Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη υπήρξε δημιούργημα της εποχής των Σταυροφοριών, που η θέση των σταυροφόρων στην Παλαιστίνη, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη. Κατείχαν μια στενή λωρίδα γης, που έπρεπε συνέχεια να υπερασπίζονται από τις επιθέσεις των μουσουλμάνων της Συρίας και της Αιγύπτου. Αντιμέτωπα, με την ακατάπαυστη απειλή των μουσουλμανικών γειτόνων τους, τα σταυροφορικά κράτη προσπάθησαν να αμυνθούν, σχηματίζοντας στρατό αποτελούμενος από φεουδάρχες, όπως συνέβαινε και στη Δυτική Ευρώπη. Η στρατιωτική οργάνωση αυτού του είδους, βασιζόταν στην αρχή ότι κάποιοι ευγενείς, θα λάμβαναν εκτάσεις γης, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Τη γη, θα καλλιεργούσαν δουλοπάροικοι, ώστε οι ιππότες που την κατείχαν, να αφοσιώνονται στις πολεμικές τους υποχρεώσεις. Παρόλα αυτά το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει αρκετά μεγάλο αριθμό ευγενών ιπποτών, διατεθειμένοι να πολεμήσουν για τη διατήρησή του. Η λύση στην υπεράσπισή τους δόθηκε με την ίδρυση μοναστικών ιπποτικών ταγμάτων.
Τα τάγματα, αποτελούσαν έναν ιδιόμορφο συνδυασμό εκκλησιαστικών και πολεμικών οργανώσεων. Τα μέλη τους, ήταν ταυτόχρονα μοναχοί και πολεμιστές. Βασική τους αποστολή, ήταν η προστασία των χριστιανικών εδαφών με την κατασκευή και τη διατήρηση ενός δικτύου φρουρίων, στη Συρία και την Παλαιστίνη. Όφειλαν, επίσης, να διευκολύνουν τους προσκυνητές που έρχονταν στα Ιεροσόλυμα από τη Δυτική Ευρώπη, παρέχοντάς τους προστασία και περίθαλψη. Καταρχήν, ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν σχεδόν παράλληλα, δύο τάγματα με ανάλογη αποστολή: οι Ιππότες του ναού, αποκαλούμενοι και Ναΐτες Ιππότες, με έδρα τα ερείπια του Ναού του Σολομώντος στην Ιερουσαλήμ και οι Ιππότες του Αγίου Ιωάννη, αποκαλούμενοι και ως Ιωαννίτες. Με τους τελευταίους, να αναγνωρίζουν τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή ως προστάτη τους. Η έδρα των Ιωαννιτών παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ, έως την κατάληψη της πόλης από τους μουσουλμάνους το 1187. Έπειτα, όταν οι σταυροφόροι εκδιώχθηκαν από τους Αγίους Τόπους, οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο και τα γειτονικά νησιά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου, δημιουργώντας εκεί, μια ηγεμονία με σκοπό να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των μουσουλμάνων, με σημαντικότερο αντίπαλο πλέον τους Οθωμανούς.
Λίγο αργότερα, το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη, μετέφερε την έδρα στην Κύπρο, όπου διέθετε σημαντική περιουσία. Η Κύπρος, αποτελούσε ανεξάρτητο βασίλειο μετά την κατάκτησή του από τους σταυροφόρους του Ριχάρδου Λεοντόκαρδου το 1191 και κυβερνάτο από τη γαλλική δυναστεία των Λουζινιάν. Σύντομα ο βασιλιάς, άρχισε να δυσανασχετεί με την παρουσία ενός τόσο ισχυρού οργανισμού στα εδάφη του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, να ακολουθήσει ένα χρονικό διάστημα επάλληλων διαφωνιών, που ανάγκασε του Ιωαννίτες, να αναζητήσουν νέα βάση, η οποία θα βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο τους. Έτσι κατέληξαν στη Ρόδο.
