Της Σάρας Μουράτι,
Η περίοδος της ναζιστικής Γερμανίας, υπήρξε υπό πολλές έννοιες, μια από τις πιο μελανές σελίδες της ιστορίας, γιατί εκτός από την πλήρη υποδούλωση του ανθρώπινου πνεύματος, εκείνη τη σκοτεινή περίοδο διαδραματίστηκε η συστηματική, σκόπιμη και βιολογική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίοι δεν υπήρξαν «ευθυγραμμισμένοι» στα άρια πρότυπα ή στις ιδέες του Εθνικοσοσιαλισμού. Ο Ναζισμός -η βάση του οποίου θεωρείται ο εθνικισμός που είναι και κινητήριος δύναμη του- δεν ήταν ένας ακόμη διαφορετικός τρόπος διακυβέρνησης, αλλά ένα καινούργιο καθεστώς. Οι Ναζιστές, οι οποίοι ανέλαβαν νόμιμα την εξουσία στις 30 Ιανουαρίου του 1933, εκπροσωπούσαν ένα καθεστώς που διαλύει όλους τους υπάρχοντες θεσμούς και ταυτόχρονα συνθέτει καινούργιους που είναι πλήρως ευθυγραμμισμένοι με την άκρως καταστροφική ιδεολογία του.
Η άνοδος του ναζιστικού κόμματος στην εξουσία δεν αποτέλεσε αποκλειστικά μια αλλαγή στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά πολύ περισσότερο μια ριζική αλλαγή στον πυρήνα του αξιακού συστήματος, το οποίο προβαλλόταν μέσω των αισθήσεων και του πνεύματος, της λογοτεχνίας και του θεάτρου, της ποίησης και της μουσικής. Με άλλα λόγια, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας.
Ο δρόμος προς την πολυπόθητη εξουσία για τον δικτάτορα Αδόλφο Χίτλερ περνούσε μέσα από τη κατάληψη και τον πλήρη έλεγχο του κράτους μέσω της χρήσης της ωμής βίας και κυρίως της αδυσώπητης προπαγάνδας. Για εκείνον, η προπαγάνδα θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο -αν όχι τον κυριότερο- στην επιτυχία του ναζιστικού προγράμματoς, γιατί χάρις στην ύπαρξή της ο λαός δεν θα πρόβαλε καμία αντίσταση, ούτε θα στεκόταν εμπόδιο στην πραγματοποίηση των φιλοδοξιών του και παράλληλα θα υποστήριζε σθεναρά τις ναζιστικές ιδέες. Απώτερος σκοπός του, άλλωστε, ήταν να μετατρέψει το γερμανικό λαό σε πιστό, πειθήνιο και φανατικό οπαδό της ρατσιστικής και εθνικιστικής ιδεολογίας ,που το ναζιστικό καθεστώς πρέσβευε.
Στο βιβλίο του Μein Kampf, το οποίο αποτελούσε πυρήνα της ναζιστικής ιδεολογίας και προωθούσε τις βασικές ιδέες του ναζισμού: τον άκρατο αντισημιτισμό, μια ρατσιστική κοσμοθεωρία και την επιθετική εξωτερική πολιτική με στόχο την απόκτηση ζωτικού χώρου στην ανατολική Ευρώπη, αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στην ανάλυση των τεχνικών παραπλάνησης των μαζών. Οι μάζες πίστευε, διακρίνονται για την άγνοια και την ευπιστία τους. Τους παρουσίαζε σαν ένα πλήθος χωρίς κριτική σκέψη που παρασέρνεται από το συναίσθημα του και όχι από τη λογική του γεγονός που το καθιστά εύκολα χειραγωγήσιμο. Έτσι, σύμφωνα με τον ίδιο μια προπαγάνδα για να θεωρείται επιτυχημένη και αποτελεσματική θα πρέπει να επαναλαμβάνει πάρα πολλές φορές και με απόλυτη σαφήνεια τις ίδιες έννοιες, μέχρι αυτές να γίνουν πλήρως κατανοητές και αποδεκτές από όλους.
