Της Μαρίας Σαράφη,
Οι άνθρωποι βιώνουμε τις διάφορες καταστάσεις της ζωής μας, κοιτώντας μονάχα μέσα από τα δικά μας μάτια, χρησιμοποιώντας μόνο τους δικούς μας συλλογισμούς και επιλέγοντας τη δική μας μοναδική αντίδραση που θα καθορίσει την πορεία της δικής μας ιστορίας. Άλλοι αποφασίζουμε να δώσουμε, άλλοι να κρατήσουμε, άλλοι να γελάσουμε, άλλοι να φωνάξουμε, άλλοι να σταματήσουμε και άλλοι να χαρίσουμε στους άλλους. Ναι, να χαρίσουμε! Ένα δώρο, ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά ή ένα φιλί. Λίγοι επιλέγουν να χαρίσουν ολόκληρη την καρδιά τους και ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που τη δέχονται. Πώς θα μπορούσαμε, λοιπόν, να δούμε λίγο διαφορετικά μία μεταμόσχευση;
Βρέθηκε να κάθεται σε ένα από εκείνα τα άβολα ψηλά σκαμπό δίπλα από το μπαρ. Δε θυμόταν πώς είχε καταλήξει εκεί, ούτε πως είχε παραγγείλει ουίσκι. Δεν έπινε σχεδόν ποτέ, όμως στα χέρια της κρατούσε ένα ποτήρι με τρία παγάκια και λίγο πιο δίπλα υπήρχαν τρία μπουκάλια από το «δολοφονικό» ποτό, δυο άδεια και ένα μισογεμάτο. Κοίταζε μία τα μπουκάλια και μία τα κάτασπρα χέρια της, τα οποία ένιωθε να μη της ανήκουν. Άφησε το ποτήρι, τα σήκωσε στον αέρα, έτσι ώστε οι χλωμές παλάμες να ευθυγραμμιστούν με το πρόσωπό της και άρχισε να κουνάει τα δάχτυλα. Τίποτα. Σαν να μην ήταν δικά της. Μόλις η όρασή της θόλωσε για δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησε τον τρομερό πονοκέφαλο σε όλη την επιφάνεια του κρανίου. Ήταν έτοιμο να «σκιστεί», να «ραγίσει» και να «ανοίξει» στα δύο, να διαλυθεί. Κάποιος προσπαθούσε να το καταστρέψει από μέσα. Έτσι ένιωθε, πως κάποιος χτυπούσε ασταμάτητα τα λευκά οστά στο κεφάλι της, με ένα βαρύ σιδερένιο σφυρί. Κάθε χτύπημα τράνταζε τα νεύρα σε όλο της το σώμα. Γινόταν ένα με αυτό σαν δεύτερη αναπνοή της. Ήταν τόσο «ρυθμικό» και ταυτόχρονα τόσο επίπονο. Έσφιξε τα μάτια και τα ξανθά ξεθωριασμένα φρύδια της ακούμπησαν το ένα με το άλλο. Ένα βουητό. Άκουγε ένα οξύ βουητό, πεπεισμένη πλέον πως κάποιος κρατούσε εκείνο το σφυρί. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί σε αυτό. Σιγά σιγά ξεδιπλωνόταν σε κάποιου είδους ομιλίες από πολύ μακριά. Ένα άγγιγμα στον δεξί της ώμο, την έκανε να ανοίξει τα μάτια τρομαγμένη και να επιστρέψει στο ανεπιθύμητο περιβάλλον του μπαρ με την έντονη μυρωδιά αλκοόλ και ιδρώτα, που τόσο αντιπαθούσε, και την πολύ δυνατή μουσική που έκανε ακόμη πιο ανυπόφορο τον πονοκέφαλό της.
-Άλις, έλα φεύγουμε, δε πρέπει να αργήσουμε.
Είπε με βραχνή και μπάσα φωνή ο άντρας που βρισκόταν ακριβώς μπροστά της: ένας πολύ ψηλός κύριος, γύρω στα τριάντα, με μεγάλα χείλη, άτριχη κεφαλή και ένα σοκολατένιο λαμπερό χρώμα σε όλο του το σώμα και το πρόσωπο. Ένας άγνωστος. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή της και εκείνος ήξερε το όνομά της και την ειδοποιούσε πως πρέπει να φύγουν. Ποιοι; Υπήρχαν κι άλλοι; Και τι δουλειά είχε μαζί τους; Πόσο είχε πιεί και δε θυμόταν τίποτα; Δε δίστασε να σηκωθεί, εξάλλου δεν ήθελε να βρίσκεται στιγμή παραπάνω σε αυτόν τον «θάλαμο αερίων», περιτριγυρισμένη από «δολοφονικά» υγρά και με αυτόν τον απίστευτο πονοκέφαλο. Ο ψηλός άντρας την περίμενε στην είσοδο, κάνοντάς της νόημα πάνω από τα δεκάδες κεφάλια, που κινούνταν με τη μουσική σαν γρασίδι που το φυσούσε ο άνεμος, να έρθει. Αφού άφησε μία «δυσαρεστημένη» εκπνοή, στριμώχτηκε στον κόσμο και χάθηκε από το οπτικό πεδίο του, εξαιτίας του ύψους της. Σπρώχνοντας από δω και από κει, κατάφερε να τον πλησιάσει. Βγήκαν από το μαγαζί και μπήκαν σε ένα κόκκινο αυτοκίνητο με άλλα τρία άτομα, που τους περίμενε ακριβώς απέξω.
-Γειά σου και πάλι, Όλιβερ, σε βλέπω λίγο φτιαγμένο ή μου φαίνεται; Είπε η εμφανώς γοητευτική κοπέλα με τα μακριά ράστα και το σκούρο καφέ χρώμα δέρματος που κρατούσε το τιμόνι, με ύφος καθαρά περιπαικτικό.
