Της Αναστασίας Αποστολίδου,
Η πολιτική ορθότητα, ένας από τους πιο πολυσυζητημένους όρους των τελευταίων δεκαετιών εγείρει, όπως και κάθε άλλο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο, σημαντικούς προβληματισμούς αναφορικά με το περιεχόμενό του, καθώς και την εφαρμογή του στην ενεστώσα πραγματικότητα. Ειδικότερα, εύλογη κρίνεται η απορία εάν η πολιτική ορθότητα δύναται να διατηρήσει τον αρχικό της προσανατολισμό, προς υπεράσπιση κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων ή σταδιακά, προάγει την καταστολή της ελεύθερης έκφρασης και του πηγαίου ανθρώπινου λόγου.
Επιχειρώντας την προσέγγιση της προαναφερθείσας έννοιας, είναι καίριο να δοθεί ένας ορισμός, που θα καταστήσει σαφέστερο το αντικείμενο μελέτης μας. Σύμφωνα με το Oxford University Press, «Ως πολιτική ορθότητα αναφέρεται η αποφυγή εκφράσεων ή ενεργειών που πιστεύεται ότι αποκλείουν, περιθωριοποιούν ή προσβάλλουν ομάδες ανθρώπων που μειονεκτούν κοινωνικά ή γίνονται διακρίσεις εις βάρος τους». Το εννοιολογικό περιεχόμενο της πολιτικής ορθότητας είναι πρόδηλο πως ανέκαθεν αποτελούσε μια κοινωνική ανάγκη, δεδομένου ότι πανανθρώπινα ο κοινωνικός ιστός επί αιώνες αντιμετώπιζε με ιδεοληψία και χλευασμό τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα, χρησιμοποιώντας μέσα, όπως το χιούμορ και τον σαρκασμό, για να εκφράσει το μένος ή την αποστροφή του. Συνειρμικά, οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι η εφαρμογή της πολιτικής ορθότητας, στα πρώτα στάδια «ανάδυσής» της, συνεισέφερε δραστικά στην πάταξη ρατσιστικών και αντιδημοκρατικών συμπεριφορών και αντιλήψεων. Μάλιστα, είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεκάδες ανθρωπιστικά κινήματα, που υπήρξαν «διασώστες» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το φεμινιστικό κίνημα, κατάφεραν να γίνουν «ανάχωμα» στον σεξισμό και την κοινωνική αδικία, αξιοποιώντας ηθικές και πολιτικές αρχές αντίστοιχες με αυτές της πολιτικής ορθότητας.
Περαιτέρω, ακόμη και στο πλαίσιο διαπροσωπικών επαφών, δεν είναι λίγες οι φορές που σε παρέες και κοινωνικές εξόδους, έχουμε υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες ομοφοβικών, σεξιστικών και ρατσιστικών αστείων ή συζητήσεων, κατά τη διάρκεια των οποίων η ευαισθησία απέναντι στα δικαιώματα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων κατακρίνεται ανερυθρίαστα ως υπερβολική και ασήμαντη. Μολαταύτα, ποιο αποτελεί το όριο σε περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη η πολιτική ορθότητα και σε περιστατικά που μετατρέπεται σε λογοκρισία και προωθεί την τοξική κουλτούρα της «ακύρωσης» (cancel culture);
Η «αλματώδης» ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων την τελευταία δεκαετία ανέδειξε και ενίσχυσε την πολιτική ορθότητα, θέτοντας στο επίκεντρο συζητήσεων την αντιγνωμία για την ορθή εφαρμογή της. Εντούτοις, πολλοί ισχυρίζονται ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στο πλαίσιο της κοινωνικής επαγρύπνησης επί του θέματος, αποπροσανατόλισαν την ηθική κατεύθυνση της πολιτικής ορθότητας και δημιούργησαν ένα περιβάλλον υπερευαισθησίας και απολυταρχίας απέναντι στον αντίλογο. Αναλυτικότερα, αξιοπρόσεκτος είναι ο παραλληλισμός της κουλτούρας της πολιτικής ορθότητας με το έργο του Βρετανού λογοτέχνη, George Orwell «1984», στο οποίο περιγράφεται το ολοκληρωτικό καθεστώς του «Μεγάλου Αδελφού», το οποίο καταδικάζει κάθε απόπειρα ελεύθερης σκέψης και έκφρασης και καθεστωτικά περιορίζει τον άνθρωπο-πολίτη στα στενά όρια ιδιοτελών συμφερόντων. Η σύγκριση έγκειται στην αναλογία της απόπειρας για «απονέκρωση» της σκέψης, όπως παρουσιάζεται στο δυστοπικό μυθιστόρημα, και την «αμείλικτη» καταδίκη στη σύγχρονη κοινωνία, όποιου παρεκκλίνει από τα όρια της πολιτικής ορθότητας.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι δεν υφίσταται ένας πανανθρώπινα αποδεκτός ορισμός του εύρους της πολιτικής ορθότητας, αποτελεί γεγονός πως, εάν η πολιτική ορθότητα δεν οριοθετηθεί ακριβέστερα, οι κρίσεις απέναντι στο πολιτικά ή μη πολιτικά ορθό θα αποβούν αυθαίρετες, σε κάποιες περιπτώσεις. Μολονότι, δικαίως τα καταφανή περιστατικά υποτίμησης κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων δέχονται σκληρή κριτική, είναι άξιο αναφοράς πως υφίστανται περιπτώσεις, όπου η παρερμηνεία των προθέσεων ή των λεγομένων ενός προσώπου οδηγούν σε άδικη κοινωνική κατακραυγή απέναντί του. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι ότι η λαϊκή κρίση, αν και «στηρίζεται» σε δημοκρατικές βάσεις, έχει λάβει τέτοια μαζικότητα και καθολικότητα, που ένας λανθασμένος τρόπος έκφρασης ενδέχεται να «καταδικάσει» κάποιον, αυθωρεί και επ’ αόριστον, ως μη πολιτικά ορθό, ακόμη και ως ρατσιστή και αντιδημοκρατικό. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντίληψη του Ουμπέρτο Έκο επί του θέματος, ο οποίος εντοπίζει στην πορεία του φαινομένου της πολιτικής ορθότητας κοινά στοιχεία με τον φονταμενταλισμό.
Καταληκτικά, είναι πασιφανές ότι κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, όπως η πολιτική ορθότητα, χρήζουν εμβάθυνσης και μελέτης, δεδομένου της «λεπτότητας» των θεμάτων που πραγματεύονται. Αν και είναι, ενίοτε, δυσδιάκριτα τα όρια λογοκρισίας και αποκατάστασης του δικαίου στην προφορική ή γραπτή γλώσσα, είναι «ασίγαστη» η ανάγκη να μην προβαίνουμε σε βεβιασμένες κρίσεις, αλλά να επιδιώκουμε τη σφαιρικότερη γνώση μιας κατάστασης ή ενός προσώπου, για να σχηματίσουμε τις εντυπώσεις μας και να εκφράσουμε τη συμφωνία ή διαφωνία μας, με διαλλακτικό και δημοκρατικό τρόπο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Orwell, G. (1984), Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα