Tου Νίκου Αντωνάκη,
Σε ό,τι αφορά τη νομική του πλευρά, το δημόσιο συμφέρον αποτελεί αόριστη αξιολογική έννοια που καθορίζεται από τους εκάστοτε κανόνες δικαίου και συνιστά τον αρχικό και τελικό στόχο κάθε διοικητικής πράξης. Πολύ συχνά μάλιστα χρησιμοποιείται από τον ακυρωτικό δικαστή προκειμένου να χαράξει τα όρια της άσκησης των συνταγματικών δικαιωμάτων και να δικαιολογήσει τους περιορισμούς που εισάγονται σ’ αυτά μέσω πληθώρας νομοθετικών διατάξεων, κρίνοντάς τες έτσι συμβατές με το Σύνταγμα και οι οποίες, δίχως την προσφυγή αυτή, θα κρίνονταν ως αντισυνταγματικές. Στο σημείο αυτό εντοπίζονται και προβληματικά ζητήματα, καθώς και αποφάσεις της νομολογίας που δημιουργούν ερωτηματικά.
Η πρώτη ένσταση στη χρήση αυτής της πρακτικής εντοπίζεται στην επίκληση, από τη νομολογία, ενός ανύπαρκτου νομικού ερείσματος προκειμένου να δικαιολογήσει περιορισμούς των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αναφορά στο άρθρο 17 του Συντάγματος ότι τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιοκτησία «δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος» και η δυνατότητα επέμβασης του Κράτους στην οικονομία για την «προστασία του γενικού συμφέροντος», θεσπισθείσα με το άρθρο 106, δεν αρκούν για να καταστήσουν το δημόσιο συμφέρον όριο του επιτρεπτού και για τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα. Αν ο συντακτικός νομοθέτης ήθελε να εισαγάγει έναν τέτοιο γενικό περιορισμό θα το έκανε σαφώς, όπως έπραξε και στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, όπου και όρισε ρητά την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιωμάτων. Αντίθετα, η αναφορά του γενικού συμφέροντος σε συγκεκριμένες και ειδικές μόνον συνταγματικές διατάξεις υποδηλώνει τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη να λειτουργήσει το πρώτο περιοριστικά μόνο αναφορικά με τα δικαιώματα που οι τελευταίες κατοχυρώνουν.
Εξάλλου, όπως ορθά επισημαίνεται από τον καθηγητή Χρυσόγονο (Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ. 125), ο (πρωταρχικός) σκοπός της συνταγματικής τάξης δεν είναι η οποιαδήποτε κρατική σκοπιμότητα ούτε η πολιτεία, αλλά αντίθετα ο «σεβασμός και η προστασία των συνταγματικών δικαιωμάτων, διότι μόνο πάνω σε αυτή τη βάση καθίσταται δυνατή μια κοινωνική συμβίωση της μορφής και του είδους που θέλει και επιβάλλει το Σύνταγμα». Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ως περιορισμός συνταγματικών δικαιωμάτων θα μπορούσε, σε αντικατάσταση της χρήσης του δημοσίου συμφέροντος, να χρησιμοποιηθεί η επίκληση της άσκησης άλλων συνταγματικών δικαιωμάτων, οπότε σε μια προσπάθεια πρακτικής εναρμόνισής τους, τα πρώτα θα έπρεπε να υποχωρήσουν ως έναν βαθμό προς εξυπηρέτηση των δεύτερων.
Το δεύτερο σημείο της κριτικής εντοπίζεται στο ότι συχνά η νομολογία χρησιμοποίησε προσχηματικά την έννοια του δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να διασώσει τη συνταγματικότητα των διατάξεων που καθιέρωναν προνόμια του Δημοσίου, παρά την πρόδηλη αντισυνταγματικότητα των τελευταίων. Ειδικότερα, προβληματική από συνταγματικής απόψεως ήταν η θέσπιση του τόκου των οφειλών του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, κατά την επιδικία και έως την εξόφλησή τους, σε ύψος μόνον 6% ετησίως με το άρθρο 7 παρ. 2 ν.δ. 496/1974 σε αντίθεση με τους κοινούς, αλλά ιδιώτες, οφειλέτες, για τους οποίους προβλεπόταν υψηλότερο επιτόκιο.
Ο Άρειος Πάγος έκρινε (ενδεικτικά, ΑΠ 10/1998, Ολ.) πως το μέτρο αυτό εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, ενώ το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1663/2009, Ολ.) ακολούθησε την αντίθετη γραμμή, εμμένοντας στην αντισυνταγματικότητα της διάταξης, η οποία παραβίαζε και την αρχή της ισότητας των διαδίκων (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος). Η εκδοχή αυτή του ΣτΕ είναι και η ορθή, αφού ο ΑΠ με τις αποφάσεις του ταύτιζε εμμέσως πλην σαφώς το δημόσιο συμφέρον με το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, ταύτιση μη ανεκτή σε φιλελεύθερα και δημοκρατικά καθεστώτα. Τελικώς, ωστόσο, το ΑΕΔ με την απόφαση 25/2012 τάχθηκε υπέρ της συνταγματικότητας των προνομίων, λαμβανομένης υπόψη της τεράστιας τότε οικονομικής κρίσης που έπληξε και την Ελλάδα. Προς αποφυγή, όμως, παρερμηνειών, πρέπει να τονισθεί ότι το ΑΕΔ, σε αντίθεση με τον ΑΠ, δεν ταύτισε το δημόσιο συμφέρον με το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά με το δημοσιονομικό συμφέρον και την ανάγκη αντιμετώπισης του δημοσιονομικού ελλείμματος της χώρας κατά την εποχή των μνημονίων.
Τέλος, δεν μπορούν να παραβλεφθούν και προβληματικές περιπτώσεις όπου η νομολογία χρησιμοποιεί την επίκληση του δημοσίου συμφέροντος προκειμένου να καλύψει την έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων που απαιτείται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3 εδάφιο α’ του Συντάγματος) ή να κάνει υποδείξεις στον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση για τις περιπτώσεις ύπαρξης γενικού συμφέροντος, ή αντίθετα, έλλειψής του, προβαίνοντας μάλλον κατ’ αυτόν τον τρόπο σε έναν πολιτικό έλεγχο σκοπιμότητας, πράγμα που εκφεύγει των εξουσιών του δικαστή σύμφωνα με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος). Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερη η αποφυγή της χρήσης τέτοιων αόριστων κριτηρίων, όπως το δημόσιο συμφέρον, προκειμένου να δικαιολογηθούν ως θεμιτές, διατάξεις περιοριστικές των συνταγματικών δικαιωμάτων, πόσο μάλλον, όταν, χωρίς την επίκλησή του, θα κρίνονταν ασφαλώς αντισυνταγματικές. Γενικά, το πιο ισχυρό και νομιμοποιημένο νομικό θεμέλιο που επιτρέπει τέτοιους περιορισμούς είναι πάντοτε ένα άλλο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα, στο πλαίσιο της ισοτιμίας των συνταγματικών διατάξεων και της πρακτικής τους εναρμόνισης σε περίπτωση σύγκρουσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Κώστας Χρυσόγονος, Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
- Ευγενία Πρεβεδούρου, Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος, διαθέσιμο εδώ