Του Μάριου Δεστούνη,
Οι κυρώσεις αποτελούν ένα πολύ διαδομένο και χρησιμοποιημένο μέσο για την επιβολή της τάξης και συγκεκριμένα για την επαναφορά ενός κράτους στην κατάσταση που ήταν πριν αυτό διαπράξει μια παράνομη πράξη, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, προς ένα άλλο. Είναι πολύ σημαντικό εργαλείο του Συμβουλίου Ασφαλείας προσπαθώντας να διευθετήσει καταστάσεις, χωρίς να χρειαστεί να προχωρήσει στη χρήση ένοπλης βίας. Μπορούν να επιβληθούν, όμως, και από κράτος σε κράτος, καθώς και από περιφερειακές οργανώσεις, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ενεργές κυρώσεις εις βάρος κρατών παρατηρούμε, ως κάποια σημαντικά παραδείγματα, στις περιπτώσεις της Βενεζουέλας, του Ιράν και της Ρωσίας. Μάλιστα, η Ρωσία βρίσκεται στην πρώτη θέση της σχετικής λίστας αριθμώντας περισσότερες από 17.000 ενεργές κυρώσεις. Δεν είναι πάντα αποκλειστικά οικονομικές, αλλά η κυρία πηγή της δυναμικής τους είναι η αποδυνάμωση της οικονομίας μιας «χώρας παραβάτη». Γίνεται διάλογος, όμως, πλέον σχετικά με το κατά ποσό είναι πράγματι αποτελεσματικές οι κυρώσεις. Το ότι έχουν ένα ελάχιστο βαθμό αποτελεσματικότητας είναι δεδομένο, όμως ο στόχος τους είναι ο εξαναγκασμός ενός κράτους να αλλάξει στάση εξ αιτίας μια πρότερης παραβίασης. Επομένως, ο ελάχιστος βαθμός δεν αρκεί για την επίτευξη του σκοπού αυτού.
Στις περιπτώσεις του Ιράν και της Βενεζουέλας, οι οικονομίες τους έχουν πράγματι πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Το πρόβλημα, όμως, με τις κυρώσεις δεν έγκειται στην ουσία τους. Αν το Συμβούλιο Ασφαλείας, για παράδειγμα, θέλει να επιβάλει ουσιώδεις κυρώσεις θα στοχεύσει κρίσιμους τομείς, όπως η ενέργεια. Το πρόβλημα που όλο και γιγαντώνεται έγκειται στην εφαρμογή τους. Η επιβολή είναι το εύκολο κομμάτι, ο έλεγχος όμως για το κατά ποσό εφαρμόζονται είναι ένα παρά πολύ δύσκολο έργο. Αυτό διότι τα κράτη αναπτύσσουν τρόπους, ώστε να τις παρακάμπτουν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Η Τουρκία παρά το ενεργό εμπάργκο συνεχίζει και προμηθεύει όπλα στη Λιβύη. Τα νατοϊκά πλοία, που περιπολούν τα σχετικά ύδατα, μπορούν να προχωρήσουν σε νηοψίες μόνο εφόσον το κράτος σημαίας που φέρει το πλοίο συναινέσει σε κάτι τέτοιο. Το εμπάργκο καυσίμων είναι, επίσης, ένα σύνηθες βασικό μέτρο κύρωσης, το οποίο τα πληττόμενα κράτη «σπάνε» με τη μέθοδο “ship to ship”. Με την εν λόγω μέθοδο, για παράδειγμα, ένα ρωσικό πλοίο που μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο σταματά σε διεθνή ύδατα και μεταφέρει το εμπόρευμα του σε ένα πλοίο μιας χώρας που δεν βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων, με αποτέλεσμα το δεύτερο πλοίο να μπορεί να μεταφέρει το παράνομο αρχικά φορτίο νόμιμα οπουδήποτε. Το αποτέλεσμα φυσικά είναι τα ρωσικά καύσιμα να διακινούνται κανονικά εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρά τις κυρώσεις. Επιπλέον, οι χώρες που προαναφέραμε χρησιμοποιούν ευρέως το λεγόμενο “shadow fleet” η “dark fleet”. Τα πλοία αυτά ανήκουν σε ιδιοκτήτες από διάφορες χώρες του κόσμου, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε χώρες που έχουν εμπάργκο. Οι ιδιοκτήτες αυτοί μέσω διαφθοράς και δημιουργίας παραπλανητικών εγγράφων και πιστοποιητικών είναι παρά πολύ δύσκολο να αποδειχτεί ότι μισθώνονται και μεταφέρουν εμπορεύματα από απαγορευμένες χώρες.
