Της Ελένης-Παναγιώτας Μινάι,
Μια στρεπτοκοκκική λοίμωξη δε φαντάζει σοβαρή πάθηση στο άκουσμά της μετά την ανακάλυψη των αντιβιοτικών. Πλέον, οι κοινές βακτηριακές λοιμώξεις με τη χορήγηση αντιβίωσης δεν επιδρούν στον οργανισμό μας, παρά μόνο όσο διαρκεί η λοίμωξη, χωρίς περαιτέρω βλάβες μετά την ανάκαμψη από αυτήν. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί μια λοίμωξη να είναι η αιτία για την εμφάνιση νοσημάτων πολύ πιο σοβαρών ή ακόμα και μόνιμων βλαβών.
Πιο συγκεκριμένα, ο Ρευματικός Πυρετός είναι νόσημα το οποίο εμφανίζεται μετά από λοίμωξη του οργανισμού, που οφείλεται στο βακτήριο στρεπτόκοκκο. Πρόκειται για μια παιδιατρική νόσο, αφού προσβάλλει κυρίως παιδιά ηλικίας 5 – 15 ετών, σπανιότερα κάτω των δύο ετών, όπως και στους ενήλικες. Εκτιμάται ότι παγκοσμίως ο Ρευματικός Πυρετός οφείλεται για 233.000 θανάτους ετησίως. Σημαντική σημείωση είναι ότι δεν είναι μεταδοτικός αυτός καθαυτός ο Ρευματικός Πυρετός, αλλά ο στρεπτόκοκκος που τον προκάλεσε. Επομένως, θα πρέπει να έχει προηγηθεί νόσηση από στρεπτοκοκκική λοίμωξη για να προκύψει, ενδεχομένως, Ρευματικός Πυρετός.
Όσον αφορά την κύρια αιτία που την προκαλεί δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη. Μπορεί να υπάρχει σύνδεση μεταξύ στρεπτόκοκκου και ρευματικού πυρετού, όμως δεν αποτελεί αιτία αυτής, αλλά συνθήκη. Χαρακτηρίζεται αυτοάνοση πάθηση που προκαλείται λόγω των αντιστρεπτοκοκκικών αντισωμάτων. Ας αναλύσουμε τι ακριβώς συμβαίνει με την παθολογία της συγκεκριμένης νόσου: Γενικότερα, ο οργανισμός όταν προσβάλλεται από κάποιο παθογόνο μικροοργανισμό, ενεργοποιείται το ανοσοποιητικό σύστημα, θέτοντας τους μηχανισμούς άμυνας σε λειτουργία για την παραγωγή αντισωμάτων που θα αντιμετωπίσουν τον εισβολέα. Έτσι και στη στρεπτοκοκκική λοίμωξη, ο οργανισμός αναγνωρίζει τον στρεπτόκοκκο ως εχθρό και θέτει σε λειτουργία τους παραπάνω μηχανισμούς για την αντιμετώπισή του (παραγωγή αντιστρεπτοκκικών αντισωμάτων).
Φυσιολογικά, τα αντισώματα θα κατέστρεφαν τους παθογόνους μικροοργανισμούς και όταν προκύψει πλήρης καταστροφή αυτών, τότε επέρχεται ανάκαμψη του οργανισμού. Όμως, σε ορισμένους οργανισμούς, εξαιτίας γενετικών παραγόντων, το ανοσολογικό σύστημα αυτών είναι προδιατεθειμένο να αντιδρούν τόσο κατά των αντιγόνων του στρεπτόκοκκου, όσο και κατά συγκεκριμένων κυττάρων του ίδιου του οργανισμού. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός της αυτοάνοσης νόσου, ο οργανισμός στρέφεται κατά σε κύτταρα του ίδιου του οργανισμού. Αυτό συμβαίνει διότι, λόγω των γενετικών παραγόντων που μιλήσαμε πρωτύτερα, πρωτεΐνες που βρίσκονται πάνω στα κύτταρα των καρδιακών βαλβίδων ή των μυϊκών ινών της καρδιάς παρουσιάζουν ομοιότητες με τα αντιγόνα του στρεπτόκοκκου. Άρα, τα αντιστρεπτοκοκκικά αντισώματα θα επιτεθούν τόσο στο παθογόνο όσο και στα κύτταρα της καρδιάς, καθώς εξαιτίας της ομοιότητας αυτών θα τα αναγνωρίσει ως εχθρικά. Έτσι, λοιπόν, προκαλείται φλεγμονή στην καρδιά και Ρευματικός Πυρετός.
