Του Χάρη Χρυσανθόπουλου,
Με τον θάνατο του Στάλιν, το 1953, η Σοβιετική Ένωση πέρασε αμέσως σε μια φάση έντονων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών. Εκατομμύρια πολιτικοί κρατούμενοι (χιλιάδες κληρικοί βρίσκονταν φυλακισμένοι τη στιγμή που πέθανε ο Στάλιν) απελευθερώθηκαν από τα Γκουλάγκ και πολλές προγραμματισμένες διώξεις ακυρώθηκαν, ενώ σχεδόν άμεσα ξεκίνησε ένας σκληρός αγώνας για την εξουσία ανάμεσα στην σοβιετική πολιτική ελίτ. Σταδιακά την διαμάχη την κέρδισε ο Νικήτα Χρουστσόφ (1894-1971), έμπιστος ακόλουθος του Στάλιν με καταγωγή από την Ουκρανία.
Στις 25 Ιανουαρίου 1956 στο 20ο Συνέδριο του Κόμματος στην Μόσχα, ο Χρουστσόφ εκφώνησε τον «μυστικό λόγο» μέσω του οποίου κατήγγειλε τα εγκλήματα που διέπραξε ο Στάλιν, στα χρόνια που ήταν στην εξουσία (1928-1953). Η ομιλία υπήρξε τεράστιο γεγονός στον Κομμουνιστικό κόσμο, αφού προκάλεσε και την διάσπαση των σχέσεων μεταξύ της ΕΣΣΔ και της Μαοϊκής Κίνας, καθώς και της Αλβανίας και αποτέλεσε την αρχή της «αποσταλινοποίησης» στην Σοβιετική Ένωση. Η μνήμη του Στάλιν παρέμεινε απαξιωμένη μέχρι το τέλος της ΕΣΣΔ. Ο Χρουστσόφ ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική πορεία από τον προκάτοχό του. Στόχος της νέας σοβιετικής ηγεσίας ήταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Ξεκίνησαν προγράμματα για την ανέγερση κατοικιών, καθώς και για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής (η ΕΣΣΔ σε όλη τη διάρκεια ύπαρξής της είχε τεράστια προβλήματα τροφοδοσίας) με αξιόλογα αποτελέσματα. Ταυτόχρονα έγινε ένα φιλελεύθερο άνοιγμα προς τις τέχνες και η λογοκρισία χαλάρωσε εξαιρετικά. Σταδιακά ο θεσμός του Γκουλάγκ σταμάτησε, αν και διώξεις και φυλακίσεις στην ΕΣΣΔ θα συνεχίζονταν μέχρι την κατάρρευσή της. Λιγότερα χρήματα, επίσης, δίνονταν πλέον για στρατιωτικές δαπάνες και οι σχέσεις με το δυτικό στρατόπεδο βελτιώθηκαν.
Παρόλα αυτά, σχετικά με την θρησκεία, ο Χρουστσόφ κράτησε σκληρή στάση. Όντας ένας σκληρός άθεος, ο Χρουστσόφ ξεκίνησε μια νέα περίοδο κρατικής εκδίωξης της θρησκείας, κυρίως του χριστιανισμού. Το άνοιγμα εκκλησιών που είχε ξεκινήσει, η σύγκρουση με την ναζιστική Γερμανία σταμάτησε και το κράτος ξεκίνησε για άλλη μια φορά το μαζικό κλείσιμο. Απαγορεύτηκε, επίσης, η παρουσία μικρών παιδιών σε εκκλησιαστικές λειτουργίες καθώς και οι θρησκευτικοί εορτασμοί έξω από τον χώρο του ναού. Επανήλθε, επιπλέον, ο νόμος του 1929 που απαγόρευε τα προσκυνήματα. Όσοι πολίτες ζητούσαν να βαφτιστούν ή να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο έπρεπε να δώσουν τα στοιχεία τους στις αρχές. Η θρησκευτική μάθηση στα παιδιά ήταν κατακριτέα, ενώ το να είναι κάποιος ανοιχτά θρήσκος ήταν αρκετό για να εξασφαλίσει επάνω του κοινωνικό στίγμα.
Στις αγροτικές περιοχές, όπου η θρησκεία έχει πάντα την τάση να είναι πιο μεγάλο μέρος της ζωής των ανθρώπων, τα αντιθρησκευτικά μέτρα υπήρξαν ακόμα πιο σκληρά. Το κράτος πολύ συχνά πέρασε σε μαζικές συλλήψεις κληρικών, υποχρεωτικές συνταξιοδοτήσεις και φυλακίσεις. Απαγορεύτηκε σε ορισμένες περιοχές το χτύπημα της καμπάνας καθώς και διάφορα άλλα χριστιανικά έθιμα. Η προπαγάνδα κατά της θρησκείας και ιδιαίτερα κατά του χριστιανισμού και της χριστιανικής εκκλησίας αναζωπυρώθηκε στα χρόνια του Χρουστσόφ. Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει αυτό το φαινόμενο σε κάποια σοβιετική ταινία της εποχής. Συχνά ο «παπάς» θα απεικονιζόταν ως «χαραμοφάης», «τεμπέλης», «ψεύτης». Αντιθρησκευτικά βιβλία και άρθρα εκδοθήκαν σε τεράστιο βαθμό και η πανεπιστημιακή κοινότητα καλούνταν διαρκώς να προωθεί τον αθεϊσμό. Η τεχνολογία της τηλεόρασης φάνηκε χρήσιμη για τη προπαγάνδα του καθεστώτος. Όπως και παλαιοτέρα, το ισλάμ δεν γνώρισε ίδιο βαθμό δίωξης με τον χριστιανισμό στην χώρα, αν και οι φρικαλεότητες της δεκαετίας του 1930 δεν επαναλήφθηκαν.
Οι πολιτικές του Χρουστσόφ, όμως, οδήγησαν στην καθαίρεσή του το 1964 και στην ανάδειξη του Λέονιντ Μπρέζνιεφ (1906-1982) ως ηγέτη της χώρας. Ο Μπρέζνιεφ, αν και θα κρατήσει λιγότερο σκληρή στάση ενάντια στη θρησκεία σε σχέση με τον Χρουστσόφ, έβαλε τέλος σε πολλές από τις φιλελεύθερες πολιτικές του Χρουστσόφ. Οι σκληροί νόμοι και η προπαγάνδα εναντίον της θρησκείας συνεχίστηκαν, σε έναν πιο ήπιο βαθμό. Ο χριστιανισμός θα παρέμενε περιορισμένος για τα επόμενα χρονιά, μέχρι την εποχή του Γκορμπατσόφ.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ (1930-2022) ανέβηκε στην εξουσία το 1985 σε μια εποχή εξαιρετικά προβληματική για το σοβιετικό σύστημα. Η διαφθορά και η στασιμότητα κυριαρχούσαν. Ο Γκορμπατσόφ πίστεψε στην ανάγκη μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην ΕΣΣΔ προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωσή της. Απέσυρε τα σοβιετικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν, επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την ελευθερία του τύπου καθώς και το άνοιγμα προς την δύση (πολιτισμικό και πολιτικό). Επέκρινε την τεράστια γραφειοκρατία στην κρατική διοίκηση καθώς και τον υπερβολικό συντηρητισμό. Προχώρησε σε εκδημοκρατισμό της χώρας και σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Μέσα σε αυτό το ιδιαίτερο κλίμα αλλαγών, δημιουργήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, οι κατάλληλες συνθήκες για τον χριστιανισμό και τις άλλες θρησκείες για να ανθίσουν και πάλι μέσα στη χώρα, τα τελευταία χρόνια ύπαρξής της. Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ σε συνδυασμό με την άνοδο του εθνικισμού στις σοβιετικές δημοκρατίες καθώς και στο ανατολικό μπλοκ γενικότερα και την σκληρή εξωτερική πίεση είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιάννα Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη (2013), Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης (1917-1991), Αθήνα: εκδ. Gutenberg
- Caryl Emerson, George Pattison, Randall A. Poole (2020), The Oxford Handbook of Russian Religious Thought, εκδ. Oxford University Press
- How the USSR Handled Christianity and Islam, youtube.com, διαθέσιμο εδώ.