Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το αγροτικό ζήτημα παραμένει ένα εκ των ανοιχτών μετώπων της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, μαζί με αυτά της Παιδείας, καθώς και του γάμου και της τεκνοθεσίας ομοφύλων ζευγαριών. Σε κάθε περίπτωση, οι σημερινές κινητοποιήσεις των αγροτών δεν εντάσσονται απλώς στο πλαίσιο του διαχρονικού «θεσμού» των μπλόκων που λαμβάνει χώρα κάθε Ιανουάριο – Φεβρουάριο του έτους. Έχει βαθύτερα αίτια και ευρύτερες προεκτάσεις.
Καταρχάς, το σύνολο του αγροτικού κόσμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σε αναβρασμό. Από την Ιταλία και την Ισπανία ως το Βέλγιο και την Ολλανδία και από εκεί ως τη Γαλλία (που διατηρεί τον μεγαλύτερο αγροτικό κλάδο πανευρωπαϊκά), τη Γερμανία και την Πολωνία, οι αγρότες εξεγείρονται, προχωρούν σε δυναμικές, ακόμα και βίαιες κινητοποιήσεις, ευρισκόμενοι σε ανοιχτή αντιπαράθεση τόσο με τις εθνικές Κυβερνήσεις των κρατών τους όσο και με το «Ιερατείο των Βρυξελών».
Η Κομισιόν και οι λοιποί ευρωπαϊκοί θεσμοί που ελέγχονται από αυτήν κατ’ ουσίαν πρόδωσαν και προδίδουν τα συμφέροντα των Ευρωπαίων αγροτών και κτηνοτρόφων. Ο συνδυασμός βαθιάς ιδεοληψίας και εξάρτησης από έτερα γεωπολιτικά-οικονομικά συμφέροντα και της ηγεσίας της Ε.Ε. οδηγεί τον κόσμο της αγροτικής και ζωικής παραγωγής στην ασφυξία: Αφενός, η ελλειμματική της ηγεσία και οι γραφειοκράτες που την περιβάλλουν έχουν δημιουργήσει, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία κ.ά., ένα δαιδαλώδες, αυστηρότατο πλαίσιο κανόνων σε ό,τι αφορά την αγροτική παραγωγή.
Κανόνες οι οποίοι, στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης», διαλύουν τις υποδομές, καταργούν μέσα και μεθόδους καλλιέργειας και κτηνοτροφίας και οδηγούν στην περιστολή της παραγωγής, η οποία αποτελείται από προϊόντα μη ανταγωνιστικά. Προϊόντα που, υπό τους δρακόντειους οικολογικούς περιορισμούς της Ε.Ε., απαιτούν χρόνο και χρήμα που τα καθιστούν πανάκριβα στην παραγωγή και στην κατανάλωση, δηλαδή ασύμφορα τόσο γι’ αυτούς που τα παράγουν όσο και γι’ αυτούς που τα καταναλώνουν. Ο παραγωγός βγάζει ελάχιστα και ο καταναλωτής πληρώνει πανάκριβα. Αυτοί που σίγουρα θησαυρίζουν είναι οι εμποροβιομήχανοι (οι λεγόμενοι «ενδιάμεσοι»), καθώς, επίσης, και οι ισχυροί του χώρου της «πράσινης οικονομίας» (φωτοβολταϊκά, ανεμογεννήτριες κ.λπ.) και των νέων τεχνολογιών.
Σαν να μην έφτανε το γεγονός ότι ήδη οι Ευρωπαίοι αγρότες και κτηνοτρόφοι εκκινούν από αυτήν τη μειονεκτική θέση στη μάχη με τον διεθνή ανταγωνισμό, η παρακμιακή ελίτ των Βρυξελλών διευκολύνει σκανδαλωδώς τα ανταγωνιστικά προϊόντα που προέρχονται από τρίτες χώρες. Καταρχάς, αυτά της Ουκρανίας: Στο όνομα της ενίσχυσης της συγκεκριμένης χώρας, ώστε να αντιμετωπίσει επιτυχώς τη ρωσική εισβολή, η Ε.Ε. επιτρέπει σχεδόν ανεξέλεγκτα τις εισαγωγές ουκρανικών προϊόντων, όπως κοτόπουλων, δημητριακών κ.ά. Προϊόντων, προφανώς, φθηνότερων τόσο λόγω του χαμηλότερου κόστους παραγωγής –διότι, πλην των άλλων, δεν πληρούν τα περιβαλλοντικά πρότυπα που οι χρυσοκάνθαροι των Βρυξελλών έχουν επιβάλλει στα ευρωπαϊκά– όσο και λόγω της αποποίησης ποσοστώσεων και δασμών εκ μέρους της Ε.Ε.
Επιπλέον, η απόφαση αναθεώρησης του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2021-2027 περιλαμβάνει την παροχή οικονομικής αρωγής ύψους € 50 δις στην Ουκρανία, μιας και κάνουλες των Η.Π.Α. σε χρήμα και πολεμικό υλικό κλείνουν και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες σπεύδουν, σε ρόλους υποτακτικών, να επωμιστούν το κόστος, προκειμένου και να στηριχθεί η Ουκρανία και να μην επιβαρυνθεί με οικονομικό και πολιτικό κόστος η αμερικανική Κυβέρνηση. Χρήματα που, προφανώς, ανήκουν στους Ευρωπαίους πολίτες και θα λείψουν από αυτούς. Ειδικά ο αγροτικός και κτηνοτροφικός κόσμος, πέραν των περικοπών που θα δει στις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, πληρώνει ήδη εδώ και μία διετία τεράστιο κόστος από τον τρόπο εμπλοκής της Ε.Ε. στον Ρωσο-ουκρανικό Πόλεμο, καθότι, εκτός των άλλων, στερείται φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο, λιπάσματα και άλλες ρωσικές πρώτες ύλες (άλλο ζήτημα, μεγάλο και πολύπλοκο, το δίκαιο ή άδικο των μετεχόντων στη συγκεκριμένη πολεμική σύρραξη…).
Την ίδια στιγμή, βέβαια, οι εμποροβιομήχανοι, οι οποίοι είναι οι ήδη οι μεγάλοι ωφελημένοι από τη στρεβλή αυτήν κατάσταση, αναμένεται να ενισχυθούν περαιτέρω από την Ε.Ε., τόσο μέσω της Κ.Α.Π. όσο και μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Παράλληλα, βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση η εμπορική συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και του συνασπισμού νοτιοαμερικανικών χωρών Mercosur (Νότια Κοινή Αγορά) που προβλέπεται να υποβάλει τα ευρωπαϊκά προϊόντα σε έναν ακόμα αθέμιτο ανταγωνισμό.
Έχοντας αυτές τις ντιρεκτίβες από το Ιερατείο, οι ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις πράττουν αναλόγως: Στη Γερμανία καταργείται η επιδότηση του αγροτικού ντίζελ. Στην Ολλανδία συρρικνώνεται η αγελαδοτροφία, προκειμένου να περιοριστούν οι εκπομπές αζώτου. Στη Γαλλία έχουμε εκτεταμένες απαγορεύσεις σε φυτοφάρμακα. Στην Ισπανία έχουμε πλαφόν στην άντληση νερού από ποτάμια. Αξίζει, φυσικά, να σταθεί κάποιος στο γεγονός ότι οι προβεβλημένες σαν πιο «πολιτισμένες», «δημοκρατικές», «προοδευτικές», «φεντεραλιστικές» χώρες της Ε.Ε. είναι πρώτες στο πογκρόμ κατά των αγροτών και των κτηνοτρόφων. Το παράδοξο, λοιπόν, θα ήταν να μην εξεγερθούν οι τελευταίοι έναντι των ηγεσιών τους, εθνικών και ευρωπαϊκών. Ηγεσίες που, ουσιαστικά, προδίδουν την αποστολή τους, καθιστώντας την Ε.Ε. επισιτιστικά ανοχύρωτη, πλήρως εξαρτώμενη από τρίτες χώρες.