Όσον αφορά την κλινική εικόνα που παρουσιάζει ο ασθενής, περιλαμβάνει ταχυκαρδία, δυσκαμψία αρθρώσεων και υψηλό πυρετό με εφίδρωση και γενική καταβολή δυνάμεων. Τα συμπτώματα τα οποία θα εκδηλώσει το παιδί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τα πρωτεύοντα και τα δευτερεύοντα. Εκτενέστερα περιλαμβάνουν:
Πρωτεύοντα:
- Πολυαρθρίτιδα
- Χορεία (εκδήλωση Κ.Ν.Σ., πρόκειται για ακούσιες και άρρυθμες σωματικές
κινήσεις) - Καρδίτιδα (φλεγμονή της καρδιάς, μπορεί να προκύψουν σοβαρότερα
προβλήματα στη λειτουργίας της καρδιάς εάν είναι σοβαρή όπως καρδιακή
ανεπάρκεια) - Πολύμορφο ερύθημα (δερματική εκδήλωση)
- Υποδόρια ρευματικά οζίδια (δερματική εκδήλωση)
Δευτερεύοντα:
- Κοιλιακό άλγος
- Επίσταξη (ρινορραγία)
- Πνευμονία
- Πυρετός
- Άτυπες αρθραλγίες
Η διάγνωση του Ρευματικού Πυρετού προκύπτει από συνδυασμό ιστορικού, κλινικής εικόνας, συμπτωμάτων και εξετάσεων. Ο γιατρός θα πρέπει να λάβει ένα καλό και πλήρες ιστορικό και να καταγράψει επακριβώς την κλινική εικόνα με την οποία ο ασθενής έφτασε στο νοσοκομείο. Όσον αφορά τα συμπτώματα, η διάγνωση βασίζεται σε έναν μοναδικό συνδυασμό των πρωτεύοντων και δευτερεύοντων συμπτωμάτων. Έτσι, έχουμε είτε 2 πρωτεύοντα συμπτώματα είτε 1 πρωτεύον και 2 δευτερεύοντα. Για να μπορέσει να τεθεί η διάγνωση, θα πρέπει να υφίσταται μία εκ των δύο καταστάσεων. Για τον εργαστηριακό έλεγχο και την επιβεβαίωση ή απόρριψη της υποψίας, πραγματοποιείται εργαστηριακή εξέταση για αύξηση των τιμών ASTO, TTK και CRP, ηλεκτροκαρδιογράφημα και υπερηχοκαρδιογράφημα, όπου αποκαλύπτονται ανωμαλίες και παθολογικές ενδείξεις.
Μετά τη θετική διάγνωση για Ρευματικό Πυρετό, ο ασθενής υποβάλλεται σε αντιβιοτική αγωγή για την αντιμετώπιση της εξελισσόμενης στρεπτοκοκκικής λοίμωξης. Επίσης, για την καταστολή της ανοσολογικής απόκρισης χορηγείται ασπιρίνη ή κορτιζόνη σε μεγάλες δόσεις. Σημαντική είναι και η πλήρης κατάκλιση μέχρι την υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Καταλήγοντας, επειδή η πρόληψη είναι προτιμότερη από την αντιμετώπιση, ο μόνος τρόπος είναι αποφυγή έκθεσης σε στρεπτόκοκκο. Λύση δεν αποτελεί η άσκοπη χρήση των αντιβιοτικών για την αποφυγή της λοίμωξης, οπότε με συχνό πλύσιμο χεριών, αποφυγή συγχρωτισμού, καλό αερισμό χώρων και ενίσχυση του ανοσοποιητικού μας μέσω της διατροφής αρκούν για την πρόληψη νόσησης από στρεπτόκοκκο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Mckinney James, Murray Nelson Ashwil, Παιδιατρική Νοσηλευτική, Θεμελιώδεις αρχές της φροντίδας υγείας του παιδιού, Εκδόσεις Πασχαλίδης, Broken Hill
- Rheumatic Fever, CDC. Διαθέσιμο εδώ