Του Θανάση Μάριζα,
«Η ενεργή διπλωματία, η σταθερότητα και η αξιοπιστία της Ελλάδας δικαιώνονται με τον καλύτερο τρόπο, ενώ η πατρίδα μας θωρακίζει ακόμα περισσότερο την άμυνά της». Αυτά ήταν τα λόγια του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, αναφορικά με τις νεότερες εξοπλιστικές ενισχύσεις που εξασφαλίσθηκαν από τη χώρα, μέσω της συνεργασίας με τον αναμενόμενο, πλέον, εταίρο, δηλαδή τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ενεργή διπλωματία, σταθερότητα και αξιοπιστία, λοιπόν. Απαραίτητα συστατικά για την εξωτερική πολιτική κάθε κράτους που σέβεται τον εαυτό του. Το ακόλουθο ερώτημα είναι εύλογο: κατά πόσο η αντίστοιχη ελληνική πολιτική διαθέτει, πράγματι, τα ανωτέρω χαρακτηριστικά;
Η αλήθεια είναι πως τα τελευταία εξοπλιστικά «πακέτα», με αιχμή του μεταφορικού δόρατος τα 40 αεροσκάφη τύπου F-35, δεν αποτελούν εξέλιξη πρωτότυπη ή ρηξικέλευθη για τα δεδομένα της εγχώριας αμυντικής λειτουργίας. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι απαραίτητα αρνητικό. Η πρόοδος στον συγκεκριμένο τομέα έχει επιτευχθεί με αρκετά υπολογισμένα και βιώσιμα βήματα, τα τελευταία χρόνια, ώστε ακόμη και λόγοι… πανηγυρισμών να αντιμετωπίζονται, πλέον, με την ψυχραιμία μιας ρεαλιστικής διπλωματικής «νίκης». Ως εκ τούτου, σίγουρα κάτι πρέπει να λειτουργεί σωστά.
Η Ελλάδα έχει, πράγματι, υπάρξει διπλωματικά ενεργή, και όχι μόνο επειδή αναγκάζεται να κρατήσει αυτόν τον ρυθμό, λόγω π.χ. των συχνών εντάσεων με τη γείτονα Τουρκία ή των ευρύτερων παγκόσμιων τεκταινομένων. Συχνές επισκέψεις σε συμμαχικές χώρες, συναντήσεις με αντίστοιχους πολιτικούς αρχηγούς, ουσιαστικές δηλώσεις και τοποθετήσεις, δραστηριοποιήσεις όχι μόνο σε υπουργικό, αλλά και πρωθυπουργικό και προεδρικό επίπεδο, όλα είναι δείγματα μιας υγιούς ποσότητας διπλωματικών ενεργειών. Συνδυάζεται, ωστόσο, η τελευταία και με μια αναλόγως απαραίτητη ποιότητα;
Η απάντηση είναι, κι εδώ, καταφατική. Παγιωμένες και συχνά επαναλαμβανόμενες θέσεις πάνω στα εκάστοτε καίρια ζητήματα (ποιος δεν… βαρέθηκε να ακούει τον πρώην Υπουργό Εξωτερικών και νυν Άμυνας, Νίκο Δένδια, να τονίζει πως η χώρα δρα με γνώμονα το διεθνές δίκαιο;), τήρηση των χαραγμένων συμμαχικών πορειών (εκεί που βρίσκονται Ε.Ε. και Η.Π.Α., κατά πάσα πιθανότητα θα οδεύσει και η Ελλάδα), ατάραχες διαχειρίσεις των οποιωνδήποτε προκλήσεων (συχνά σε αντιδιαστολή με τη… μιντιακή παράνοια του εσωτερικού), καθώς και μια συγκριτικά ήρεμη κρατική παρουσία (σε μια εποχή που οι κρίσεις χαρακτηρίζονται από τις αιφνίδιες κι απρόβλεπτες εμφανίσεις τους), δύναται να δικαιολογήσουν την απόδοση της σταθερής ιδιότητας, στην ελληνική εξωτερική πολιτική.
