Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Στο επίκεντρο της επικαιρότητας βρέθηκαν ξανά, έπειτα από λιγότερο έναν χρόνο, οι περιφερειακές τράπεζες των Η.Π.Α., με τους τριγμούς αυτήν τη φορά να αντηχούν από τη New York Community Bancorp (N.Y.C.B.). Αυτό έρχεται, μάλιστα, με την απουσία των λεγομένων της Fed στην τελευταία συνεδρίασή της (την ίδια ημέρα με τη μεγάλη βουτιά της μετοχής της N.Y.C.B.) ότι «το τραπεζικό σύστημα των Η.Π.Α. είναι υγιές και ανθεκτικό», που υπογράμμιζε έπειτα από την κρίση του περασμένου Μαρτίου.
Συγκεκριμένα, την προηγούμενη Τετάρτη ξεκίνησε ένα δυναμικό sell-off για τη μετοχή της τράπεζας, καθώς παρουσίασε για το δ’ τρίμηνο του 2023 μεγαλύτερη ζημιά από το αναμενόμενο, ως απόρροια της έκθεσής της στην αμερικανική αγορά εμπορικών ακινήτων (ιδίως των γραφείων), που υφίσταται πτώση κυρίως λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού και της υιοθέτησης του υβριδικού μοντέλου εργασίας από πολλές εταιρείες από την περίοδο του Covid-19 και έπειτα. Ωστόσο, δεν ήταν ο μοναδικός παράγοντας για τον εκτροχιασμό της.
Η N.Y.C.B. ξεχώρισε κατά τη διάρκεια της τραπεζικής κρίσης του περασμένου έτους. Σε αντίθεση με πολλές άλλες περιφερειακές τράπεζες, διατήρησε τη συντριπτική πλειονότητα των καταθέσεών της. Αυτό της άφησε αρκετά μετρητά για να αγοράσει περιουσιακά στοιχεία περίπου $ 40 δις, συμπεριλαμβανομένων δανείων αξίας $ 13 δις από την Signature Bank με μεγάλο discount. Η εξαγορά ενίσχυσε το συνολικό ενεργητικό της N.Y.C.B. πάνω από $ 100 δις. Η υπέρβαση αυτού του ορίου είναι σημαντική για τις τράπεζες, καθώς σημαίνει, βάσει νόμου, ότι πρέπει να διαθέσουν περισσότερα κεφάλαια για να προστατευτούν από μελλοντικές ζημίες, περιορίζοντας, δηλαδή, το ποσό των χρημάτων που μπορούν να δανείσουν οι ίδιες. Η προσπάθεια προσαρμογής της τράπεζας στα πρότυπα του κανονιστικού πλαισίου της νέας κατηγορίας που εντασσόταν επηρέασε αρνητικά την τράπεζα, καθώς δυσκολεύτηκε να ανταποκριθεί.
Η N.Y.C.B., λοιπόν, της οποίας η τιμή της μετοχής εκτοξεύτηκε στα ύψη πέρυσι, αφού εξαγόρασε (μέρος) της Signature Bank στο αποκορύφωμα της κρίσης των περιφερειακών τραπεζών των Η.Π.Α., δήλωσε ότι είχε ζημιές $ 185 εκατ. σε μόλις δύο δάνεια ακινήτων και άφησε στην άκρη περισσότερα από $ 500 εκατ. για κάλυψη πιθανών ζημιών από δάνεια. Συνολικά, οι απώλειες έφτασαν τα $ 252 εκατ. στο δ’ τρίμηνο του 2023, ενώ την αντίστοιχη περίοδο του 2022 είχε κέρδη $ 172 εκατ.
Ως αποτέλεσμα, δημιουργήθηκε πανικός στην αγορά, με τη μετοχή της N.Y.C.B. να πέφτει σχεδόν 40%, εξαλείφοντας μέσα σε μία συνεδρίαση τα κεφαλαιακά της κέρδη από την εξαγορά της Signature. Η πίεση συνεχίστηκε την Πέμπτη, με τη μετοχή να κλείνει κι άλλο χαμηλότερα κατά 11%. Έπειτα, η μετοχή συνέχισε την πτωτική πορεία με σημαντικές απώλειες, αλλά πιο ήπιες. Η μετοχή είχε ήδη υποχωρήσει περίπου 60% από την περασμένη εβδομάδα, στο χαμηλότερο επίπεδό της σε περισσότερα από 20 χρόνια.
Προφανώς, αυτό αποτέλεσε την αφορμή να συμπαρασύρει και άλλα ιδρύματα του τραπεζικού κλάδου της χώρας, που δεν έχει ανακάμψει ακόμη από την κρίση του περσινού Μαρτίου. Ο δείκτης περιφερειακών τραπεζών KBW έκλεισε με πτώση 6% την Τετάρτη. Αλλά μέχρι την Πέμπτη, η πίεση των πωλήσεων μειώθηκε λίγο, με τον δείκτη να υποχωρεί κατά 2% στο κλείσιμο της αγοράς (οι ημέρες αφορούν την προηγούμενη εβδομάδα).
