Της Αναστασίας Κούρλα,
Μέρες απελευθέρωσης του 1944. Ο πόλεμος είχε τελειώσει. Μια Ελλάδα μέσα στα συντρίμμια της, προσπαθούσε να γίνει ξανά κράτος. Ένα τοπίο βομβαρδισμένο που ακόμη μύριζε αίμα. Στην πολιτική σκηνή βρισκόταν η κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Με βάση τη συμφωνία της Καζέρτας, που υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και ανταρτικές ομάδες) σε συμμαχική διοίκηση, ο Πρωθυπουργός δήλωσε δημόσια ότι έπρεπε να υπάρχει «μια Πατρίδα, μια Κυβέρνηση, ένας Στρατός». Οραματιζόταν να δημιουργήσει έναν Εθνικό Στρατό κι έτσι την 1η Δεκεμβρίου αναγκάζει με τελεσίγραφο κάθε αντάρτικη ένωση να παραδώσει τα όπλα της. Ωστόσο, η απόφαση αυτή δεν έγινε αποδεκτή. Το ΕΑΜ αρνήθηκε και την επομένη παραιτήθηκε. Από εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ένας μαραθώνιος 33 ημερών που αποτελείωσε την πρωτεύουσα.
Στις 3 Δεκεμβρίου, διοργανώθηκε συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος ως ένδειξη διαμαρτυρίας. Τελικά, εξελίχθηκε στην πρώτη επιθετική κομμουνιστική ενέργεια. Πυροβολισμοί, πανικός και φόβος ξανά. Το σχέδιο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ προέβλεπε την εξουδετέρωση των εστιών αντίστασης του κράτους και τον πλήρη έλεγχο των ισχυρότερων θέσεων.
Προχώρησαν, λοιπόν, σε εφαρμογή του σχεδίου. Η δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν αρχικά ένα σύνταγμα 1.500 ανδρών με τουφέκια, οπλοπολυβόλα και πολλά εκρηκτικά. Ξεκίνησαν με καταλήψεις όλων των αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και με απόπειρα κατάληψης των φυλακών της Συγγρού, αλλά και του Χατζηκώστα. Ακόμα, διεξήχθησαν μάχες μεταξύ του ΕΛΑΣ και του συνόλου της Οργάνωσης Χ στο Θησείο. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1944, ολόκληρη σχεδόν η πόλη της Αθήνας βρισκόταν στα χέρια των κομμουνιστών. Το μόνο πλέον εμπόδιο προς την πλατεία και προς την ανάληψη της εξουσίας ήταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη.
Οι υπερασπιστές του Συντάγματος γνώριζαν ότι ο αγώνας τους ήταν σκληρός και άνισος, αλλά ήταν υπέρ των πάντων. Η δύναμη τους ήταν 100 Αξιωματικοί (88 της Χωροφυλακής και 12 του Στρατού) και 430 οπλίτες. Ο οπλισμός και τα πυρομαχικά, βέβαια, δεν ήταν αρκετά για να αντιμετωπίσουν μια τόσο μεγάλη επίθεση. Όμως, παρουσιάστηκε εθελοντικά στο Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ο Αντισυνταγματάρχης Πεζικού Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, ειδικός στις μάχες εντός φρουρίων και στις οδομαχίες. Παρουσίασε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο άμυνας των εγκαταστάσεων και ανέλαβε τη διεύθυνση των πολεμικών επιχειρήσεων, δίνοντας ελπίδες στον ελληνικό στρατό.
