Της Εβελίνας Μάστουρα,
Πριν μερικά χρόνια, ήτοι το 2019, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) ήρθε αντιμέτωπη με το ζήτημα περί του αν η ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων, όπως θρησκευτικές εικόνες, χριστιανικοί σταυροί κτλ. παραβιάζουν το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. Το αίτημα των προσφευγόντων συνίστατο στην αφαίρεση των εν λόγω θρησκευτικών συμβόλων από τις δικαστικές αίθουσες, ενόψει μάλιστα της εν είδει εκ του Συντάγματος αποπνέουσας θρησκευτικής ουδετερότητας, και ιδίως επικαλούμενοι την προάσπιση της αμεροληψίας που αρμόζει να χαρακτηρίζει την δικαστική εξουσία. Σημειώνεται δε, ότι το ΣτΕ έκρινε παρεμπιπτόντως το εξεταζόμενο ζήτημα στην υπόθεση αναφορικά με την αναγραφή του θρησκεύματος στα απολυτήρια μαθητών.
Νομική βάση των αιτούντων αποτέλεσε το άρθρο 13 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την επίκληση στη διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ καθώς και του άρθρου 14 αυτής. Το σκεπτικό τους στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η αμεροληψία των δικαστών δεν έγκειται αποκλειστικά στο ενδιάθετο φρόνημα αυτών. Δεν αποτελεί εν ολίγοις μια εσωτερική κατάσταση αποστασιοποίησης και αντικειμενικότητας, αλλά υποστήριξαν ότι θα πρέπει να εκδηλώνεται και «προς τα έξω», με την μορφή των εξωτερικών στοιχείων αμεροληψίας. Εξ’ αυτού του λόγου, ιδίως επί υποθέσεων αφοροσών θέματα θρησκευτικής φύσεως, η ενδεικνυόμενη λύση θα ήταν η αφαίρεση και η απόσυρση των θρησκευτικών συμβόλων από τις αίθουσες της δικαιοσύνης.
Ακολούθως, η σύνθεση του δικαστηρίου απέρριψε κατά πλειοψηφία το αίτημα, θεμελιώνοντας τα επιχειρήματα της στις κάτωθι νομικές βάσεις: Το Σύνταγμα, στο άρθρο 3 παρ. 1, ορίζει τα εξής: «Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού…». Εξάλλου, κατά το άρθρο 13 «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. 4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους».
Επικουρικώς, επειδή, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), προβλέπεται ότι «1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, …υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως», στο άρθρο 9 παρ. 1 ότι «Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς, δημοσία ή κατ’ ιδίαν, διά της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών», και στο άρθρο 14 ότι «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Δυνάμει των ανωτέρω επικαλεσθέντων διατάξεων το δικαστήριο κατέληξε, κατά πρώτον, ότι ο όρος επικρατούσα θρησκεία δηλώνει το πραγματικό γεγονός της στατιστικής πλειοψηφίας των Ελλήνων Ορθοδόξων Χριστιανών, πλην όμως συνεπάγεται και κάποιες κανονιστικές έννομες συνέπειες, λόγου χάρη την καθιέρωση υποχρεωτικών θρησκευτικών αργιών σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Τέτοια ημέρα υποχρεωτικής αργίας έχει θεσπισθεί και για τις δικαστικές υπηρεσίες και τα δικαστήρια ολόκληρης της χώρας, συγκεκριμένα δε έχει ορισθεί ως ημέρα της δικαιοσύνης και ως ημέρα υποχρεωτικής αργίας η 3η Οκτωβρίου, κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου (άρθρο 25 του ν. 1941/1991).
Περαιτέρω, κατ’ απόκλιση από το συνήθως συμβαίνον, έγινε μνεία στο εθιμικό δίκαιο, βάσει του οποίου κατά πάγια πρακτική τα δικαστήρια είθισται να αναρτούν τέτοιου είδους σύμβολα, όπως και οι λοιπές δημόσιες αρχές. Πέραν αυτού, κατά το δικαστήριο, οι αιτούντες δεν απέδειξαν βλάβη από την ύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων, ούτε κίνδυνο επελεύσεως αυτής. Κατόπιν τούτων, το αίτημα αφαίρεσης της θρησκευτικής εικόνας από την αίθουσα συνεδριάσεων του δικαστηρίου, απορρίφθηκε, καθόσον δεν εναπόκειτο στον δικαστή αν θα διακόψει κατά τρόπο γενικό και ενιαίο τη μακροχρόνια πρακτική ανάρτησης θρησκευτικών εικόνων και συμβόλων, αλλά στον νομοθέτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- ΣτΕ: «Όχι» στην αφαίρεση θρησκευτικών συμβόλων από τη δικαστική αίθουσα, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