Του Θέμου Καγκέλη,
Τέσσερις μήνες μετά την έναρξη της συμπλοκής Ισραήλ-Χαμάς, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή παραμένει άλυτη. Σήμερα, όμως, δεν θα ασχοληθούμε με το γιατί και το πώς, ούτε θα καταλογίσουμε ευθύνες σε κανέναν, αλλά θα δείξουμε με ποιόν τρόπο, πριν από 18 ακριβώς χρόνια, εκτυλίχθηκε στην περιοχή ένα σχεδόν πανομοιότυπο «θερμό» επεισόδιο, όταν αντί για την Παλαιστίνη, ένα άλλο αραβικό κράτος εκστράτευσε κατά του Ισραήλ.
Αυτό το κράτος ήταν ο Λίβανος, μία χώρα 5 εκατομμυρίων Αράβων, που πρακτικά δεν γνώρισε ποτέ περίοδο ειρήνης με το Ισραήλ, παρά την όποια προσπάθεια για ήρεμη συνεργασία. Ιστορικά, αυτή η έριδα έγκειται, κυρίως, σε τρία σημεία. Αρχικά, ο Λίβανος έδειχνε έντονη στήριξη και αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη, ένα κράτος που το Ισραήλ δεν αναγνώριζε καν, μιας και το βάφτιζε επικίνδυνο για τον Εβραϊσμό. Έπειτα, λόγω της δεκαπενταετούς ισραηλινής κατοχής του Νότιου Λιβάνου, ως αντίποινα για το περίφημο Coastal Road Massacre, όταν, δηλαδή, Παλαιστίνιοι τζιχαντιστές που είχαν συνδέσεις με το Λίβανο, προσπαθώντας να προκαλέσουν αναταραχές στις διαπραγματεύσεις Ισραήλ-Αιγύπτου, κατέλαβαν ένα επιβατικό λεωφορείο και έσφαξαν επιτόπου 38 Εβραίους επιβάτες. Τελικός παράγοντας για τις ασταθείς σχέσεις των δύο κρατών αποτελούσε η παραστρατιωτική οργάνωση Χεζμπολάχ, που ήταν και ο πρωτεργάτης των γεγονότων του 2006, τα οποία θα αναλύσουμε παρακάτω.
Η Χεζμπολάχ ή αλλιώς το «Κόμμα του Αλλάχ» ιδρύθηκε με βασικό στόχο να διώξει το Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη στον Λίβανο. Χάριν απλούστευσης, θα μπορούσε κανείς να πει πως η Χεζμπολάχ ήταν τότε για τον Λίβανο ό,τι είναι σήμερα η Χαμάς για την Παλαιστίνη, παρόλο που υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ των δύο. Από την ίδρυσή της, η υποστήριξη που εισέπραττε η Χεζμπολάχ από τον λιβανικό λαό ήταν πάνδημη, μιας και εξέφραζε ιδιαίτερα δημοφιλείς απόψεις. Ως αποτέλεσμα, «γιγαντωνόταν» συνεχώς ως κόμμα, έτσι ώστε την κατάλληλη στιγμή και μετά από σκληρό αγώνα να κάνει πραγματικότητα τον όρκο που είχε δώσει: οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν, τελικά, από τον νότιο Λίβανο και η περιοχή σταθεροποιήθηκε προσωρινά. Ωστόσο, η Χεζμπολάχ «διψούσε», ακόμη, «για αίμα» και το έδειξε έμπρακτα, μιας και στην περίοδο 2000-2006, προσπάθησε να επιτεθεί αμέτρητες φορές στο κράτος του Ισραήλ, χωρίς, όμως, ιδιαίτερη επιτυχία. Ωστόσο, μετά από πολλές προσπάθειες, η «τύχη βρέθηκε με το μέρος της» κι έτσι φτάσαμε στη φρικαλέα μέρα που άφησε την οικουμένη με το στόμα ανοιχτό.
12 Ιουλίου 2006: Νωρίς το πρωί, σε μία ειδική στρατιωτική επιχείρηση, άντρες της οργάνωσης με βαρύ οπλισμό ανοίγουν πέρασμα στα σύνορα με το Ισραήλ και εισρέουν στο γειτονικό κράτος χωρίς να τους καταλάβει κανένας, ούτε καν τα προηγμένα συστήματα παρακολούθησης. Σκοπός τους ήταν να κάνουν ό,τι μπορούν, για να απελευθερώσουν Λιβανέζους αιχμαλώτους πολέμου που κρατούσε το Ισραήλ. Για αντιπερισπασμό, εκτοξεύουν ρουκέτες έναντι ισραηλινών στρατιωτικών βάσεων και προκαλούν χάος. Μέσα στην αναταραχή, τους δίνεται η ευκαιρία να επιτεθούν ανενόχλητοι σε δύο ισραηλινά άρματα, να σκοτώσουν τους επιβάτες και να συλλάβουν αιχμαλώτους, προτού επιστρέψουν αστραπιαία στον Λίβανο. Η επίθεση δεν κράτησε πάνω από δέκα λεπτά. Μπορεί μεν να μην απελευθέρωσαν τους δικούς τους, αλλά πίστευαν ότι με το να απαγάγουν Ισραηλίτες θα μπορούσαν να πιέσουν για διαπραγματεύσεις και να τους ανταλλάξουν σε δεύτερο χρόνο.