Το βασικό πρόβλημα άμυνας του Συντάγματος ήταν ότι περιβαλλόταν από ψηλές πολυκατοικίες και ότι αρκετές οικίες εφάπτονταν στον περίβολο. Έτσι, ελλόχευαν πολλοί κίνδυνοι επίθεσης. Γι’ αυτό, κρίθηκε απαραίτητη η τοποθέτηση φυλακίων. Το σχέδιο προέβλεπε τρεις γραμμές άμυνας με 7 εξωτερικά φυλάκια σε διάφορες οδούς έναντι του στρατοπέδου ως πρώτη ζώνη άμυνας, μια περίφραξη του στρατοπέδου (μανδρότοιχος) και τα εσωτερικά κτίρια ως δεύτερη, ένα παρατηρητήριο κι ένα οπλοπολυβόλο στην ταράτσα του κεντρικού κτιρίου ως τρίτη. Αυτά τα φυλάκια χαρακτηρίστηκαν «φυλάκια θανάτου» πριν ξεκινήσει η μάχη, γιατί ήταν μακριά από το στρατόπεδο και δεν μπορούσαν ούτε να ενισχυθούν, ούτε να αποσυρθούν.
Στις 05:45 της 6ης Δεκεμβρίου, άρχισε η πιο σκληρή και ταυτόχρονα αποφασιστικότερη μάχη των Δεκεμβριανών. Οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ κατάφεραν να καταλάβουν 4 φυλάκια. Εκείνοι που υπερασπίζονταν τα φυλάκια και επέζησαν, συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και εκτελέστηκαν. Η επίθεση συνεχίστηκε και με την απόπειρα ανατίναξης ενός μέρους της περίφραξης, όμως κατά τη μεταφορά των εκρηκτικών, αυτά ανατινάχθηκαν σκορπίζοντας τον θάνατο σε 70 μέλη του ΕΛΑΣ. Το γεγονός αυτό προκάλεσε σοβαρή επίπτωση στο ηθικό τους.
Στις 7:00 επιτέθηκαν ξανά στις οικίες, στους στρατώνες και στα φυλάκια. Άνοιξαν μέχρι και οπές στους τοίχους για να φτάσουν στα φυλάκια μέσα από τις συγκεκαλυμμένες αυτές διαδρομές. Ωστόσο, γύρω στις 10.00, τα πυρομαχικά των χωροφυλάκων είχαν εξαντληθεί. Είχαν σταλθεί πολλά αιτήματα εφοδιασμού, αλλά οι δρόμοι είχαν γίνει πεδία θανάτου. Στις 12.00 μια ομάδα Ελασσίτων ανατίναξε την κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας με δυναμίτη και μια άλλη με την ίδια τακτική μπήκε στο υπόγειο. Άρχισαν να ανεβαίνουν τη σκάλα, ώσπου στο 2ο όροφο δόθηκε μάχη σώμα με σώμα, στην οποία κέρδισαν οι Ελασσίτες. Οι χωροφύλακες ήταν πια εξουθενωμένοι. Συνελήφθησαν και αιχμαλωτίστηκαν υφιστάμενοι βασανιστήρια 2 ημερών και έπειτα εκτελέστηκαν. Όλα τα φυλάκια έμπαιναν μέσα στα σπίτια και πλησίαζαν όλο και περισσότερο οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Οι απώλειες των αμυνομένων ήταν σημαντικές κατά την πρώτη ημέρα: 14 νεκροί, 33 τραυματίες και 41 αγνοούμενοι. Βέβαια, οι Ελασσίτες είχαν περισσότερες απώλειες. Ο διευθύνων της επιχείρησης Αντισυνταγματάρχης Κωστόπουλος, το πρωί της επομένης εξέδωσε ημερησία διαταγή, η οποία μεταξύ των άλλων έγραφε: «Θα διατηρώ την ανάμνησιν ότι εις την μάχην της 6ης Δεκεμβρίου 1944 η Βασιλική Χωροφυλακή έδειξε μαχητικότητα πολύ καλλιτέραν από αυτού του Πεζικού εις το οποίον ανήκω. Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ».
Την επομένη, οι επιτιθέμενοι έμειναν σε πυρά παρενόχλησης και στην προετοιμασία νέων εφόδων. Τις βραδινές ώρες της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου, ανατίναξαν μέρος του νότιου τμήματος της περίφραξης και την 9η ενός άλλου τμήματος. Την 8η Δεκεμβρίου, οι υπερασπιστές του Μακρυγιάννη με αιφνιδιαστική αντεπίθεση ανακατέλαβαν δύο φυλάκια, συνέλαβαν 50 αιχμάλωτους και παρέλαβαν πολλά όπλα και πυρομαχικά.
Παράλληλα, το βόρειο τμήμα του Συντάγματος ήταν πιο ισχυρό. Κατάφερε να εξουδετερώσει αρκετά τάγματα Ελασσιτών. Συγκεκριμένα, από το 5ο φυλάκιο ανατινάχθηκε ολόκληρο τάγμα από βενζίνες των Ελασσιτών. Το θέαμα των καιόμενων ανταρτών έριξε το ηθικό των κομμουνιστών και ανύψωσε το ηθικό των υπερασπιστών του Μακρυγιάννη.
Το βράδυ της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου και αφού έλαβαν ενισχύσεις, οι αντάρτες επιχείρησαν νέα αιφνιδιαστική επίθεση, η οποία ήταν αναμενόμενη από την άλλη πλευρά. Το βράδυ, ένας λόχος με 100 άνδρες προσπάθησε να εισβάλει από το ρήγμα της νότιας περίφραξης, αλλά έπεσε σε νάρκες και αναγκάστηκε να υποχωρήσει, με απολογισμό 50 νεκρούς. Η ίδια επιχείρηση επαναλήφθηκε 2 ώρες αργότερα αλλά και πάλι δεν επέτυχε. Τα μεσάνυχτα, λοιπόν, έπειτα από ρήγμα που δημιούργησαν στη δυτική περίφραξη δύο δυναμιτιστές, προσπάθησαν να διεισδύσουν κρυφά ομάδες Ελασιτών. Όμως, φωτιστικά βλήματα μετέτρεψαν την νύκτα σε μέρα και επέτρεψαν στους χωροφύλακες να τους αντιληφθούν και να κατατροπώσουν τους εισβολείς οι οποίοι υπέστησαν τεράστιες απώλειες.
Στις 12 Δεκεμβρίου, σταμάτησαν οι επιθέσεις. Μέχρι την 15η ημέρα του μηνός κάποιες προσπάθειες των κομμουνιστών δεν καρποφόρησαν. Η μάχη του Μακρυγιάννη είχε χαθεί για τον ΕΛΑΣ. Το οχυρό, παρά τη μικρότερη δύναμή του και τον κατώτερο εξοπλισμό του, άντεξε, γιατί οι χωροφύλακες διέθεταν εμπειρία, στρατιωτική εκπαίδευση, συνοχή, πνεύμα μονάδας και δεν βασίζονταν μόνο στο εθνικό ιδεώδες.
Συνοψίζοντας, η μάχη του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη ήταν μια σκληρή και συνεχής μάχη με πολλούς νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Οι απώλειες για τους αγωνιστές του Μακρυγιάννης άγγιξαν τους 33 νεκρούς και 120 τραυματίες, ενώ οι απώλειες για τον ΕΛΑΣ είναι ανυπολόγιστες.
Η νίκη των κυβερνητικών δυνάμεων συνέβαλε σημαντικά στο να μείνει ελεύθερο το μικρό κομμάτι της Αθήνας, όπου έδρευαν η ελληνική Κυβέρνηση και οι περισσότερες ξένες αποστολές. Μετά τη νίκη αυτή άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το κομμουνιστικό κίνημα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Η επική μάχη του Συντάγματος Χωροφυλακής του Μακρυγιάννη, veteranos.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Σύνταγμα Μακρυγιάννη – Δεκέμβριος 1944: Το οχυρό που δεν έπεσε, defenceline.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Από τη μάχη στου Μακρυγιάννη, imerodromos.gr, διαθέσιμο εδώ.