Της Στέλλας Κίζυλη,
Ιδιαίτερο κεφάλαιο της θεωρίας του Κληρονομικού Δικαίου αποτελεί αυτό της κληρονομικής αναξιότητας. Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο νομοθέτης θεσπίζοντας τις διατάξεις του Κληρονομικού Δικαίου απέβλεψε πρωτίστως στην προστασία της τελευταίας βούλησης και της ελεύθερης διάθεσης των κληρονομιαίων στοιχείων από τον διαθέτη. Εντούτοις, η προστασία αυτή δεν είναι απόλυτη, καθώς ναι μεν ο διαθέτης μπορεί να ορίσει ελεύθερα την τύχη της κληρονομίας αλλά πάντα εντός των ορίων που θέτει ο νόμος με τις γενικές ρήτρες και το κληρονομικό δικαίωμα ορισμένων μελών της οικογένειας. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο κληρονόμος δεν «αξίζει» την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία;
Την απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα δίνει ο θεσμός της κληρονομικής αναξιότητας. Ειδικότερα, αναξιότητα καλείται η με δικαστική απόφαση έκπτωση του κληρονόμου, του κληροδόχου ή και του καταπιστευματοδόχου από το κληρονομικό δικαίωμα για ορισμένα παραπτώματά του. Η έννοια των «παραπτωμάτων» καταλαμβάνει περιστατικά, τα οποία είτε ανάγονται σε επιβουλή της ζωής του κληρονομούμενου ή των οικείων του είτε σε προσβολή της υπόληψής του ή ακόμα και αλλοίωση της τελευταίας βούλησης του κληρονομούμενου προς εξασφάλιση ή και επιτάχυνση της κτήσης της κληρονομίας. Η ratio του θεσμού δεν είναι, όπως εύλογα μπορεί κανείς να συναγάγει, η τιμωρία του κληρονόμου αλλά η ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος, καθώς μια τέτοια συμπεριφορά του κληρονόμου προς τον διαθέτη αναμφίβολα έρχεται σε αντίθεση με το κοινό αίσθημα.
Η αναξιότητα επιφέρει απώλεια του κληρονομικού δικαιώματος γι’ αυτό και προσιδιάζει στην αποκλήρωση. Ωστόσο, οι δύο θεσμοί παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο κήρυξης. Έτσι, η αποκλήρωση γίνεται από τον ίδιο τον κληρονομούμενο στη διαθήκη του, ενώ η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση μετά την άσκηση αγωγής από όποιον έχει έννομο συμφέρον. Επιπλέον, η αποκλήρωση λαμβάνει χώρα πριν την επαγωγή και καταλαμβάνει μόνο τους νόμιμους μεριδούχους, σε αντίθεση με την αναξιότητα που αποτελεί λόγο έκπτωσης μετά την επαγωγή και αφορά οποιονδήποτε, έστω και μη συγγενή, ο οποίος ορίσθηκε κληρονόμος.
Για την κήρυξη της αναξιότητας απαιτείται να συντρέχει κάποιος από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 1860 του Αστικού Κώδικα. Η έννοια των παραπτωμάτων, όπως έχει ήδη αναφερθεί, καταλαμβάνει περιστατικά, τα οποία είτε απείλησαν σοβαρότατα ή ακόμα και έπληξαν τη ζωή του κληρονομούμενου ή των προσώπων που συνδέονται στενότατα με αυτόν, είτε προσέβαλαν κατάφωρα την υπόληψή του είτε αποκάλυψαν μια βαρύτατη ανεντιμότητα του κληρονόμου που σχετίζεται με την εξασφάλιση ή την επιτάχυνση της κτήσης της κληρονομίας. Σε μια βαθύτερη ανάλυση, στην έννοια της εκ προθέσεως θανάτωσης (1860 περ. 1 ΑΚ) εμπίπτει όχι μόνο η ανθρωποκτονία από πρόθεση αλλά και όλες οι προνομιούχες παραλλαγές αυτής.
Η ψευδής καταμήνυση που αναφέρεται ως κατ΄ ιδίαν λόγος αναξιότητας στο άρθρο 1860 περ. 2 αφορά την περίπτωση, κατά την οποία ο κληρονόμος προβαίνει εν γνώσει του σε αναληθή αναφορά ενώπιον της αρχής ότι ο κληρονομούμενος τέλεσε κακούργημα με σκοπό την καταδίωξη του τελευταίου. Ωστόσο, για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού απαιτείται ο κληρονόμος να καταδικαστεί από ποινικό δικαστήριο. Ανάξιος να καταστεί κληρονόμος είναι και εκείνος, ο οποίος από πρόθεση εμπόδισε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να ανακαλέσει τη διαθήκη. Οι ειδικότερες προϋποθέσεις του άρθρου 1860 περ. 3 είναι η παρακωλυτική-παράνομη συμπεριφορά του κληρονόμου, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της αδυναμίας σύνταξης ή ανάκλησης της διαθήκης, η πρόθεση του κληρονόμου να την εμποδίσει και η πραγματική βούληση του κληρονομούμενου για σύνταξη ή και ανάκληση διαθήκης.
Ακόμη, βάσει των περιπτώσεων 4 και 5 του ίδιου άρθρου ανάξιος να κληρονομήσει μπορεί να κηρυχθεί και εκείνος που με απάτη ή με απειλή παρακίνησε τον κληρονομούμενο να συντάξει ή να μεταβάλει την ήδη συνταχθείσα διαθήκη ή την αλλοίωσε ή την εξαφάνισε. Η έννοια της «μεταβολής» καταλαμβάνει όχι μόνο την αλλοίωση του περιεχομένου της αλλά και την ανάκλησή της καθιστώντας την εν τέλει ακυρώσιμη, αφού βάσει του άρθρου 1782 ΑΚ η συνεπεία απάτης η απειλής συνταχθείσα ή τροποποιηθείσα διαθήκη είναι ακυρώσιμη. Η αλλοίωση του περιεχομένου της αναφέρεται στην με οποιονδήποτε τρόπο επέμβαση στο περιεχόμενό της με την προσθήκη ή την εξάλειψη λέξεων ή προτάσεων, ενώ εξαφάνιση συνιστά και η απόκρυψη της διαθήκης.
Τέλος, εφόσον συντρέχει κάποια από τις ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις ο έχων έννομο συμφέρον, ο οποίος μπορεί να είναι όχι μόνο ο άμεσα επωφελούμενος από την κήρυξη της έκπτωσης αλλά και απώτερος κληρονόμος του κληρονομούμενου, μπορεί να εγείρει αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου και να επιτύχει την κήρυξη της αναξιότητας και την επαγωγή του ίδιου στην κληρονομία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Κληρονομικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014