-Από ό,τι φαίνεται είπε πάλι σήμερα να βγει και να τα πιεί, Σάιρα. Της αποκρίθηκε, γελώντας η καστανή κοπέλα με την καμπαρντίνα και τα έντονα φρύδια, που καθόταν δίπλα στην Άλις, συνεχίζοντας το πείραγμα. Ο Όλιβερ γελούσε και εκείνος, τη στιγμή που δεχόταν ελαφριά τσιμπήματα στο μπούτι, από τον μακρυμάλλη με το δερμάτινο μπουφάν και το τατουάζ στο χέρι, που ήταν συνοδηγός και είχε ξεκαρδιστεί φανερά επηρεασμένος από το ποτό. Όλοι της ήταν άγνωστοι. Όμως και εκείνοι φαίνεται πως δεν την ήξεραν. Μόνο ο Όλιβερ. Μόνο εκείνος φαινόταν να την ήξερε και για κάποιο λόγο την προστάτευε. Κανένας δεν της είχε μιλήσει, σαν να μην υπήρχε ή σαν να μην ήταν εκεί. Η Σάιρα έβαλε μπρος και πάτησε το γκάζι. Αμέσως η Άλις έδεσε τη ζώνη της. Το αυτοκίνητο μούγκρισε για λίγο και τσούλησε στο δρόμο λες και είχε πυραύλους πίσω στην εξάτμιση. Όλα κινούνταν γρήγορα, μα μόνο αυτή μπορούσε να το διακρίνει, κανένας άλλος δεν είχε την αίσθηση της ταχύτητας. Η ανάσα της είχε βαρύνει, έσφιγγε με μανία τη ζώνη, ενώ οι άλλοι φαίνονταν να το απολαμβάνουν. Ήταν τελείως αναίσθητοι.
-Σταμάτα! Θα μας σκοτώσεις όλους! Τι κάνεις; Ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. Η φωνή της έβγαινε ανεξέλεγκτα από το στόμα σαν να της πίεζαν το στήθος ξανά και ξανά.
-Όλιβερ! Το όνομά του βγαλμένο από το στόμα της, σαν λέξη κλειδί, πάγωσε την εικόνα, έκανε τα πάντα να κινούνται πολύ αργά. Γύρισε και τον κοίταξε, περιμένοντας να κάνει κάτι. Γύρισε και εκείνος και τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.
-Εσύ σταματάς εδώ, Άλις, εμείς θα συνεχίσουμε, συγγνώμη. Χάρηκα για τη γνωριμία.
Της είπε και άπλωσε το χέρι και την ακούμπησε στο στήθος ακριβώς πάνω από την καρδιά. Ένα κύμα ηλεκτρισμού διαπέρασε κάθε άκρο της, ξεκινώντας από την καρδιά και φτάνοντας μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της. Άρχισε να αισθάνεται το σώμα της. Ο χρόνος επανήλθε στην κανονική ταχύτητα ροής, η εικόνα κινούταν και πάλι γρήγορα. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που έκανε τα μηνίγγια της να πάλλονται. Ένιωθε το αίμα της να κυλά σε όλες τις φλέβες και τις αρτηρίες σαν βρύση που την άνοιξες με πίεση. Για μια στιγμή γύρισε το κεφάλι της μπροστά και τα άσπρα φώτα από το αυτοκίνητο που ερχόταν κατά πάνω τους την τύφλωσαν, με αποτέλεσμα να καλύψει το πρόσωπό της με τα χέρια της και να ουρλιάξει από φόβο. Το βουητό επανήλθε, αλλά πιο έντονο. Το κεφάλι της ήτανε έτοιμο να «εκραγεί». Έσφιγγε τα μάτια της ξανά και ξανά. Ο οξύς ήχος γινόταν όλο και πιο έντονος. Οι ομιλίες πλησίαζαν σαν να βρισκότανε βαθιά μέσα σε ένα πηγάδι και να γινότανε ένα με την ηχώ. Μπορούσε τώρα να τις ακούσει καθαρά.
-Την επαναφέραμε, γιατρέ, πιάνω παλμό, πιάνω παλμό!
-Τέλος με τον απινιδωτή, η ασθενής είναι μαζί μας.
Άφησε σιγά σιγά τα μάτια της να ανοίξουν. Μέσα από το λευκό φως εκείνου του αυτοκινήτου, άρχισαν να ξεπροβάλλουν θολά οι μορφές ανθρώπων ντυμένων με γαλάζιες στολές. Ο χρόνος κυλούσε ήρεμα και η εικόνα έφτανε σταδιακά καθαρή στα μάτια της. Νόμιζε πως σκαρφάλωνε στα τοιχώματα εκείνου του πηγαδιού και είχε καταφέρει να φτάσει στην επιφάνεια. Τινάχτηκε πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου και εισέπνευσε βαθιά. Γύρισε να κοιτάξει έναν από τους άντρες με τα γαλάζια.
-Πού βρίσκομαι;
-Μην ανησυχείτε, κυρία Άλις Μόρισον. Είχατε υποβληθεί σε χειρουργείο μεταμόσχευσης καρδιάς λόγω καρδιακής ανεπάρκειας, το οποίο πέτυχε και τώρα βρίσκεστε στο κρεβάτι του νοσοκομείου έτοιμη για ανάρρωση. Είχατε την τιμή να φιλοξενήσετε στον οργανισμό σας την καρδιά του Όλιβερ Κράνστον, ενός νεαρού άντρα που έχασε τη ζωή του σε τροχαίο δυστύχημα.