Είναι ο ορισμός της ηθικής (και συνακόλουθα οικονομικής) παρακμής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, 137 εκατομμύρια Ευρωπαίων που κατοικούν σε αγροτικές περιοχές, το 30% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, να καταδικάζεται στην ανέχεια, στον ξεριζωμό, στη βίαιη αλλαγή του τρόπου ζωής του προς το χειρότερο, επειδή μία κλίκα παχυλόμισθων γραφειοκρατών αποφασίζουν να θυσιάσουν ζωές δήθεν για να προστατεύσουν το περιβάλλον –στην πραγματικότητα για να εξυπηρετήσουν μεγάλα συμφέροντα. Ο «κηφήνας» των Βρυξελλών υποδεικνύει στον σκληρά εργαζόμενο παραγωγό γαλακτοκομικών ότι πρέπει να αλλάξει επάγγελμα, διότι επιβαρύνει το περιβάλλον και έτσι τα προϊόντα πρέπει να αντικατασταθούν από εισαγόμενο γάλα σε σκόνη. Ο εγκάθετος – υπαλληλίσκος των πολυεθνικών διατάσσει τον κτηνοτρόφο να «χαλάσει» (όπως λένε στην ελληνική ύπαιθρο) τα ζώα του και να βγει στην ανεργία, διότι η ηθική έναντι της Φύσης επιβάλλει να τρώμε τεχνητό κρέας. Η Ενωμένη Ευρώπη σε σεσηπυία κατάσταση…
Τα ανωτέρω ζητήματα επιβίωσης έχουν να αντιμετωπίσουν και οι δικοί μας αγρότες. Μόνο που σ’ αυτά προστίθεται η ανεπάρκεια της Κυβέρνησης Μητσοτάκη και σε αυτό τον τομέα. Το ποσοστό γεωργών νεαρής ηλικίας επί του συνολικού αριθμού διαχειριστών γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Εν ολίγοις, στη χώρα μας, η μισή έκταση της οποίας είναι γεωργική γη, οι παραγωγικότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν μαζικά ή δεν ενδιαφέρονται καν για τον πρωτογενή τομέα. Και πώς να μην γίνει αυτό όταν, εκτός των άλλων, η Ελλάδα είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα στην Ε.Ε. για ενοικίαση καλλιεργήσιμης γης και η έβδομη ακριβότερη για την αγορά της;
Επί Μητσοτάκη έχουν χρηματίσει Υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης τέσσερα διαφορετικά στελέχη του, σχεδόν δηλαδή κάθε χρόνο αλλάζει Υπουργό. Τούτο σημαίνει είτε ότι διαρκώς κάνει λανθασμένες επιλογές πολιτικής ηγεσίας και ο συγκεκριμένος τομέας βρίσκεται σε μια διαρκή παρακμή είτε ότι απλά θεωρεί το εν λόγω Υπουργείο χαμηλής σημασίας και το χρησιμοποιεί, βασικά, για να βολέψει εκεί όποιον δικό του έχει μείνει αμανάτι και θέλει κυβερνητική θέση. Μάλλον συμβαίνουν και τα δύο…
Κατά τ’ άλλα, ο Πρωθυπουργός θυμήθηκε ότι υπάρχει η δυνατότητα διορθώσεων στην αγροτική πολιτική και παροχών στους αγρότες μόλις βγήκαν στον δρόμο τα τρακτέρ και μόλις είδε ότι οι κινητοποιήσεις εντείνονται, λειτουργώντας σωρευτικά με εκείνες εναντίον της ίδρυσης ιδιωτικών Α.Ε.Ι. και με τις σφοδρές αντιδράσεις σε επίπεδο κοινωνίας, Εκκλησίας και κομμάτων για τη θεσμοθέτηση του γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και της δυνατότητας υιοθεσίας παιδιών από αυτούς. Αυτά τα οκτώ μέτρα ενίσχυσης των αγροτών που ανακοίνωσε ο Μητσοτάκης, εφόσον ήταν εφικτά, γιατί δεν παρασχέθηκαν νωρίτερα; Διότι απλά δεν ήθελε να τα δώσει, θεωρούσε ότι θα απέφευγε τις συγκεκριμένες παροχές και θα διοχέτευε τους πόρους αλλού. Εν άλλοις λόγοις, δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για τα ζητήματα των αγροτών και κτηνοτρόφων.
Το αγροτικό ζήτημα, στην πανευρωπαϊκή του διάσταση, καταδεικνύει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει πλέον στα όριά της. Υπάρχει χαώδης απόσταση μεταξύ των συμφερόντων των πολιτών και της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ. Οι δε βασικές συστημικές πολιτικές δυνάμεις έχουν υποταχθεί, δεν μπορούν ή/και δεν θέλουν να αμφισβητήσουν ευθέως τις επιταγές του ευρω-ιερατείου και των εντολέων του. Εν ολίγοις, πρέπει να βρεθεί τρόπος ν’ αλλάξει η Ε.Ε., γιατί αλλιώς σίγουρα θα βουλιάξει…