Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η εκδήλωση με τίτλο «Μια συζήτηση που επείγει: Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;» και υπότιτλο «Για μια πειστική απάντηση των προοδευτικών δυνάμεων» έχει ξεσηκώσει «θύελλα αντιδράσεων» σε ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ΠΑ.ΣΟ.Κ., από τις τάξεις των οποίων προέρχονται οι δύο εκ των τριών ομιλητών. Πρόκειται για αντιδράσεις δυσανάλογες του ουσιαστικού πολιτικού τους περιεχομένου, ανάλογες, όμως, του «παραγοντίστικου» χαρακτήρα της. Στην παρηκμασμένη Ελλάδα, άλλωστε, η παραπολιτική ασκεί μεγαλύτερη έλξη στους ιθύνοντες από την παραγωγή πραγματικής πολιτικής…
Η συγκεκριμένη εκδήλωση, επισήμως, τελεί υπό την αιγίδα της Εφημερίδας των Συντακτών. Από τις πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, πάντως, προκύπτει ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα αποτελεί έμπνευση του στελέχους του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Διονύση Τεμπονέρα, ο οποίος θα είναι ο ένας εκ των συμμετεχόντων στο πάνελ της. Με βάση, λοιπόν, τα στοιχεία της συγκεκριμένης εκδήλωσης, ευλόγως κάποιος μπορεί να θέσει πολιτικά ερωτήματα που μέχρι στιγμής δεν έχουν απαντηθεί από τους συμμετέχοντες, καθώς και να εξάγει συμπεράσματα από απαντήσεις που ήδη δόθηκαν, αλλά προφανώς δε δύνανται να ικανοποιήσουν κάποιον που επιχειρεί να τις περάσει από γνήσιο πολιτικό φίλτρο.
Καταρχάς, ο ίδιος ο τίτλος της εκδήλωσης οδηγεί σε διαπιστώσεις: «Μια συζήτηση που επείγει: Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη ποιος;». Το πολιτικά επείγον για τον (όποιο) διοργανωτή και τους συμμετέχοντες που προφανώς το συμμερίζονται είναι να βρεθεί ο «αντι-Μητσοτάκης». Σε μια Ελλάδα όπου η ακρίβεια έχει τσακίσει το εισόδημα του μέσου πολίτη, όπου η στεγαστική κρίση έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη μια πολύπλευρη κοινωνική αναταραχή (αγροτικές – φοιτητικές κινητοποιήσεις, τεκνοθεσία ομοφύλων, εγκληματικότητα), το πρώτο που πρέπει να απασχολεί ένα αντιπολιτευόμενο κόμμα είναι να βρεθεί ο «αντι-Μητσοτάκης».
Η ίδια έννοια του «αντι», όμως, είναι και απολίτικη και επικίνδυνη. Απολίτικη, διότι οδηγεί στον ετεροπροσδιορισμό και όχι στην πρωτογενή παραγωγή πολιτικής. Αυτός που ψάχνει απλώς το «αντίπαλον δέος» κάποιου έχει εκχωρήσει στον δεύτερο την πρωτοβουλία των κινήσεων και απλώς περιμένει την τοποθέτησή του για να λάβει αντίθετη θέση. Η πολιτική (ειδικότερα η εφαρμοσμένη, που ασκείται για την επίτευξη ενός ρεαλιστικού στόχου και δη της ανάληψης της εξουσίας διακυβέρνησης) δεν υπάγεται, όμως, σε μανιχαϊστικές θεωρήσεις. Όσοι στέργουν σε λογικές μετώπων «αντι-δεξιών», «αντι-μητοατακικών» κ.ο.κ. είτε είναι μειωμένης πολιτικής αντίληψης και νηπιακής ιδεολογικής συγκρότησης είτε επιχειρούν, διά των εύκολων αυτών διατυπώσεων, να κρύψουν τις πραγματικές τους προθέσεις. Η γενίκευση, άλλωστε, είναι η αρχή του φασισμού, ακόμη και σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας δύναται να γεννήσει τέρατα –το είδαμε πρόσφατα με το «αντι-μνημόνιο».