Οι κλιμακούμενες απώλειές τους στις Η.Π.Α., την Ευρώπη και την Ασία οξύνουν συνεχώς τους φόβους για περαιτέρω πτώση των αποτιμήσεών τους, ενώ, παράλληλα, η μείωση των επιτοκίων πολιτικής από τη Fed διαβλέπεται πως θα καθυστερήσει περισσότερο από το αναμενόμενο. Βέβαια, οι τριγμοί που σχετίζονται με την αγορά εμπορικών ακινήτων στις Η.Π.Α. δεν αφορούν αποκλειστικά τις εγχώριες (περιφερειακές) τράπεζες.
Για παράδειγμα, η ιαπωνική τράπεζα Aozora, μια μεσαίου μεγέθους τράπεζα που είναι εκτεθειμένη στην αμερικανική αγορά εμπορικών ακινήτων, αναθεώρησε προς τα κάτω την προηγούμενη πρόβλεψή της για κέρδη ¥ 24 δις ($ 164 εκατ.) για το οικονομικό έτος που έληξε τον Μάρτιο, με καθαρή ζημία ¥ 28 δις. Η προειδοποίηση για τα κέρδη προκάλεσε πτώση άνω του 21% στις μετοχές της τράπεζας, οι οποίες διαπραγματεύονταν κοντά σε υψηλό πέντε ετών πριν από την ανακοίνωση.
Η ελβετική Julius Baer ανέφερε πτώση άνω του 50% στα κέρδη της την Πέμπτη, αφού διέγραψε SFr 606 εκατ. ($ 700 εκατ.) από την έκθεσή της στη Signa, τον αυστριακό όμιλο ακινήτων που πλήττεται από την κρίση. Οι απώλειες ήταν αρκετά μεγάλες, ώστε να οδηγήσουν στην αποχώρηση του διευθύνοντος συμβούλου Philipp Rickenbacher.
Επιπλέον, η Deutsche Bank αύξησε τις προβλέψεις για ζημίες από δάνεια που συνδέονται με εμπορικά ακίνητα στις Η.Π.Α. στα € 123 εκατ. από μόλις € 26 εκατ. έναν χρόνο πριν.
Επίσης, μην ξεχνάμε πως, παρότι δεν προβλέπεται άλλη αύξηση στα επιτόκια πολιτικής, οι πιστωτικές συνθήκες θα στενέψουν κι άλλο, καθώς η ποσοτική «σύσφιξη» στις Η.Π.Α. συνεχίζεται, ενώ συζητιέται και η αύξηση του ελάχιστου αποθεματικού για τις τράπεζες.
Ενδεχομένως, στο επόμενο διάστημα η κατάσταση να δυσκολέψει περαιτέρω για όσες τράπεζες (έμμεσα) είναι εκτεθειμένες στην αγορά εμπορικών ακινήτων των Η.Π.Α. (και όχι μόνο), ειδικά αν πολλοί δανειολήπτες δεν ανταποκριθούν στα margin calls των τραπεζών.
Τραπεζικοί αναλυτές είπαν ότι τα κακά αποτελέσματα της N.Y.C.B. προέκυψαν από παράγοντες που αφορούν τη συγκεκριμένη τράπεζα, αλλά προειδοποίησαν ότι εξακολουθεί να λειτουργεί ως υπενθύμιση των ανησυχιών σχετικά με τα ακίνητα. Αναλυτές της Bank of America έγραψαν σε αναφορά τους ότι οι υψηλότερες απώλειες που συνδέονται με την έκθεση σε γραφεία εμπορικών ακινήτων «είναι μια υπενθύμιση της συνεχιζόμενης ομαλοποίησης της πιστοληπτικής ικανότητας που είναι πιθανό να δούμε σε ολόκληρο τον κλάδο». Επίσης, κι άλλοι αναλυτές θεωρούν πως αυτή η περίπτωση είναι μια επανάληψη της κρίσης του Μαρτίου, δηλαδή ότι δεν έχει μεν συστημικό χαρακτήρα και πως θα επιστρέψουν μετά την αναταραχή οι ορθολογικοί επενδυτές για να κάνουν θετική διόρθωση στην αγορά, όπου χρειάζεται.
Στα πιο πρόσφατα νέα, σχετικά με την N.Y.C.B., η διοίκηση προσπάθησε να κατευνάσει το επενδυτικό κοινό, για να περιορίσει την πτωτική τάση της μετοχής της στο χρηματιστήριο, πως συνεχίζει η τράπεζα να δέχεται νέες καταθέσεις, έπειτα από μια εβδομάδα τεράστιας υποχώρησης στη χρηματιστηριακή της αποτίμηση και την υποβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας στην κατηγορία των “junks” από τη Moody’s, την περασμένη Τρίτη. Η Moody’s είπε ότι η N.Y.C.B. αντιμετώπισε πολλά ζητήματα «διαχείρισης κινδύνου» και πως η τράπεζα εξακολουθούσε να στερείται επαρκών αποθεματικών για να καλύψει πιθανές απώλειες δανείων.