O ναζιστικός προπαγανδιστικός μηχανισμός λειτούργησε αποτελεσματικά κυρίως τα πρώτα χρόνια, με αποκορύφωμα τις πρώτες εδαφικές κατακτήσεις, οι οποίες επιβεβαίωσαν την εικόνα που είχε πλάσει ο λαός για τον Αδόλφο Χίτλερ, δηλαδή εκείνη του αλάνθαστου και ικανού ηγέτη και αύξησαν τη λαϊκή απήχηση του ναζιστικού καθεστώτος. Στις 13 Μαρτίου 1933, έλαβε χώρα η ίδρυση του Υπουργείου Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας, επικεφαλής του οποίου, ορίστηκε ο επί χρόνια πιστός συνεργάτης του Χίτλερ, Γιόζεφ Γκαίμπελς. Βασική επιδίωξη του Υπουργείου, ήταν ο πλήρης έλεγχος της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής του Ράιχ. Μετά από τη δημιουργία του η προπαγάνδα αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα στη διοίκηση του κράτους. Μέσω εκείνης, το ναζιστικό καθεστώς, αρχικά, επιδίωξε να αποκτήσει τον έλεγχο σε κάθε τομέα που θα μπορούσε να επηρεάσει τη κοινή γνώμη και να αμφισβητήσει το αλάνθαστο του ηγέτη.
Η προπαγάνδα επικεντρωνόταν στον εκθειασμό των ικανοτήτων του Αδόλφου Χίτλερ με τη χρήση αφισών και φωτογραφιών του σε καρτ ποστάλ με σκοπό να διατηρηθεί και να αναδειχθεί περαιτέρω, η εικόνα του παντοδύναμου και ιδανικού καθοδηγητή που είχε καλλιεργήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, στη διοργάνωση μεγάλων εορταστικών συγκεντρώσεων από το ναζιστικό κόμμα που αποσκοπούσαν στο να διαδίδονται πιο εύκολα οι ναζιστικές ιδέες, στη διάδοση αρνητικών εικόνων, πεποιθήσεων και προκαταλήψεων σχετικά με τους Εβραίους σε περιοδικά, ταινίες, σκίτσα, ώστε στρέψουν τον γερμανικό λαό εναντίον τους, αλλά και στη μετάδοση ναζιστικών ομιλιών στα δημόσια μεγάφωνα και στο ραδιόφωνο. Επιπλέον, μέσω των προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού τα οποία έδιναν τη δυνατότητα δωρεάν διακοπών και διασκέδασης στην ύπαιθρο σε ανθρώπους που διέθεταν χαμηλό εισόδημα και ήταν κυρίως νεαρής ηλικίας το ναζιστικό καθεστώς στόχευε στο να δημιουργήσει την αίσθηση ότι το κράτος ενδιαφερόταν για την αναψυχή του λαού του και γενικότερα για την ευμάρεια του.
Η εγκαθίδρυση του ναζιστικού καθεστώτος συνοδεύτηκε από συθέμελες αλλαγές και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η προπαγάνδα επιστρατεύτηκε, όπως ήταν αναμενόμενο και στην εκπαίδευση για αναδειχθεί η ανωτερότητα της γερμανικής φυλής και η λατρεία του Φύρερ. Πολλά παλιά σχολικά εγχειρίδια αντικαταστάθηκαν, ενώ σε κάποια ήδη υπάρχοντα προστέθηκαν κάποιες αλλαγές, ώστε το περιεχόμενό τους να συμβαδίζει απόλυτα με τα πιστεύω του καθεστώτος. Προστέθηκε ένα καινούργιο μάθημα, η «Φυλετική Διδασκαλία» που μαζί με τη Βιολογία, υποστηρίζαν τις ιδέες περί ανώτερης γερμανικής φυλής. Ενώ το αυτοβιογραφικό βιβλίο που είχε γράψει ο Χίτλερ διδασκόταν σε όλα τα σχολεία της ναζιστικής Γερμανίας υποχρεωτικά. Έτσι, η αντισημιτική προπαγάνδα άφησε ανεξίτηλο «αποτύπωμα» στις νέες γενιές, oι οποίες εκπαιδεύτηκαν στο να μην αποδέχονται οποιονδήποτε δεν ανταποκρίνονταν στο ιδεώδες της άριας φυλής.
Ακόμα και η τέχνη είχε προσδεθεί άρρηκτα στο άρμα της ναζιστικής προπαγάνδας, και χρησιμοποιούταν σαν ένα μέσο επίθεσης σε πολιτικούς αντιπάλους του κόμματος, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η χρήση της τέχνης πλέον είχε στραφεί σε μεγάλο βαθμό εναντίον των Εβραίων, προωθώντας τη φυλετική κατωτερότητά τους.
Παράλληλα, η προπαγάνδα λειτουργούσε συνδυαστικά με τη λογοκρισία με ένα και μόνο σκοπό, την επίτευξη του αρρωστημένου οράματος του ναζιστικού καθεστώτος, το οποίο φρόντισε αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία να καταλύσει μέσω κάποιων διαταγμάτων και νόμων θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, όπως εκείνου της ελευθέριας του λόγου και του τύπου, στερώντας από το γερμανικό λαό τη δυνατότητα να εκφράζει τις απόψεις τους ελεύθερα. Από το 1934, η άσκηση κριτικής στη ναζιστική κυβέρνηση θεωρούνταν παράνομη και οι παραβάτες τιμωρούνταν αυστηρά.
Το ναζιστικό καθεστώς κατάφερε να μετατρέψει τον αντισημιτισμό -που δεν αποτέλεσε κατασκεύασμα του Χίτλερ, όπως λανθασμένα πιστεύεται, αλλά προϋπήρχε στη γερμανική κοινωνία, βέβαια, σε καμία περίπτωση σε τόσο ακραίο βαθμό- από κοινωνικό στερεότυπο σε πολιτικό δόγμα. Ακόμα και εκείνοι που αρχικά δεν έτρεφαν κανένα μίσος ή φόβο για τον εβραϊκό πληθυσμό και δεν συμφωνούσαν με τις βιαιότητες που διαδραματίζονταν εις βάρος τους αναγκάστηκαν να συναινέσουν με τις ενέργειες του ναζιστικού καθεστώτος για να μη θέσουν τη δική τους σωματική ακεραιότητα σε κίνδυνο, καθώς όσοι δεν συνεργάζονταν γίνονταν αποδέκτες μιας ανελέητης βίας δίχως προηγούμενο. Ωστόσο, όμως, η αγαστή συνεργασία του λαού, υπήρξε ακόμα ένα κομβικό σημείο που θα πρέπει να τονισθεί. Μεγάλο μέρος του γερμανικού πληθυσμού επέλεξε συνειδητά να σιωπήσει και να ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς για να καρπωθεί τα διάφορα προνόμια που απέρρεαν από τη σιωπή και τη μη αντίστασή του στα όσα διαδραματίζονταν εναντίον των πλασματικών εχθρών του καθεστώτος ή γιατί πείστηκε -μέσω της προπαγάνδας- πως οι Εβραίοι και οι άλλες παραγκωνισμένες κοινωνικές ομάδες συνιστούν άμεση απειλή για το μέλλον και την εξέλιξή του.
Η κατάκτηση της εξουσίας από τους Ναζιστές και η μακρόχρονη παραμονή τους σε αυτή που αποτέλεσε σχεδόν αποκλειστικά συνέπεια της αποτελεσματικής και ταυτόχρονα πρωτοφανούς αξιοποίησης της προπαγάνδας, παραμένει το κυρίαρχο παράδειγμα ολοκληρωτικής καταστροφής της δημοκρατίας. Ο Ναζισμός είναι ένα φαινόμενο που δεν αφορά μονάχα το παρελθόν. Φασιστικά και αυταρχικά κινήματα κάνουν έκδηλη την παρουσία τους ακόμα και σήμερα, επηρεάζοντας και θέτοντας σε άμεσο κίνδυνο την ανθρωπότητα και την πρόοδό της. Για αυτό κρίνεται απαραίτητη η διεξοδική μελέτη του μηχανισμού της προπαγάνδας που υιοθετήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη ίδιων αποτρόπαιων γεγονότων που στο άκουσμά τους και μόνο κατακλυζόμαστε από ένα έντονο αίσθημα φόβου και οργής παράλληλα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Friedländer Saul (2013), Η Ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι: I. Τα χρόνια των διώξεων 1933-1939, ΙΙ. Τα χρόνια της εξόντωσης 1939-1945. Αθήνα: Εκδόσεις Πόλις
- Richard J. Evans(2014), To Γ΄ Ραϊχ στην εξουσία, Αθήνα: εκδόσεις Αλεξάνδρεια
- Κολιόπουλος Ιωάννης Σ. (1990), Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία. Από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Βάνιας.