Τα δυο προαναφερθέντα πεδία, δηλαδή η δραστηριότητα και η σταθερότητα, θα μπορούσαν από μόνα τους να είναι αρκετά, ώστε να αποκτηθεί και ο τρίτος «τίτλος» της αξιοπιστίας. Η ύπαρξη αυτού, πάντως, μπορεί να επιβεβαιωθεί και μέσω της αντιμετώπισης της Ελλάδας από τους διεθνείς εταίρους της. Δεν πρόκειται μόνο για τις εξοπλιστικές δεσμεύσεις, οι οποίες, άλλωστε, αποτέλεσαν και την αφορμή της παρούσας συζήτησης. Η Ελλάδα έχει αποκτήσει, πλέον, τη δυνατότητα απόσπασης υποσχέσεων για την ασφάλειά της, ακόμη κι όταν αυτές έρχονται σε αντιδιαστολή με τα συμφέροντα άλλων κρατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιστολή του Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, Antony Blinken, προς το Κογκρέσο της χώρας του, στην οποία λέγεται πως διευκρινίζεται η παραχώρηση πολεμικών αεροσκαφών F-16 στην Τουρκία, μόνον εφόσον η τελευταία δεσμευθεί πως δεν πρόκειται να τα χρησιμοποιήσει εναντίον άλλου μέλους του ΝΑΤΟ (η πλησιέστερη διπλωματική διατύπωση του «εναντίον της Ελλάδας»).
Εναλλακτικό παράδειγμα της εν λόγω αξιοπιστίας αποτελεί και η φημολογούμενη ηγετική θέση της Ελλάδας στην ενωσιακή επιχείρηση Aspides (και μόνο η επιλογή του ονόματος υποδεικνύει πολλά). Σε ένα θέμα όπου οι δυο νατοϊκές σφαίρες επιρροής, Η.Π.Α. και Ε.Ε., βρέθηκαν σε ασυμφωνία, η Ελλάδα επέλεξε εξ αρχής να ακολουθήσει το φρόνημα της πρώτης. Έτσι, τώρα που ξεπεράστηκε ο αρχικός διχασμός και η Ευρώπη διατίθεται να δημιουργήσει δική της αποστολή για τη διαχείριση του προβλήματος των Houthi στην Ερυθρά Θάλασσα, το ελληνικό κράτος «θερίζει» τους καρπούς των σωφρόνων επιλογών του.
Εξίσου σημαντική είναι και η αδιάσπαστη συνέχιση της συγκεκριμένης μεθόδου λειτουργίας. Σίγουρα, η ελληνική διπλωματία μπορεί να υπολογίζει σε ορισμένες σταθερές (οι σχέσεις με την Τουρκία θα αναδύουν αέναα επιφανειακές εντάσεις, όσο υγιείς κι αν είναι οι ομόλογες «παρασκηνιακές»), αλλά δεν μπορεί να παραλειφθεί ούτε ο προσεκτικός βηματισμός στο «ναρκοπέδιο» του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, ούτε η ομαλή μετάβαση από Υπουργό σε Υπουργό. Ούσα ευάλωτη σε συχνές υπουργικές ανακατατάξεις, είναι θετικό η ελληνική εξωτερική πολιτική να παραμένει, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές και προς το παρόν, στα ίδια επίπεδα, είτε επί Δένδια είτε επί Γεραπετρίτη (με τον πρώτο να… επιβλέπει, πάντα, από την καρέκλα του Υπουργείου Άμυνας).
Παραμένοντας υπό τον έλεγχο μιας Κυβέρνησης που έχει υποπέσει σε πολλά «στραβοπατήματα» (ο γραφών της έχει ασκήσει κριτική ουκ ολίγες φορές), όσον αφορά τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων, η ελληνική εξωτερική πολιτική φαίνεται, συγκριτικά, να αποτελεί μια φωτεινή αντίθεση στα εκάστοτε εγχώρια μελανά σημεία. Η επιτυχής διοίκηση, κι ας είναι συνήθως εκτός των συνόρων, χρήζει και της ανάλογης προσοχής. “Credit where credit is due”, λοιπόν, σε… άπταιστα Ελληνικά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μητσοτάκης για νέο πακέτο εξοπλισμών: «Η αξιοπιστία της Ελλάδας δικαιώνεται με τον καλύτερο τρόπο», kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Η συμφωνία των Χανίων και η ρήτρα για τα τουρκικά F-16, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- EU aiming to launch Red Sea naval mission by mid-Feb, reuters.com, διαθέσιμο εδώ
- Italy, France, Greece vying to lead Aspides mission, ansa.it, διαθέσιμο εδώ