Συνέχεια της Ρόδου, αποτέλεσαν και άλλα γειτονικά νησιά όπως η Κως, η Λέρος, η Κάλυμνος, η Νίσυρος, η Σύρος, η Τήλος, η Σύμη και η Χάλκη. Το τάγμα κατείχε, επίσης, ήδη το Καστελόριζο, το οποίο ήλεγχε την επικοινωνία με το Βασίλειο της Κύπρου και οχυρώθηκε με ισχυρό κάστρο. Πιθανόν, με παρότρυνση του Δούκα της Νάξου, κατέλαβαν και το ιστορικό νησί της Δήλου όπου, ο αυτοκράτορας Καντακουζηνός, τους παρουσιάζει εγκατεστημένους είκοσι χρόνια αργότερα και μάλιστα επιβεβαιώθηκε, έπειτα από ανασκαφές, στην κορυφή του βουνού Κύθνος αλλά και στη Ρηνεία. Το 1344 Ιωαννίτες έλαβαν μέρος σε μία συμμαχική επιχείρηση εναντίον του Τουρκομάνου Εμίρη της Σμύρνης, Ουμούρ Μπεή/Πασά, μαζί με τους Βενετούς, το βασιλιά της Κύπρου και παράλληλα διακατέχοντας την υποστήριξη του Πάπα. Η επιχείρηση αυτή, είναι γνωστή και ως «Σταυροφορία της Σμύρνης». Το αποτέλεσμα αυτής της «Σταυροφορίας» ήταν η πόλη να καταληφθεί και να παραδοθεί η φύλαξη της στους Ιωαννίτες.
Ωστόσο, η επεκτατική κυριαρχία των Ιωαννιτών ιπποτών, πέρασε και στην Πελοπόννησο. Το 1397, ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ πέρασε τον Ισθμό και έφτασε ως το Άργος. Τα οθωμανικά στρατεύματα, αποχώρησαν σύντομα και οι Ιωαννίτες έσπευσαν να καταλάβουν την Κόρινθο, η οποία αποτελούσε στρατηγικό σημείο, για τον έλεγχο του Ισθμού. Το τάγμα εμφανίστηκε εκεί ως η μοναδική δύναμη, ικανή να προστατεύσει την Πελοπόννησο από τους Οθωμανούς. Το 1399, ο Μαγίστρος Φιλιμπέρ ντε Ναϊγιάκ, ζήτησε από τον δεσπότη του Μυστρά, Θεόδωρο Παλαιολόγο να πουλήσει στους Ιωαννίτες, τα Μέγαρα. Παρόλα αυτά, το τάγμα λίγο καιρό αργότερα, προχώρησε σε αλλαγή της προσφοράς του και πρότεινε να αγοράσει ολόκληρο το δεσποτάτο έναντι 60.000 δουκάτων. Ο δεσπότης συμφώνησε, υπό τον όρο ότι θα μπορούσε να εξαγοράσει πίσω την περιοχή, όποτε το επιθυμούσε. Το τάγμα υποσχόταν παράλληλα, ότι θα οχύρωνε τον Ισθμό ώστε να σταματήσει κάθε πιθανή επίθεση των Οθωμανών στο έδαφος του δεσποτάτου. Ο Θεόδωρος Παλαιολόγος έλαβε περίπου 43.000 δουκάτα για να παραχωρήσει επίσημα στο τάγμα την Κόρινθο και τα Καλάβρυτα.
Οι Ιωαννίτες κατέλαβαν επίσης και τον Μυστρά, ο οποίος ουσιαστικά εγκαταλείφθηκε από τον δεσπότη. Όμως η εγκατάσταση του τάγματος στην Πελοπόννησο, εμποδίστηκε από την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού, οι οποίοι δεν επιθυμούσαν καθολικούς στην περιοχή. Ειδικά στο Μυστρά, εκδηλώθηκε ισχυρή λαϊκή αντίδραση και το τάγμα αναγκάστηκε σύντομα να επιστρέψει το δεσποτάτο στον Θεόδωρο Παλαιολόγο.
Σημείο κομβικό στη συνεχή επεκτατική πολιτική των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, ήταν ότι δεν είχαν εγκαταλείψει ακόμη, την ιδέα της εγκατάστασής τους, στο βενετσιάνικο νησί της Κεφαλονιάς, όπως και στο τούρκικο φρούριο της Μεθώνης. Ακόμα και όταν τους παραχωρήθηκε η Μάλτα, από τον Αυτοκράτορα Κάρολο Ε’, αυτοί συνέχισαν να σχεδιάζουν την κατάληψη, του άλλοτε βενετσιάνικου σταθμού στη Μεσσηνία, που όταν θα ανερχόταν στα χέρια τους θα γινόταν προμαχώνας της χριστιανοσύνης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Δημήτρης Μπελέζος (2011), Οι Ιππότες της Ρόδου: Το τάγμα του Αγίου Ιωάννη αντιμέτωπο με τους Οθωμανούς, Αθήνα: εκδ. Γνώμων
- Φωτεινή Β. Πέρρα (2023), Εισαγωγή στην Λατινοκρατία: Ελλάδα και Κύπρος (1191-1571)-Σύντομη ιστορική επισκόπηση, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση
- William Miller (1990), Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα: 1204-1566, Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα