Της Βικτώριας Τσουκανέλη,
Η γαστροπάρεση ή αλλιώς γαστρική παράλυση είναι μια διαταραχή, στην οποία η κινητικότητα του στομάχου επηρεάζεται σημαντικά, με αποτέλεσμα το στομάχι να καθυστερεί να αδειάσει. Φυσιολογικά, το στομάχι δέχεται την τροφή από τον οισοφάγο και, αφού την επεξεργαστεί κατάλληλα, την προωθεί στο λεπτό έντερο. Η διαδικασία αυτή ελέγχεται από το πνευμονογαστρικό νεύρο, καθώς αυτό καθορίζει τη μυϊκή ισχύ των τοιχωμάτων του στομάχου με τη σύσπαση του μυϊκού του χιτώνα. Στην περίπτωση της γαστροπάρεσης, η λειτουργικότητά του φθίνει, με αποτέλεσμα το στομάχι να καθυστερεί να αδειάσει, ενώ υπάρχουν περιπτώσεις που αδυνατεί πλήρως να προωθήσει το περιεχόμενό του, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση τροφής και εκκρίσεων στο στομάχι.
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ο λόγος εκδήλωσης γαστροπάρεσης είναι άγνωστος. Εν τούτοις, πολλές παθήσεις και διαταραχές έχουν ενοχοποιηθεί για την πρόκλησή της. Κοινός παρονομαστής των παθήσεων αυτών είναι η διαταραχή στην νεύρωση του στομάχου. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης φαίνεται πως κατέχει ο σακχαρώδης διαβήτης, ο οποίος εμφανίζει με μεγάλη συχνότητα συστηματική διαβητική νευροπάθεια. Οι υψηλές συγκεντρώσεις γλυκόζης στον οργανισμό καταστρέφουν με τον καιρό την ακεραιότητα και την αρχιτεκτονική των νεύρων, επηρεάζοντας σημαντικά τη λειτουργικότητά τους. Επομένως, αν και η γαστροπάρεση μπορεί να προκληθεί από υποκείμενο σακχαρώδη διαβήτη, η ρύθμισή του μπορεί τόσο να αποτρέψει την εμφάνιση γαστροπάρεσης όσο και να βελτιώσει την κλινική εικόνα του ασθενούς σε περιπτώσεις όπου η βλάβη των νεύρων είναι αναστρέψιμη.
Ο τραυματισμός του πνευμονογαστρικού νεύρου και των κλάδων του αποτελεί σοβαρή επιπλοκή επεμβάσεων οισοφάγου, στομάχου και λεπτού εντέρου. Ο χειρουργός οφείλει να πραγματοποιήσει το χειρουργείο χωρίς παράπλευρες απώλειες, αλλά ακόμα και τα πιο «έμπειρα χέρια» δεν μπορούν να αποτρέψουν μια σειρά από επιπλοκές σε τέτοιου είδους επεμβάσεις. Η γαστροπάρεση, δυστυχώς, είναι μία από τις συχνές και σοβαρές επιπλοκές τους.
Η γαστροπάρεση εκδηλώνεται συνήθως με μη ειδικά συμπτώματα, τα περισσότερα εκ των οποίων βασανίζουν την πλειονότητα των ασθενών. Τα βασικότερα από αυτά είναι πρόωρο αίσθημα κορεσμού, ναυτία, τυμπανισμός, ανορεξία, έμετοι, κοιλιακό άλγος και σημαντική απώλεια βάρους με συνοδό υποθρεψία. Πολλοί ασθενείς ταλαιπωρούνται από συμπτώματα γαστρο-οισοφαγικής παλινδρόμησης, όπως αναγωγές, καύσος, θωρακαλγίες και δυσφαγία, γεγονός που μπορεί να αποπροσανατολίσει τόσο τον ασθενή όσο και τον γιατρό.
