωσης όσον αφορά στα μέτρα για την προσβασιμότητα. Αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσα από το Άρθρο του 12320 τάσσεται υπέρ της πρόσβασης στον πολιτισμό ως θεμελιώδες δικαίωμα κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανεξαιρέτως. Πρωτίστως, αναφέρεται πως ο πολιτισμός ως έννοια με όλες του τις εκφάνσεις θα πρέπει, αναμφίβολα, να καθίσταται προσβάσιμος ευρέως κι αυτό διότι η προσβασιμότητα εν γένει και δη η πολιτισμική είναι υψίστης σημασίας για την ενότητα κι ένταξη σε κοινωνικό επίπεδο. Το δικαίωμα στην πρόσβαση καθαυτό είναι η αφετηρία της πάταξης της στερεοτυπικής περιθωριοποίησης των ατόμων με αναπηρία από της ζωτικής σημασίας επαφή με τον πολιτισμό και για τον λόγο αυτό, το δικαίωμα πρέπει να πάρει τη μορφή της ενεργούς συμμετοχής σε όλες τις πτυχές του.
Στις 30 Μαρτίου του 2007 υπογράφεται στη Νέα Υόρκη η Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και τρία χρόνια αργότερα, στην ίδια τοποθεσία, στις 27 Σεπτεμβρίου αναφορικά με την ίδια θεματική, δηλώνεται μέσα από το Άρθρο 30 το αδιάσειστο δικαίωμα περί Συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή, την αναψυχή, τον ελεύθερο χρόνο και στον αθλητισμό. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρίες να συμμετέχουν, σε ίση βάση με τους άλλους στην πολιτιστική ζωή και να διασφαλίζουν ότι τα άτομα με αναπηρίες μπορούν αφενός να απολαμβάνουν την πρόσβαση στο πολιτιστικό υλικό κι αφετέρου να απολαμβάνουν την πρόσβαση σε πολιτιστικές δραστηριότητες και, ιδίως, να έχουν την πρόσβαση σε τόπους πολιτιστικών υπηρεσιών.
Αναφορικά με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες, πρόκειται για το διεθνές εκείνο συμφωνημένο κείμενο, το οποίο, καταρχήν, αναγνωρίζει ολοκληρωτικά τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία κι, εν συνεχεία, προσδιορίζει τις υποχρεώσεις έκαστου συμβαλλόμενου κράτους ως προς την προώθηση και προστασία των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία, ενώ, καθορίζει εθνικούς και διεθνείς μηχανισμούς παρακολούθησης και εφαρμογής. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της Σύμβασης, σκοπός της είναι να διασφαλίσει την προαγωγή και την προστασία της πλήρως ίσης απόλαυσης όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των θεμελιωδών ελευθεριών όσον αφορά στα άτομα με αναπηρία, προάγοντας και τον σεβασμό της εγγενούς αξιοπρέπειας των ίδιων. Πρόκειται για τα άτομα εκείνα που έχουν μακροχρόνιες σωματικές, ψυχικές, νοητικές ή αισθητηριακές βλάβες, που, σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια, μπορούν να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία, σε ίση βάση με τους άλλους.
Η Σύμβαση αυτή αφορά τόσο το κράτος, ήτοι το κοινοβούλιο, τα υπουργεία, καθώς και τα δικαστήρια, όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Είναι νομικά δεσμευτική, διευκρινίζει τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και καθορίζει τις υποχρεώσεις σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία. Ακόμα, απαιτεί την υιοθέτηση της δικαιωματικής προσέγγισης για την αναπηρία και προωθεί μια συμπεριληπτική και προσβάσιμη ανάπτυξη, ενώ παράλληλα διασφαλίζει μια εθνική και διεθνή παρακολούθηση των δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία.
Σημειωτέον πως πρόκειται για την πρώτη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, η οποία δημιουργήθηκε από τα ίδια τα άτομα με αναπηρία, καθώς και την πρώτη Σύμβαση η οποία επικεντρώνεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα. Συγκεκριμένα, δίνεται μεγάλο βάρος στη διαδικασία ελέγχου κι εφαρμογής της Σύμβασης με εμπλοκή των ατόμων με αναπηρία μέσω των αντιπροσωπευτικών οργανώσεών τους, στις διαβουλεύσεις με το κράτος στο σχεδιασμό πολιτικών και νομοθεσιών που αφορούν την εφαρμογή της Σύμβασης. Αποτελείται στο σύνολό της από 50 άρθρα, το περιεχόμενο των οποίων, μάλιστα, δεν αφορά μόνο τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία αλλά και θέματα που έχουν να κάνουν με τη διάχυση και ορθή εφαρμογή της Σύμβασης εν γένει.
Εν ολίγοις, η Σύμβαση δε δημιουργεί νέα δικαιώματα, αλλά προσφέρει νέες και διευρυμένες ερμηνείες ή προτείνει νέες εφαρμογές των ήδη υπαρχόντων δικαιωμάτων, όπως στην ακεραιότητα, στην ανεξαρτησία, στην ασφάλεια, στην ελευθερία, στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στην υγεία, στις κοινωνικές υπηρεσίες, στις μεταφορές, κλπ. Εισάγει νέα εργαλεία, όπως είναι η προσβασιμότητα και όλες οι εκφάνσεις της, δηλαδή καθολικό σχεδιασμό, εύλογες προσαρμογές, υποστηρικτική τεχνολογία, προκειμένου να διευκολύνει την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία σε όλα τα δικαιώματα σε ισότιμη βάση με τους άλλους πολίτες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τσουκαλάς, Κ. (2010). Η Επινόηση της Ετερότητας. «Ταυτότητες» και «Διαφορές» στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης. Αθήνα: Καστανιώτης.
- Timothy, Α. (1987). (ed), Education in Museums: Museums in Education. London: HMSO.