Του Χαράλαμπου Βελλιανίτη,
Μεγάλη αίσθηση έχει προκαλέσει στην κοινωνία η πρόθεση της Κυβέρνησης να κατοχυρώσει νομοθετικά τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών και την υιοθεσία (τεκνοθεσία) από εκείνα. Στην αναπτυσσόμενη συζήτηση, η οποία σαφώς γίνεται στον δημόσιο χώρο, αναπτύσσονται τόσο επιχειρήματα που υποστηρίζουν την κυβερνητική αυτή ενέργεια, όσο και άλλα που την καταδικάζουν. Ορισμένοι, έκπληκτοι δεξιοί, έφτασαν στο σημείο να κάνουν λόγο για ασυμβατότητα της ενέργειας αυτής με την ιδεολογία που φέρει το κυβερνών κόμμα.
Αυτό είναι λογικό, αν λάβει κανείς υπ’ όψη το μοντέλο της «Τριγωνοποίησης», το οποίο αποτελεί βασικό οδηγό για την πολιτική επικοινωνία και υπαγορεύει την τοποθέτηση του υποψηφίου ανάμεσα στους πόλους τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς ή σε μεγαλύτερο βαθμό γενίκευσης: μεταξύ των ακραίων θέσεων (της ιδεολογίας του). Συνεπώς και σπάζοντας τη λογική αυτή στις προηγηθείσες Εθνικές Εκλογές, ο Πρωθυπουργός στρέφεται στη βάση της ιδεολογίας του Φιλελευθερισμού σε σχέση με τα κοινωνικά ζητήματα. Συνεπώς, η Δεξιά, που για τους επικριτές είναι ταυτισμένη με τη συντήρηση, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι εμπεριέχει και το φιλελεύθερο στοιχείο του δικαιωματισμού.
Πάντως, η ουσία του θέματος αυτού, όπως και του μείζονος θέματος της ίδρυσης ιδιωτικών Α.Ε.Ι. με βάση το άρθρο 28, ζήτημα το οποίο έχει προκαλέσει την έντονη αντίδραση του φοιτητικού κινήματος, βρίσκεται στην επικοινωνιακή διαχείρισή του. Ο Habermas ορίζει τη βάση της πολιτικής επικοινωνίας στη δημιουργία του «δημόσιου χώρου», ο οποίος αποτελεί ένα νοητό πεδίο που συζητούνται τα τρέχοντα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως αυτά γνωστοποιούνται από τον Τύπο (τα μέσα του οποίου διαφοροποιούνται ανά εποχή).
Σήμερα, στον δημόσιο χώρο κυριαρχούν τα τηλεοπτικά μέσα και οι διάφοροι ιστότοποι. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται σε μία ρητορική ερώτηση: «Έχετε συναντήσει πολλά εκ των γνωστών τηλεοπτικών, έντυπων, διαδικτυακών μέσων να υιοθετούν ή να υποστηρίζουν την αντίθετη της κυβερνητικής πρόθεσης θέση;». Προλαβαίνοντας τυχόν αντιδράσεις, να πω ότι στο παρόν άρθρο ούτε προωθείται κάποια από τις δύο θέσεις, ούτε πάλι δημιουργείται κάποια θεωρία συνωμοσίας, αλλά με επιστημονικές αυθεντίες και ακαδημαϊκή γνώση εξηγείται η επικοινωνιακή διαχείριση αμφιλεγόμενων ζητημάτων και ο σκοπός αυτής.
Ο σκοπός, λοιπόν, του πολιτικού λόγου, τον οποίο εννοούμε σαν ένα Discourse, είναι η εξαγωγή συναίνεσης ή η αποσιώπηση του μεγαλύτερου μέρους της αντίδρασης. Έτσι, με την αντιστροφή της λογικής της σιωπηρής πλειοψηφίας, έχουμε αντιδρούσες μειονότητες, οι οποίες στο ζήτημα των ιδιωτικών Πανεπιστημίων για τον Υπουργό Παιδείας είναι νοσηρές, αντί για την αναγνώριση της υπολογίσιμης κοινωνικής αντίδρασης. Αυτό επιδρά στους «μειονοτικούς», μέσα από τη διαδικασία που παρουσιάζεται στο μοντέλο της σπείρας της σιωπής (spiral of silence), όπως αυτό αναλύεται στο βιβλίο της Elisabeth Noelle Neumann, Spiral of silence, our social skin (1974) και σε προηγούμενο άρθρο.