Επίσης, η αναζήτηση του «αντι-Μητσοτάκη» αποδεικνύει και μια βαρύτατη έλλειψη γνώσεων της πολιτικής ιστορίας της χώρας μας: Τον «αντι-Ανδρέα» αναζήτησε η Ν.Δ. το 1984 και εξέλεξε τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στην ηγεσία της. Προερχόταν από το Κέντρο, δήλωνε φιλελεύθερος και είχε προσωπική κόντρα με τον Παπανδρέου εξαιτίας των Ιουλιανών. Το αποτέλεσμα ήταν μια ακόμα ήττα από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1985 και ο βούρκος του «βρώμικου ‘89», για να επιτευχθεί μια «παρένθεση» που θα στοίχιζε στη Ν.Δ. άλλα 11 χρόνια στην Αντιπολίτευση.
Ακόμα, όμως, και να δεχθούμε το ερώτημα ως προϊόν γνήσιας αγωνίας αναφορικώς προς την ανάγκη αντικατάστασης της σημερινής Κυβέρνησης, αναπόδραστα καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: Εφόσον αναζητείται ακόμη ο ηγέτης που θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στον σημερινό Πρωθυπουργό, τότε, κατά τους συμμετέχοντες στην εκδήλωση, οι σημερινοί αρχηγοί του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν μπορούν να διαδραματίσουν αυτόν τον ρόλο. Αυτό λέει η απλή λογική και η στοιχειώδης γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Αν ο Τεμπονέρας πιστεύει ότι ο Κασσελάκης μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη, όπως ο ίδιος ο Πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. λέει και όπως είναι η επίσημη γραμμή του κόμματος, τότε προς τι η συζήτηση; Κι αλήθεια, θα κάνει «δημοκρατικό μέτωπο» με το ΠΑ.ΣΟ.Κ., τον Πρόεδρο του οποίου ο Κασσελάκης χαρακτηρίζει «εκβιαζόμενο», στο οποίο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει χρεώσει μέχρι κι εθνική προδοσία («γερμανοτσολιάδες» κ.λπ.) και με τη Νέα Αριστερά, στην οποία το κόμμα του καταλογίζει ότι είναι προϊόν αντιδημοκρατικών διασπαστών, που δεν αποδέχτηκαν την εσωκομματική τους ήττα και σφετερίστηκαν και τις βουλευτικές τους έδρες;
Αν ο Χριστοδουλάκης πιστεύει ότι ο Ανδρουλάκης μπορεί να αποτελέσει το «αντίπαλον δέος» του Μητσοτάκη, τότε για ποιο λόγο μπαίνει στην κουβέντα με αυτούς που προφανώς το αμφισβητούν; Για να εκθέσει τις απόψεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., λέει ο ίδιος. Για να έχει νόημα όμως αυτό, θα πρέπει να έχει απέναντί του ένα κοινό που τουλάχιστον είναι διατεθειμένο να ακούσει κι ενδεχομένως να πεισθεί ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι η απάντηση στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πιστεύει κάποιος σοβαρά ότι σε αυτήν ειδικά την εκδήλωση, με αυτούς του διοργανωτές και αυτό το πάνελ, υπάρχει περίπτωση να περάσει η γραμμή του ΠΑ.ΣΟ.Κ.; Επίσης, προφανώς διά της συμμετοχής του αναγνωρίζει ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ανήκει στις προοδευτικές δυνάμεις, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος της εκδήλωσης. Ενδιαφέρον, μιας και ομιλούμε για το ίδιο κόμμα που χαρακτήριζε μέχρι πριν λίγα χρόνια, έβριζε και συκοφαντούσε χυδαία το ΠΑ.ΣΟ.Κ., συγκυβερνούσε με τον Ακροδεξιό Καμμένο, συνυπήρχε στις πλατείες με τους νεοναζί της Χρυσής Αυγής, τις ψήφους των οποίων ενίοτε χρησιμοποιούσε στη Βουλή.
Όσο δε για την Αχτσιόγλου, αν πράγματι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εντάσσεται στις προοδευτικές δυνάμεις που δίνουν τη μάχη κατά του Μητσοτάκη, τότε γιατί αποχώρησε από αυτόν και βασικά τον… αδυνάτισε προς όφελος των αντιπάλων του;
Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ουδέν ουσιαστικό πολιτικό ζήτημα ενυπάρχει στη συγκεκριμένη εκδήλωση. Πρόκειται για μια κίνηση που εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη θεώρηση των πολιτικών εξελίξεων. Σύμφωνα με αυτή, μετά τις Ευρωεκλογές θα προκύψει η ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου σχήματος που θα μπορέσει να αποτελέσει τον δεύτερο πόλο ενός νέου δικομματισμού. Ως δείχνουν τα πράγματα σήμερα, παρά τις απώλειες που ο Μητσοτάκης θα έχει στις Ευρωεκλογές, η νίκη του θα είναι ευρεία, με διψήφια διαφορά από το δεύτερο κόμμα. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ΠΑ.ΣΟ.Κ., ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και Νέα Αριστερά δε θα καταφέρουν καν να συγκεντρώσουν από κοινού ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Ν.Δ..