Να σημειωθεί πως η Moody’s αποτελεί έναν από τους πιο συντηρητικούς μεγάλους οίκους αξιολόγησης και αναλυτές. Ενδεικτικό είναι πως από τις Big Three είναι η μόνη που δεν έχει δώσει ακόμη επενδυτική βαθμίδα στο ελληνικό αξιόχρεο. Η Fitch, από την άλλη, αν και υποβάθμισε και αυτή την αξιολόγησή της, διατηρεί την πιστοληπτική ικανότητα της τράπεζας στην επενδυτική βαθμίδα. Επιπλέον, η JP Morgan υποβάθμισε, επίσης, τη μετοχή της τράπεζας την Τετάρτη από “overweight” σε “neutral”.
Η N.Y.C.B. ανακοίνωσε αργά την Τρίτη, πριν την υποβάθμιση από τη Moody’s, ότι είχε συνολικές καταθέσεις περίπου $ 83 δις (ελαφρώς αυξημένες από $ 81,4 δις στο τέλος του 2023) και ότι η συνολική ρευστότητά της ξεπέρασε το ποσό των καταθέσεων που δεν προστατεύονται από ασφάλιση που υποστηρίζεται από την Κυβέρνηση των Η.Π.Α., η οποία έχει ανώτατο όριο στα $ 250.000. Περίπου $ 22,9 δις από τις καταθέσεις είναι ανασφάλιστες. Η συνολική ρευστότητα της N.Y.C.B. ύψους $ 37,3 δις είπαν ότι υπερβαίνει τις ανασφάλιστες καταθέσεις με ποσοστό κάλυψης 163%.
Ωστόσο, η N.Y.C.B. έπρεπε να προσφέρει επιτόκια με premium για να διατηρήσει τη ροή των καταθέσεων. Συνέχισε να πληρώνει έως και 5,5% ετήσιους τόκους σε ορισμένες βραχυπρόθεσμες καταθέσεις, ενώ άλλες τράπεζες μείωσαν τα επιτόκιά τους. Η τράπεζα ανέφερε, επίσης, πως σκοπεύει να διορίσει έναν νέο διευθυντή στο τμήμα διαχείρισης κινδύνων και διευθύνοντα σύμβουλο ελέγχου, αντικαθιστώντας τα προηγούμενα στελέχη, και θα στοχεύσει στη μείωση της έκθεσης της τράπεζας στην αγορά εμπορικών ακινήτων. Οι παραπάνω ανακοινώσεις, αρχικά, δεν επηρέασαν θετικά τη μετοχή της, η οποία συνέχισε να κατρακυλά κατά 14% από το κλείσιμο της Δευτέρας, αλλά, αργότερα, ανέκαμψε με κέρδη 6,7% (συνεδρίαση Τρίτης).
Η κρίση του Μαρτίου προκλήθηκε λόγω της κακής διαχείρισης του επιτοκιακού κινδύνου και της μεγάλης έκθεσης των τραπεζών στην αγορά ομολόγων. Αυτήν τη φορά η κρίση (της N.Y.C.B.) αφορά την αγορά εμπορικών ακινήτων αξίας $ 20 τρις. Βέβαια, το επίκεντρο του προβλήματος δεν βρίσκεται γενικά στα εμπορικά ακίνητα, αλλά στα γραφεία. Διαφορετικοί μεν οι λόγοι, αλλά το σημαντικό είναι ότι δεν φαίνεται να έχουν συστηματικά χαρακτηριστικά.
Να τονίσουμε πως οι τράπεζες είναι εγγενώς εύθραυστες, μετατρέπουν τη βραχυπρόθεσμη και ασφαλή χρηματοδότηση (καταθέσεις) σε μακροπρόθεσμο και επικίνδυνο δανεισμό. Ωστόσο, παρά τους κινδύνους και τις αδυναμίες που κατέχει η βάση του χρηματοδοτικού συστήματος μέσω των τραπεζικών ιδρυμάτων, μειώνει σημαντικά το κόστος του κεφαλαίου και διευκολύνει τη μεταβίβαση των κεφαλαίων από τις πλεονασματικές μονάδες στις ελλειμματικές με όσο γίνεται πιο αποτελεσματικό τρόπο και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Σήμερα, αυτό που πρέπει να αναθεωρηθεί είναι το πώς οι τράπεζες διαχειρίζονται τους κινδύνους. Για πολλά στελέχη το περιβάλλον των τόσο υψηλών επιτοκίων μπορεί να φαίνεται πρωτόγνωρο και για αυτό ευθύνονται οι πολιτικές των Κεντρικών Τραπεζών όλα αυτά τα χρόνια, παρατείνοντας την νομισματική «χαλάρωση» άσκοπα, λόγω του φόβου για χρηματοπιστωτική αστάθεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- What’s really going on with bank stocks, cnn.com, διαθέσιμο εδώ
- New York Community Bank seeks to reassure investors after Moody’s downgrade, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Bank losses revive fears over US commercial property market, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- New York Community Bank stock turns positive after lender says deposits increased, cnn.com, διαθέσιμο εδώ