Ο J.L. Austin, Βρετανός φιλόσοφος (1911-1960), θα αναπτύξει τη θεωρία των «Πράξεων του λόγου», κατηγοριοποιώντας τον λόγο ανάλογα με το αποτέλεσμα που έχει στον δέκτη σε τρεις κατηγορίες:
-
Locunationary (<locution=εκφορά/ προφορά) = αναφέρεται στη λειτουργία του λόγου κατά τη μετάδοση ενός μηνύματος και την κατανόηση κατά τη διαδικασία αυτήν. Το βάρος πέφτει στη σημασία του λόγου.
-
Illocutionary = όταν χρησιμοποιώ τη γλώσσα με σκοπό να πετύχω ένα αποτέλεσμα στις πράξεις του άλλου (πχ: Μη μιλάς ή Έλα εδώ). Στην περίπτωση αυτήν, η βαρύτητα πέφτει στην πράξη που μεταφέρει-υπαγορεύει ο λόγος και όχι στον ίδιο τον λόγο.
-
Perlocutionary = Όταν αυτό που λέω έχει ένα διαρκές αποτέλεσμα στον άλλον (όπως στη συμπεριφορά του).
Με την ανάλυση που μέχρι τώρα έχουμε κάνει, σε σχέση με την κυβερνητική πρόθεση, βλέπουμε την ταύτιση του λόγου των κυβερνητικών μέσων, με την Perlocutionary επίπτωση. Επιχειρείται, δηλαδή, η πάγια αποσιώπηση σωρείας αντιδράσεων στα ποικίλα κοινωνικά ζητήματα. Εάν δεχτούμε πως ο σκοπός επιτυγχάνεται σε ικανοποιητικό βαθμό (για το ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών ισχύει), τότε θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την αλλαγή των κοινωνικών απόψεων.
Οι απόψεις αυτές δεν είναι απλώς μια σούμα του τι πιστεύουν οι ατομικότητες εντός μιας κοινωνίας, αλλά θα πρέπει να νοηθεί μέσα από μια κονστρακτιβιστική λογική, όπως αυτή ξεδιπλώνεται στις θεωρίες των Durkheim, Dilthey και Schultz, δηλαδή ως τον ορισμό της κοινωνίας στο πλαίσιο των ιδεών που καθορίζουν την ατομική δράση. Πιο εμπεριστατωμένα, η θέση, την οποία εδώ στοιχειοθετούμε, θα μπορούσε να ιδωθεί στη θεωρία του M. Foucault. Ο Foucault δεν μένει στον λόγο, αλλά παρουσιάζει στο μοντέλο τόσο των φυλακών όσο και των ψυχιατρικών κλινικών, τα οποία αναλύει, διάφορες πρακτικές για την ανασυγκρότηση του υποκειμένου (του ατόμου εντός της κοινωνίας), με βάση τον έλεγχο που ασκείται από μία εξουσία.
Όλες αυτές οι επιστημονικές θεωρίες, που καταδεικνύουν τον σκοπό της κυβερνητικής πρακτικής, έρχονται να ενισχύσουν τη βασική ιδέα του Γάλλου πολιτικού στοχαστή και ιστορικού Alexis de Tocqueville, o οποίος στο μοντέλο της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας, όπως αυτό ξεκίνησε στην Αμερική, εντοπίζει, εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης προς τους διαφοροποιούμενους, την ομοιογένεια των απόψεων, εντός μιας – κατά τα άλλα – δημοκρατικής κοινωνίας, κάτι που ονομάζει «τυραννία της πλειοψηφίας», η οποία πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να καταπολεμάται μέσα από εξισορροπητικούς πολιτικούς θεσμούς (π.χ. Βουλή Αντιπροσώπων – Κογκρέσο – Πρόεδρος, στο Αμερικανικό μοντέλο).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ακαδημαϊκές σημειώσεις Πολιτικής επικοινωνίας
- Μ. Foucault, Δύο δοκίμια για την εξουσία και το υποκείμενο, Αθήνα 1991
- Andrew Heywood, Εισαγωγή στην πολιτική, Θεσσαλονίκη 2014