Το Ισραήλ, όμως, «δεν γονάτισε». Όχι μόνο δεν υπέκυψε στα παραμύθια για διαπραγματεύσεις, αλλά απάντησε κατευθείαν με πυρά, εξασκώντας το δικαίωμα στην αυτοάμυνά του, σε μία τελική προσπάθεια να καταστρέψει ολοκληρωτικά τον νότιο Λίβανο, που ήταν πλέον η βάση της Χεζμπολάχ. Μάλιστα, ο τότε αρχηγός του εβραϊκού αμυντικού επιτελείου, Χαλούτς, δήλωσε πως θα γυρίσει τον Λίβανο 20 χρόνια πίσω αν δεν επιστραφούν οι αιχμάλωτοι. Με αυτά τα λόγια, η Μοσάντ, η μυστική υπηρεσία πληροφοριών του Ισραήλ, στάθμισε τα γεγονότα και έδωσε το «πράσινο φως» για μία επίθεση κατά της Χεζμπολάχ, πράγμα που θεωρούσε πως θα έφερνε σίγουρη νίκη, μιας και η στρατιωτική δύναμη του Ισραήλ υπερτερούσε αριθμητικά της Χεζμπολάχ σε αναλογία 50 προς 1, χωρίς να ληφθεί καν υπόψιν η αξεπέραστη πολεμική τεχνολογία που διέθετε. Για τον επόμενο έναν μήνα, ο πόλεμος ήταν σφοδρός και ανελέητος. Ωστόσο, μόνο νικηφόρος δεν ήταν για τους Ισραηλίτες.
Μέρα με τη μέρα, η Χεζμπολάχ, μία οργάνωση με μόλις 1.000 άνδρες για στρατιωτικό δυναμικό και πανάρχαιο εξοπλισμό συγκριτικά με το Ισραήλ, κατάφερνε αλλεπάλληλες νίκες. Για παράδειγμα, μόλις δύο μέρες από την έναρξη της σύρραξης ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Nasrallah, σε μία πρωτοφανή επίδειξη δύναμης, καλεί τους κατοίκους της Βηρυτού, της πρωτεύουσας του Λιβάνου, από ομιλία του στην τηλεόραση να κοιτάξουν προς τη θάλασσα, όπου η ναυαρχίδα του Ισραήλ είχε τυλιχθεί στις φλόγες μετά από χτύπημα πυραύλου της Χεζμπολάχ. Αυτό και πολλά άλλα περιστατικά που «διέλυσαν» τη θεώρηση περί ανίκητου ισραηλίτικου στρατού επισφράγισαν τη νίκη για τους άνδρες της Χεζμπολάχ, οι οποίοι αγνόησαν τη στρατιωτική υπεροχή του Ισραήλ και όρμισαν στον κίνδυνο χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο πόλεμος λήγει μετά από 34 μέρες με την ήττα του Ισραήλ. Μία ήττα τόσο σφοδρή, που τα αίτια που την προκάλεσαν απετέλεσαν για τους Ισραηλίτες και τη διεθνή κοινότητα αντικείμενο βαθιάς ανάλυσης. Συγκεκριμένα, ο Υπουργός Άμυνας του Ισραήλ όρισε εκ των υστέρων μία ειδική επιτροπή, με σκοπό να εξακριβωθούν τα λάθη που έγιναν, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, γιατί επικράτησαν αντιδιαμετρικές απόψεις και το Ισραήλ «βυθίστηκε» σε πολιτικό χάος. Οι στρατηγοί κατηγορούσαν ο ένας τον άλλον για ευτελή προετοιμασία του στρατού, ο λαός τα «είχε βάλει» με τον Πρωθυπουργό Olmert και διαδήλωνε έξω απ’ τα γραφεία του, ο διεθνής τύπος κατηγορούσε το Ισραήλ για καταπάτηση του διεθνούς δικαίου κ.λπ. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι η νίκη της Χεζμπολάχ αποτέλεσε αφορμή έμπνευσης και ξεσηκωμού για τους εχθρούς του Ισραήλ, ιδίως στη Μέση Ανατολή.
Η έχθρα των αραβικών κρατών γύρω από το Ισραήλ συνέχισε να κοχλάζει για δύο δεκαετίες και εξερράγη για ακόμα μια φορά πριν από λίγους μήνες. Όσο για τη Χεζμπολάχ, σήμερα παραμένει στρατιωτικά και πολιτικά ενεργή, μιας και κατέχει 13 έδρες (~12%) στο Kοινοβούλιο του Λιβάνου και, όπως ήταν αναμενόμενο, επαινεί τις επιθέσεις της Χαμάς κατά του Ισραήλ.
Ως τελευταίο σχόλιο, αξίζει να αναφερθεί ότι η διατήρηση της ειρήνης στη Μέση Ανατολή έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής αδύνατη ή τουλάχιστον βραχυχρόνια, όποτε επιδιώχθηκε. Την τελευταία φορά που οι δύο κόσμοι –Ισραήλ και Παλαιστίνη– προσπάθησαν με διπλωματικό τρόπο να λύσουν τις διαφωνίες τους ήταν το 1993 με τις Συμφωνίες του Όσλο, γεγονός που, όμως, δεν απέδωσε καρπούς, μιας και οδήγησε στη μετέπειτα δολοφονία του Ισραηλίτη Πρωθυπουργού, Rabin, ο οποίος θεωρήθηκε προδότης από τον λαό του Ισραήλ. Άραγε, θα βρεθεί ποτέ η λύση στην πολύπλοκη εξίσωση της Μέσης Ανατολής; Μόνο η ιστορία θα το δείξει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The Israel defense forces in the Second Lebanon War: Why the poor performance?, Journal of Strategic Studies, διαθέσιμο εδώ
- Lessons of the 2006 Israeli-Hezbollah War, CSIS, διαθέσιμο εδώ
- Dalacoura, Katerina (2012), Islamist Terrorism and National Liberation: Hamas and Hizbullah, Islamist Terrorism and Democracy in the Middle East, Cambridge: Cambridge University Press
- Beyond Hezbollah: The history of tensions between Lebanon and Israel, ALJAZEERA, διαθέσιμο εδώ