Κύριο μέλημά μας πρέπει να είναι η, όσο το δυνατόν, συντομότερη διάγνωση, προκειμένου να αποφευχθούν σοβαρότερες επιπλοκές. Για να επιτευχθεί η διάγνωση της γαστροπάρεσης, ο γιατρός οφείλει να λάβει ένα πλήρες ατομικό ιστορικό και να πραγματοποιήσει μια ενδελεχή φυσική εξέταση. Κατά την ψηλάφηση της κοιλιακής χώρας, ο γιατρός μπορεί να παρατηρήσει σημαντική διάταση αυτής, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από έντονη ευαισθησία. Έχοντας λάβει ένα ενδελεχές ιστορικό, πολλές παθήσεις που ενοχοποιούνται για γαστροπάρεση, όπως ο διαβήτης, μπορούν εύκολα να ανιχνευθούν, ενώ παράλληλα γίνονται γνωστές προηγούμενες επεμβάσεις στην κοιλιακή χώρα που θα κατευθύνουν τον γιατρό προς τη διάγνωση ιατρογενούς γαστροπάρεσης. Η απόκτηση αυτών των πληροφοριών θα βοηθήσουν τον γιατρό τόσο στη διαφορική διάγνωση όσο και στην ανάπτυξη εξατομικευμένου θεραπευτικού πλάνου.
Εκτός, όμως, από την απλή φυσική εξέταση, ο γιατρός χρησιμοποιεί σημαντικά εργαλεία που θα του προσφέρουν πληθώρα πληροφοριών, με σκοπό τόσο την επιβεβαίωση της διάγνωσης όσο και τον αποκλεισμό παθήσεων με παρόμοια συμπτωματολογία. Επιδιώκοντας να ελεγχθεί η ταχύτητα προώθησης του στομαχικού περιεχομένου στο λεπτό έντερο, ο ασθενής υποβάλλεται σε σπινθηρογράφημα γαστρικής κένωσης, κατά την οποία καταναλώνει στερεά τροφή που περιέχει μικρή ποσότητα ραδιενεργού υλικού. Στη συνέχεια, λαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα εικόνες, για να εντοπισθεί η θέση του ραδιενεργού υλικού κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα. Η ύπαρξη τροφής μέσα στο στομάχι ύστερα από 4 ώρες θα δώσει και τη διάγνωση γαστροπάρεσης.
Η ενδοσκόπηση του ανώτερου γαστρεντερικού παίζει σημαντικό ρόλο στην περίπτωση της γαστροπάρεσης. Παρ’ όλο που δεν μπορεί να μας δώσει τις πληροφορίες που μας δίνει το σπινθηρογράφημα, η γαστροσκόπηση είναι μια ελάχιστα επεμβατική μέθοδος που μπορεί να μας αποκλείσει πολλές παθήσεις του ανώτερου γαστρεντερικού. Με την προώθηση μιας μικροσκοπικής κάμερας διαμέσου του οισοφάγου με ένα εύκαμπτο ενδοσκόπιο, ο γιατρός μπορεί να εντοπίσει παθολογίες του οισοφάγου, του στομάχου και της πρώτης μοίρας του λεπτού εντέρου (δωδεκαδάκτυλο) με αρκετά μεγάλη ευκολία. Με τη μέθοδο αυτή μπορούν να διαγνωσθούν παθήσεις με, παρόμοια της γαστροπάρεσης, συμπτωματολογία, όπως το πεπτικό έλκος, η πυλωρική στένωση και πολλές άλλες.
Η τεχνολογία σήμερα μας έχει δώσει τη δυνατότητα απεικόνισης του γαστρεντερικού συστήματος εκ των έσω, χωρίς την ανάγκη τοποθέτησης ενδοσκοπίου. Η ενδοσκοπική κάψουλα είναι μια κάμερα-αισθητήρας που καταπίνεται από τον ασθενή, όπως ένα μικρό χάπι. Η μέθοδος αυτή, που τείνει να αντικαταστήσει τη συμβατική ενδοσκόπηση, έχει τη δυνατότητα λήψης ενδοσκοπικών εικόνων και μέτρησης πολλών παραμέτρων εντός του γαστρεντερικού, όπως είναι το pH του στομάχου. Όμως, η τεχνική αυτή αποτελεί σχετική αντένδειξη σε ασθενή με υποψία γαστροπάρεσης, καθώς υπάρχει κίνδυνος η κάψουλα αυτή να μην μπορεί να προωθηθεί και να «κολλήσει» σε διάφορα σημεία του γαστρεντερικού. Ταυτόχρονα, έχοντας στο μυαλό μας ότι τα συμπτώματα μπορεί να οφείλονται σε κάποια στένωση κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα, δεν μπορούμε για τον ίδιο λόγο να υποβάλλουμε τον ασθενή σε ενδοσκόπηση με ασύρματη κάψουλα.