Οπότε θα ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με την αδυναμία των υπαρχόντων κομμάτων στα αριστερά της τελευταίας να αποτελέσουν τον ισχυρό της αντίπαλο και την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου σχήματος. Συζήτηση που δε θα είναι πολιτική, αλλά συνθηματολογική («ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά»). Συζήτηση η οποία δε θα διαπνέεται από σεβασμό στην Ιστορία, αλλά που θα την υποτιμά («Κι αν μας είπαν και γερμανοτσολιάδες οι Συριζαίοι κι αν μας χτύπησαν κι αν πήγαν να μας διαλύσουν, εσείς πρέπει να δείτε το δάσος κι όχι το δέντρο»). Συζήτηση όχι με βάση αντικειμενικά στοιχεία, αλλά με «μπακαλίστικα» («15% το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και 12% ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και 3% η Νέα Αριστερά μάς κάνει 30%, η Ν.Δ. πήρε 33%, άντε αν ενωθούμε, αμέσως ντέρμπι τις κάναμε τις επόμενες εκλογές»). Συζήτηση όχι με όρους βάσης, αλλά συγκολλήσεων κορυφής («οι ηγέτες παίρνουν τις δύσκολες αποφάσεις»).
Κάποιοι μιλούν για έναν συμμαχικό φορέα τύπου ΚΙ.ΝΑ.Λ., με εκλογή ηγεσίας από τη βάση. Δεν είναι τυχαίο που ειδικά στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., πολλοί εξ όσων πλασάρονται σαν δελφίνοι, επιχειρούν να χτίσουν ένα προφίλ (βλ. τεκνοθεσία ομοφύλων, μη κρατικά πανεπιστήμια) που θεωρούν ότι θα τους φανεί χρήσιμο σε μια ενδεχόμενη διαδικασία, όπου θα πρέπει να ζητήσουν ψήφους ανθρώπων που προέρχονται από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τη Νέα Αριστερά. Αντιστοίχως, δεν είναι τυχαίο ότι κάποιοι στον άξονα ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Νέα Αριστερά αναγνωρίζουν στις προοδευτικές δυνάμεις το ΠΑ.ΣΟ.Κ. που μέχρι πρότινος έβριζαν χυδαία. Ας μη λησμονούμε δε ότι το σενάριο ύπαρξης δύο μεγάλων κομμάτων, που θα εναλλάσσονται στην εξουσία, έχοντας μικρές επιμέρους διαφορές, αλλά ταύτιση στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (Ε.Ε., Ευρωζώνη, Ν.Α.Τ.Ο., Ελληνοτουρκικά, Μακεδονικό, Βορειοηπειρωτικό, Κυπριακό) και σε κρίσιμα κοινωνικά – ταυτοτικά ζητήματα (woke ατζέντα, πολυπολιτισμικότητα, παγκοσμιοποίηση) είναι ιδανικό για τα μεγάλα συμφέροντα σε Η.Π.Α. κι Ευρώπη.
Η πολιτική έχει υποχωρήσει στην Ελλάδα, όπως και στο σύνολο της Δύσης. Όσο αυτή υποχωρεί, όμως, στη σκέψη όλων όσοι κατέχουν θέσεις εξουσίας, τόσο οι τελευταίοι χάνουν την όποια επαφή είχαν με την κοινωνία. Η παραπολιτική και ο παραγοντισμός αποτελούν κανονικά ένα αναγκαίο παρεπόμενο της πολιτικής, αν θέλουμε να δούμε την «ωμή» πραγματικότητα. Όταν, όμως, παίρνουν το πάνω χέρι, τότε «τυφλώνουν». Οι μεγάλοι πολιτικοί καθοδηγούν την κοινωνία, αφού την πείσουν πως λειτουργούν προς όφελός της. Δεν λειτουργούν ερήμην της…