Μάλιστα, το ζήτημα απασχολεί ιδιαίτερα τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη που παρατηρούν ότι μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία ο αριθμός των πλοίων που ανήκουν στο “dark fleet” έχει αυξηθεί ραγδαία. Οι κυρώσεις «σπάνε» και μέσω τρίτων χωρών. Όπως παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία και χώρες, όπως η Αρμενία και το Καζακστάν, βοηθούν τη Ρωσία να ξεπεράσει τις κυρώσεις. Ιδίως για τις δυο τελευταίες, παρατηρήθηκε ότι οι εισαγωγές και εξαγωγές τους από την ευρωπαϊκή ήπειρο αυξήθηκαν σε υψηλά ποσοστά το διάστημα μετά την έναρξη του πολέμου με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν έρευνες.
Αυτό που κάνουν είτε ιδιώτες, είτε πολυεθνικές είναι να πουλάνε τα προϊόντα τους σε αυτές τις χώρες, οι οποίες στη συνέχεια τα δίνουν στη Ρωσία. Μάλιστα, ο Λετονός Πρωθυπουργός σε ομιλία του τόνισε, ότι η Ένωση πρέπει να λάβει άμεσα μέτρα για την κατάσταση στην Τουρκία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Οι Δυτικές χώρες, και κυρίως οι Η.Π.Α., δεν αποτελούν πλέον το μονοπώλιο της οικονομίας. Αυτό σημαίνει, ότι εάν οι κυρώσεις δεν εφαρμόζονται σε συντριπτική πλειοψηφία από τα κράτη παγκοσμίως, τότε η επίδραση τους μειώνεται δραστικά.
Οι χώρες που βρίσκουν τους εαυτούς τους αποδέκτες κυρώσεων τείνουν να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, καθώς και με συμμάχους τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαία και η έντονη συνεργασία της Ρωσίας με το Ιράν και τη Βενεζουέλα. Η εργαλειοποίηση του δολαρίου ή το μέτρο εξαίρεσης χωρών από το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα swift, αν και στη θεωρία ακούγονται απροσπέλαστα τείχη, η πραγματικότητα είναι άλλη. Οι κυρώσεις που αφορούν το δολάριο είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία και διαρκή ενίσχυση των BRICS. Οι χώρες BRICS προσπαθούν να χρησιμοποιούν στις μεταξύ τους συναλλαγές τα εθνικά τους νομίσματα ή το πιο δυνατό μεταξύ αυτών, όπως το κινεζικό γουάν. Τέλος, το ίδιο το swift ως μετρό κύρωσης μπορεί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας να προσπελαστεί. Αυτό συμβαίνει μέσω της τεχνολογίας blockchain (η τεχνολογία πίσω από αυτό που γνωρίζουν οι περισσότεροι ως bitcoin ή κρυπτονομίσματα). Το blockchain είναι ένα σύστημα συναλλαγών με κοινά χαρακτηριστικά, όπως το παραδοσιακό τραπεζικό. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός, ότι οι συναλλαγές καθώς και τα στοιχεία των δυο μερών της συναλλαγής είναι πλήρως αποκρυπτογραφημένα και δεν δύναται εντοπισθούν. Επίσης, οι συναλλαγές είναι άμεσες και μπορούν να γίνουν με μια διαδικασία μερικών λεπτών μεταφέροντας χρήματα από οπουδήποτε στον κόσμο, σε οποίο μέρος επιθυμεί ο αποστολέας (από την Ελλάδα π.χ. στο Εκουαδόρ).
Είναι προφανές, ότι όσο οι κυρώσεις αυξάνονται τόσο θα αναπτύσσονται μέθοδοι για την παράκαμψη τους, και ιδίως με την εξέλιξη της τεχνολογίας, με αποτέλεσμα ένα μέτρο που φαίνεται στη θεωρία πολύ ισχυρό να χάνει στην πράξη τη δυναμική του. Πρέπει τα αρμόδια όργανα παρατηρώντας τους νέους τρόπους παράκαμψης τους να προσαρμόζονται και να υιοθετούν νομοθεσίες ιδιαίτερα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που αλλάζει μέρα με τη μέρα. Βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ένα πλήρως αναποτελεσματικό μέτρο και ούτε λόγω των ζητημάτων που έχουν ανακύψει πρόκειται να εγκαταλειφθούν από τη διεθνή κοινότητα που μετά το 1945 και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών στράφηκε αποκλειστικά στον οικονομικό εξαναγκασμό μετά την ολοκληρωτική απαγόρευση της προσφυγής στη χρήση βίας.