Το θεραπευτικό μας πλάνο εξαρτάται από τη διάγνωση ή μη μιας υποκείμενης νόσου. Εφόσον ο γιατρός εντοπίσει μια πάθηση για την εκδήλωση της γαστροπάρεσης, οφείλει να θέσει υπό έλεγχο την υποκείμενη νόσο, καθώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η γαστροπάρεση υποστρέφει μετά από έναν τέτοιο χειρισμό.
Στην περίπτωση, όμως, που η γαστροπάρεση δεν προκλήθηκε από υποβόσκουσα παθολογία, η θεραπεία αυτής θα περιλαμβάνει τόσο υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις όσο και φαρμακευτική αγωγή. Αρχικά, συστήνεται στον ασθενή να καταναλώνει μικρά και ρευστά γεύματα, τα οποία μπορούν να προωθηθούν πιο εύκολα από το στομάχι στο λεπτό έντερο, να αποφεύγει τη λήψη τροφής πριν τον ύπνο και να λαμβάνει γεύματα με μικρότερη περιεκτικότητα σε ίνες και λίπος. Το κάπνισμα, το αλκοόλ και τα αναψυκτικά πρέπει να αποφεύγονται σε όλες τις περιπτώσεις. Πολύ σημαντική είναι η σωστή ενυδάτωση με τουλάχιστον 1.5 λίτρο νερό την ημέρα, καθώς και η ελαφριά άσκηση μετά το γεύμα, όπως ένα αργό περπάτημα, διότι ενεργοποιείται το γαστρεντερικό και αυξάνεται η ταχύτητα της πέψης.
Όσον αφορά την φαρμακευτική αντιμετώπιση της γαστροπάρεσης, ο γιατρός διαθέτει δύο κυρίαρχες ομάδες φαρμάκων. Η πρώτη κατηγορία φαρμάκων είναι τα προκινητικά φάρμακα του ανώτερου γαστρεντερικού:
- Ερυθρομυκίνη: Κύρια δράση της είναι η αύξηση των συσπάσεων του μυϊκού χιτώνα του γαστρεντερικού, ενεργοποιώντας τη γαστρική κένωση. Μπορεί να προκαλέσει κράμπες και ναυτία, ενώ η αποτελεσματικότητά της μειώνεται με τον χρόνο.
- Μετοκλοπραμίδη: Είναι το μοναδικό εγκεκριμένο φάρμακο από τον FDA για την θεραπεία της γαστροπάρεσης. Κινητοποιεί τον γαστρεντερικό σωλήνα, βοηθώντας στην προώθηση του περιεχομένου γρήγορα και αποτελεσματικά, προκαλώντας, όμως, και σοβαρές παρενέργειες.
Η δεύτερη κατηγορία φαρμάκων έρχεται να αντιμετωπίσει τόσο τα συμπτώματα της γαστροπάρεσης όσο και τις παρενέργειες της φαρμακευτικής αγωγής. Τα αντιεμετικά φάρμακα αποτελούν επικουρική, αλλά εξίσου σημαντική «προσθήκη» στο θεραπευτικό πλάνο της γαστροπάρεσης. Εξίσου σημαντική παρέμβαση με τη φαρμακευτική αγωγή αποτελεί η αποφυγή λήψης φαρμάκων που καθυστερούν την γαστρική κένωση, όπως κάποια αντιδιαβητικά φάρμακα.
Όταν η φαρμακευτική αγωγή και οι υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις δεν είναι αρκετές, ο γιατρός διαθέτει δύο τεχνικές που ανακουφίζουν τον ασθενή από τα έντονα συμπτώματα της γαστροπάρεσης. Αυτές είναι η ενδοσκοπική γαστροστομία και η νηστιδοστομία. Στη γαστροστομία, ο γιατρός τοποθετεί ενδοσκοπικό σωλήνα παροχέτευσης στον στόμαχο, προκειμένου να αποσυμφορήσει το ανώτερο γαστρεντερικό από το περιεχόμενό του. Τελική λύση στη θεραπεία της γαστροπάρεσης είναι η αντιμετώπισή της με νηστιδοστομία, κατά την οποία τοποθετείται σωλήνας σίτισης απευθείας στην κοιλιά, προκειμένου το λεπτό έντερο να σιτίζεται, παρακάμπτοντας το στομάχι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